Παρασκευή, Δεκεμβρίου 22, 2006

Οδυσσέας Ελύτης

Ο μικρός ναυτίλος

"Αυτά που λέω και γράφω
για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς
όπως ένα φυτό που αρκείται στο φαρμάκι του εωσότου ο άνεμος
Του το γυρίσει σ' ευωδιά"...


Παραμύθι μικρό
-για μεγάλους ανθρώπους-
Signature
A.K.
.
.
.
Το παιδί, στόλισε δέντρο.
Χριστουγεννιάτικο.
Έψαξε πρώτα, να βρει ένα έλατο, να σ΄αρέσει. Να ναι ψηλό. Να ναι φουντωτό. Να χει κλαδιά τρυφερά πράσινα. Κλαδιά, να χουν το χρώμα, λίγο, της δικής σου τρυφεράδας. Ν’ απλώνονται γύρω-γύρω, να χουν το σχήμα, λίγο, της δικής σου αγκαλιάς. Να χει ολόϊσια προς τα πάνω κορφή. Να μπορεί στην κορφή, να σου βάλει ένα αστέρι. Να φέγγει ο δρόμος σου.
Δεν ήταν εύκολο να το βρει έτσι, όπως σκέφτηκε πως θα σ΄αρέσει… Με τα πολλά όμως, βρήκε ένα.
Κατόπιν δίστασε. Σκέφτηκε πάλι, αντί για δέντρο, να σου στολίσει καράβι.
Ξέρεις, από κείνα τα γερά, ελληνικά σκαριά, που σχίζουν ατρόμητα το Αιγαίο και των πέντε ηπείρων τις θάλασσες.
Μετά σκέφτηκε, «θα χει κουραστεί απ’ τις θάλασσες, απ’ τα τιμόνια, απ’ τα παλιοπλεούμενα κι από τις πέντε ηπείρους»… Πίσω , στις κορφούλες των βουνών πάλι. Στα χιονισμένα έλατα.
Έτσι, το παιδί, αποφάσισε, κατά πώς του έλεγε το μυαλό του... Έλατο.
Το τράβηξε έξω, νυχτιάτικα... Ήταν χειμώνας και το παιδί κρύωνε. Όμως δε σκέφτηκε το κρύο. Μονάχα το έλατο σκεφτότανε.
Το στόλισε λοιπόν.
Το γέμισε παιχνίδια. Κατακόκκινα. Μπλε. Κίτρινα. Και τι δεν κρέμασε!…
Πρώτα, τα μικρά ξύλινα παιχνίδια. Ξύλινα αλογατάκια, ένα μικρό μουσικό κουτί, που όταν λίγο το στριφογυρίσεις, παίζει «για την Ελίζα», χιονόμπαλες, μικρές πλεχτές καλτσούλες του Άη Βασίλη, το όμορφο, ξύλινο ταμπούρλο του μικρού τυμπανιστή, το μολυβένιο στρατιωτάκι ντούρο, να κρατάει στον ώμο το όπλο του, τη μπαλαρίνα με τις ροζ pointes, γλυκές, ζαχαρωμένες λιχουδιές και τέλος, νιφάδες, νιφάδες κάτασπρες βέβαια, που όμως, η καθεμιά τους έχει κι ένα άλλο σχήμα! Άπειρα σχήματα, μικρές, λευκές, κρυστάλλινες χιονονιφάδες!
Έτσι, σου στόλισε το δέντρο σου.
Μετά, το παιδί, ήθελε να βάλει πάνω πάχνη. Την πρωϊνή παγωνιά. Εκείνη, που όταν πέσουν οι αχτίδες του ήλιου πάνω της, την κάνουν κι αστράφτει! Αστράφτουν οι σταγόνες της σα διαμάντια! Δεν ήξερε όμως πώς να το κάνει... Ήταν ένα θλιμμένο, μικρό παιδί, που δεν ήξερε πώς να κάνει ν΄ αστράφτει το δέντρο σου.
Κάθισε τότε απελπισμένο κατάχαμα, πάνω στο χώμα, μες στην παγωνιά, κι έκλαψε.
Κι ήταν τόσο το κρύο, που τα δάκρυα πάγωναν. Σαν μικρά κρυσταλλάκια έγιναν, σαν κλωστούλες μεταξωτές, άλλες χρυσές, άλλες ασημένιες, σα μεταξωτά δάκρυα βροχής, σαν πάχνη, σα μικρός, αραιός χιονιάς.
Τα είδε το παιδί, τα μάζεψε, σηκώθηκε απ’ το χώμα, τα τύλιξε γύρω στου δέντρου σου τα κλαδιά. Έτσι, την Κυριακή, πριν από αυτή των Χριστουγέννων, στολίστηκε χιονάτο αυτό το δέντρο…
Έπειτα, το παιδί, κάθισε σε μια γωνιά ήσυχο και περίμενε. Περίμενε με αγωνία να δει, αν θα σου αρέσει το δέντρο. Σκεφτόταν την έκπληξη, που θα βλεπε στ’ όμορφό σου πρόσωπο, μόλις θα το αντίκρυζες στολισμένο …

Το παιδί, που τριγυρίζει πάντα γύρω σου βουίζοντας σα μελισσάκι, βζ, βζ, βζ, βζ, βζ, ζαλίζοντας τον κόσμο όλο, στεκόταν εκείνο το βράδυ ακίνητο και περίμενε.
Έδωσε την παιδική του ψυχούλα για να στολίσει αυτό το δέντρο. Έκλεισε ερμητικά τ’ αυτιά του. Έκλεισε ερμητικά τ’ αυτιά, όταν εσύ δεν του μίλαγες. Έκλεισε τ’ αυτιά, να μην ακούει τα κύματα της σιωπής, μήτε λόγια σκληρά σαν το σίδερο, που πλανιόνταν τριγύρω κι έφταναν κύματα - κύματα μέχρις αυτό… Έκλεισε ερμητικά τ’ αυτιά, στόλισε το δέντρο και περίμενε…

Και γύρισες απ’ το ταξίδι…
Το παιδί περίμενε…
Δεν το έψαξες όμως…

Άλλοτε, μόλις έμπαινες απ’ τα ταξίδια σου, ακούμπαγες στο πάτωμα τη βαλίτσα, και πριν καλά καλά βγάλεις το παλτό σου, έμπαινες στο δωμάτιό του, να δεις αν κοιμάται ή αν σε περιμένει…
Εκείνο, βέβαια, πάντα σε περίμενε, κι ας μην το ήξερες…
Πολλές φορές, έκανε πως κοιμάται. Πάντα ξύπνιο όμως ήταν και περίμενε να γυρίσεις. Και να μπεις στο δωμάτιο.
Κανείς, ποτέ, δεν περίμενε τόσο πολύ κανέναν να γυρίσει, όπως το παιδί εσένα.
Καταλάβαινε το κλειδί στην πόρτα. Μία παρά δέκα, μία, άλλοτε μία και δέκα.
Πάντα έμπαινες. Αμέσως! Το αφουγκραζόσουνα. Έπειτα ξανάφευγες.
Πάντα, εκτός από μια φορά, πάει καιρός, καλοκαίρι ήταν…

Και τώρα; Τώρα, που το δέντρο ήταν έτοιμο; Στολισμένο;
Με τα δάκρυα πάχνη γύρω του;
Τι έπαθες;
Μία παρά δέκα. Μία. Μία και δέκα. Και είκοσι. Μιάμιση. Δύο παρά. Δύο. Δύο και δέκα. Δυόμιση.
Το παιδί σηκώθηκε. Αμίλητο.
Τράβηξε πίσω το δέντρο. Δεν το ξεστόλισε. Δεν άντεξε να το ξεστολίσει… Το τράβηξε πίσω, όμως…
Το κρυψε στην σκοτεινή μεριά της γης. Την δίχως φεγγάρι. Την δίχως φανάρια στους δρόμους.

Κι έμεινε σχεδόν αμίλητο, για μέρες…