Τρίτη, Απριλίου 29, 2008

ανάρτηση κατόπιν εορτής,
μα δεν πειράζει...

"ο χρόνος ο σεπτός, ο παραβιασμένος"




a. k.

Προς
Μεγάλη Παρασκευή
του 08

Μαύρο σύννεφο ποτάμι
μελανός γαλαξίας, απ’ άκρη ως άκρη διασχίζει απόψε
τούτο το εαρινό στερέωμα
Αχ , έαρ γλυκύτατο
Έαρ εσύ,
πλαγιασμένη βροχή στην άκρια της θάλασσας
Έαρ, οξύ άκουσμα βιολιού
Έαρ, μυρωδάτε ευκάλυπτε
Έαρ επικίνδυνο -
επιρρεπές στον κίνδυνο
Έαρ, φρέσκες κορφές καλαμιάς
να λοχμίζεις το σκότος
Έαρ, σκέψη τρυφερή
φεύγεις εδώ, πέρα επιστρέφεις
Έαρ, στάχυ σε παιχνίδια παιδιών
«ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί»
Έαρ, ύπνε γλυκόπιοτε
Έαρ, μ’ αστέρια κατάσπαρτο





Νυχτερινός πλούς
Μ. Παρασκευή ξημέρωμα -
του 08

Μιά σκέψη

Στο μυστήριο της θεότητας, ο νους αδυνατεί να σταθεί.
Μυστήριο είναι το θείο, και πώς να ερμηνεύσει ο ανθρώπινος νους τα μυστήρια; Πώς να τα προσεγγίσει; Ακατανόητο το θεϊκό. Μονάχα η πίστη θαρρώ, δύναται να αποδεχτεί το μυστήριο. Όχι ο νους και η κοινή μας λογική.

Η ανθρώπινη πράξη της θυσίας όμως, είναι άλλο πράγμα... Η ανθρώπινη πράξη της θυσίας ιστορικά. Η ανθρώπινη πράξη της θυσίας ανιστόρητα. Η ανθρώπινη πράξη της θυσίας διαχρονικά.
Αυτή η ανθρώπινη πράξη έχει το χάρισμα να φτάνει ως το μπόϊ του ανθρώπου. Στο μπόϊ ενός κανονικού ανθρώπου. Διπλανού μας.
Αυτή η ανθρώπινη πράξη μπορεί “υπό όρους” και γίνεται αντιληπτή απ’ το νου του ανθρώπου. Ερμηνεύεται. Προσεγγίζεται.
H ανθρώπινη πράξη... Στην πλάτη το σταυρό και περιπάτει ! Στην πλάτη τους ανθρώπους και περιπάτει ! Στην πλάτη το χρέος και περιπάτει !
Βαρύ το χρέος μερικές φορές. Σταυρός massif.

Το χρέος, που άλλοτε στην Ελλάδα, το είπανε Αντιγόνη. Και τελευταία του χορού Σουλιώτισσα το ονομάτισαν. Όταν δεν έρχεται πίσω σου άλλος κανείς να σε κοιτάζει ή να προσδοκά κάτι από σένα, ή ακόμα, και να σε καμαρώνει. Η τελευταία του χορού Σουλιώτισσα, χρέος ονομάζεται.
Κι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, άνθρωπος – χρέος. Και πώς μου ήρθε στο νου απόψε, του δάσκαλου Καζαντζάκη ετούτη η κουβέντα «μόνος μου, μόνος μου εγώ, έχω χρέος να σώσω τη γης, κι αν δε σωθεί, εγώ θα φταίω»

Χαίρε, άνθρωπε Νίκο Καζαντζάκη ! Κι Ασκητική σοφία της φτωχής ζωής μας , χαίρε !
Κρύο έπιασε... Χαράζει σιγά σιγά στη θάλασσα. Η ώρα 6 και 10’. Θυμάσαι άραγε;







- προς Εμμαούς –

Μεγάλο Σάββατο του 08,
η ώρα έντεκα, βράδυ.

Διαγενομένου του Σαββάτου , οτι κραταιά
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών επί την καρδίαν σου
Θανάτω θάνατον πατήσας ως σφραγίδα
Και τοις εν τοις μνήμασι, ως θάνατος θες με - ζωή
σκληρά ως Άδης, επί τον βραχίονά σου, αγάπη χαρισάμενος





Κυριακή του Πάσχα, 08

-θα μπορούσε να ήταν των Εβραίων το Πάσχα (λίγο έλειψε), μα είναι των Χριστιανών –
Ιακώβου αποστόλου και Χριστοφόρου μάρτυρος
και μιά πεζούλα να χεις να στέκεις τις νύχτες πλάϊ στην ανοιξιάτικη θάλασσα
ξαναγυρνώντας σιγά σιγά στον χαμένο εαυτό σου, το κύμα μιλώντας αργά τις νύχτες, αλάργα από πλήθη , μέσα, μέσα, μέσα, μέσα είν’ η πέτρα η λευκή κι η μαύρη κι η γκρι κι η ροζ . Στην αρμύρα, μέσα σου.



Δευτέρα του ίδιου Πάσχα

Στη μέση ενός μικρού κήπου με τριανταφυλλιές ολάνθιστες, κατακόκκινες, λευκές, ροζ και πορτοκαλί.
Ήλιος.
Πίσω η θάλασσα (δεν φαίνεται, μα έχεις πάνω σου την αύρα της)

Σκέψη

Χελιδόνια, πετάτε ψηλά!
Δεν ξέρω αν κάποιος, που θα διαβάσει αυτή τη φράση, θα καταλάβει...
Αυτή είναι μιά φράση σύνθημα. Δεν εξηγιέται τώρα... Την συνάντησες κάποτε ή δεν την συνάντησες. Την γνωρίζεις ή δεν την γνωρίζεις. Την έζησες ή δεν την έζησες. Τη δούλεψες μέσα σου ή δεν την δούλεψες. Την πάλεψες συνειδητά ή δεν την πάλεψες. Την μοιράστηκες ή δεν την μοιράστηκες. Δεν γίνεται τώρα, στα καλά καθούμενα, να διηγούμαστε τέτοιες ιστορίες σε ανθρώπους ανύποπτους κι ανυποψίαστους. Η μύηση, σε μιάν ιδέα, σε μιά φιλοσοφική θεώρηση, σ’ έναν τρόπο ζωής, μα και στην αγάπη ακόμα, ακόμα και στον έρωτα και στο θάνατο , είναι υπόθεση πολύ σοβαρή και διεργασία που παίρνει χρόνο. Θέλει το χρόνο της.
Η μύηση χρειάζεται εκπαίδευση, πολύ χρόνο, εμπειρίες, καμιά φορά και ηλικία κατάλληλη ή και κατάλληλη διάθεση .

Αν βγεις στον κόσμο σήμερα, και ξεστομίσεις «χελιδόνια, πετάτε ψηλά!», οι περισσότεροι ασφαλώς δεν θα το ακούσουν. Ή μάλλον, θα το ακούσουν, μα θα είναι ως να μην το άκουσαν... Στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορο, στη χειρότερη ειρωνικό...
Κάποιοι άλλοι, αν το προσέξουν, θα νομίσουν –λογικό είναι να νομίσουν- ότι απευθύνεσαι στα χελιδόνια.
Τα μικρά παιδιά, που σίγουρα θα το ακούσουν, θα πάρουν ξυλομπογιές και θα ζωγραφίσουν το πέταγμα των χελιδονιών.
Οι ποιητές αν το ακούσουν, ίσως το θεωρήσουν ρομαντικό και ποιητικό σχήμα λόγου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις. Την σκληρή προσπάθεια, που η προτροπή εμπεριέχει.

Έτυχε μερικές φορές, στο διάβα της ζωής, όταν αναγνώρισες έναν συγκεκριμένο τρόπο ανθρώπινης λειτουργίας, όταν συνάντησες ανθρώπους να ζορίζουν τον καιρό, τόλμησες να ξεστομίσεις τη φράση αναγνώρισης. «Χελιδόνια, πετάτε ψηλά!»
Υπήρξαν φορές, που η φράση ήταν αναγνωρίσημη. Προκαλούσε συγκίνηση, απορία –πώς κι εσύ την γνωρίζεις!-, καμιά φορά δάκρυα, συνωμοτικό γέλιο, συντροφικό αγκάλιασμα, κουβέντες εμπιστευτικές, αλληλοϋποστήριξη.
Αποτελέσματα μύησης είν’ όλα αυτά.

... Και πώς άραγε, ξεκίνησαν σήμερα ετούτες οι σκέψεις;
Μα, απ’ τις χελιδόνες, που πέρασαν λίγο νωρίτερα απ’ εδώ, ανάμεσα στις τριανταφυλλιές ενός μικρού κήπου, τις ολάνθιστες κατακόκκινες, λευκές, ροζ και πορτοκαλί, και πέταξαν ψηλά...

Με το πρόσωπο πάντα στον ήλιο. Με τη ράχη στη θάλασσα.
.
.
.
.
.
Τρίτη μετά το Πάσχα του 08
.
pele - mele,
σαν παιχνίδι
.
.
Γέμισε τρυφερές ελιές και λεμονοπορτόκαλα ο Σύθας ποταμός.
Θάλασσα άγριες βιολέτες στο Παναχαϊκό
.
.
.

Α Αγκάθι της θάλασσας, eryngium maritimum - αγκάθια παντού – Ακροκόρινθος -
αυλάκι βαθύ, να χωρίζει τον Κορινθιακό απ΄ τον Σαρωνικό κόλπο

Β βραγές βραγές συγυρισμένα αμπέλια,
βραχώδη όρη της Αττικής, άντρο νυμφών, όπου πέταξαν άλλοτε γερανοί
κι αλκυόνες

Γ γαρύφαλλο στ’ αυτί

Δ δάφνες πικρές, όσο το δάκρυ της Παναγίας – δάφνες όλα τα χρώματα, όσα τα χρώματα της αγάπης

Ε Ελισσών ποταμός, κατάσπαρτος – έρωτα ανίκητε

Ζ

Η ήλιε μου

Θ θάμνοι μικροί, πυράκανθοι της φωτιάς και της ξηρασίας φρύγανα

Ι

Κ Κακιά Σκάλα πέρα πέρα, ως τον Μύτικα

Λ

Μ μαργαρίτες ανήμερες κίτρινες, με πέταλα αριθμό μονό

Ν νησιά μικρά σαν τριζόνια, σαν αλκυόνες μικρές, και πέρα η Ύδρα που αγαπάς κι η Αίγινα

Ξ

Ο όρος Αιγάλεω, εικόνες μαγικές – βραχογραφίες, ο ταύρος με τα κέρατα

Π πορτοκαλιές καρπό γεμάτες, μπαξέδες – πέρα η θάλασσα

Ρ ροδιές – ροζ πικρές δάφνες - ράχες

Σ σαλάμ στη νύμφη Σαλαμίνα, την κόρη του Ασωπού, που έχει νονούς τους Φοίνικες
σπάρτα – συκιές – σκίνα μυρωδάτα

Τ τρυφερό είν’ το βράδυ - τρελλό

Υ υπομονετικά

Φ φιλί

Χ

Ψ

Ω
.
.
.
.

Ο. Ελύτης
.
Δώρο ασημένιο ποίημα
.
Ξέρω πως είναι τίποτα όλα αυτά
και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική
που την αποκρυπτογραφείς
μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: