Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2014





Θα πολιορκώ το

"κοίταζε τη δουλειά σου"

με την αγωνία μου !



ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
(ολόκληρο το ποίημα) *
.           Ποίηση: Ρένα Χατζηδάκη – Μαρίνα
1943 – 2003
Μουσική : Μ. Θεοδωράκης

Καθώς το παιδί,
που σημαδεύεται απ' την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου
σαν θα μ ανοίξουνε να βγω από δω

Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού
Σε ισοπεδωμένα τοπία
Στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη
στις σπαταλημένες ματιές
Να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας
Και θα μιλω και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
Που ήταν κάποτε δική μας
Που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
Μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων, των νεκρών εικόνων
Όταν οι νύχτες μας ήσαν απλά επεισόδια της μεγάλης νύχτας
που έφτασε πριν τόσον καιρό
πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα
τις σεληνιακές σου διαλείψεις, τα αστρικά σου πηδήματα
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο
μες την καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μας
και τώρα την εξουσιάζουνε τα τανκς.

Επτάπυλο το χάος, στεγανό,
Πολιορκημένο με το φόβο με τα χίλια πρόσωπα
Οι φωνές των ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμιση
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί
Και πάλι, πάντα πού να ναι τα χέρια σου, η φωνή σου, πού ;
Θ αντέξουν κι απόψε τα τοιχώματα ή θα χυμήξει το σκοτάδι ;

Πώς να μετρήσω; Πώς να μετρήσω; Πώς να μετρήσω ;




Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς, που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
Η απουσία σου, η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου,
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα, ξετρελαμένα στόματα η ασχήμια,
που ενεδρεύει να με καταβροχθίσει
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει, σπαρταράει
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
και γύρω μου παντού, καταμεσίς , κατάστηθα
το χάος στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη, στο μοιρολόι
κι από κει στον άλλο φόνο.


Πώς να τραγουδήσω; Πώς να τραγουδήσω ; Πώς να τραγουδήσω ;
Κι η φωνή μου που αγαπούσες μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια, τα μαλλιά μου που αγαπούσες
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πιά
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ τα σίδερα
η Ρωμιοσύνη προδομένη. Η προδοσία μαχαίρι στην καρδιά
το πληγιασμένο φως μετά τις 10,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία, η απουσία, το τσιγάρο του φρουρού
Και θα μιλώ και θα μιλώ και θα μιλώ μονάχα τούτη τη γλώσσα.

.
"Πώς άλλαξε αυτό το παιδί",
θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας μου να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα, το φόβο,
το βήμα του φρουρού τις νύχτες, τις νύχτες χωρίς εσένα
και θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
και θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
σκορπισμένα σαν τα παιδιά της …………..
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης
γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι

Χωρίς εσένα, πώς;
Χωρίς εσένα, πώς;
Χωρίς εσένα, πώς;



Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυντεθούν,
μέσα σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
δραπέτευσε, θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
"τι είν’ αυτό που ανεβαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουβέρτα"
μόνο εσύ θα ξέρεις πώς, πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγινε η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπο.
Θεέ μου τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.



ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η φωνή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις.

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου ξανθό,
πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει πάλι το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα παντού, "την κατάθεσή μου να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου"
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα ίσως
κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω


III

Ο χρόνος παραμορφώθηκε
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το "κοίταζε τη δουλειά σου" με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς, της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου της καλόγριας
που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως εσύ να `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Μα πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, σ’ όλα τα χιόνια των γκρεμών
θα χω διασχίσει το σκοτάδι που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλι ακέριο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και ηλιόλουστη ζωή.



* μου λείπει από το ποίημα μία λέξη.
μου διαφεύγει...






Δεν υπάρχουν σχόλια: