Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2015




ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ

Αντιναυάρχου

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ
ΤΟΥ 1821

ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ


Πέμπτη 25 Μαρτίου

Με μέτριον αέρα Μαϊστρο εξημερώθημεν απερασμένον τον Κάβο Γρόσο και με την βόλτα μας ανοικτά, είμεθα κατά τον Κόλφον Καλαμάτας και όλος ο στόλος μας (όπου συνίσταται κατά το παρόν εις πλοία οκτώ) μαζή μας, και με τον αυτόν αέρα Μαϊστρο τραβώμεθα εμπρός. Προς τας ώρας 7 τα εγυρίσαμεν κατά την στερεάν και μας εβράδυασεν εις το νησόπουλον Βενέτικον. Σχεδόν μίαν ώραν της νυκτός τα εγυρίσαμεν το πέλαγος και με αυτήν την βόλταν εξημερώθημεν.

Παρασκευή 26 Μαρτίου

Εξημερώθημεν με την βόλτα όλης της απελθούσης νυκτός ανοικτά της στερεάς. Τα του στόλου μας πλοία δεν είδομεν, ειμή έν του Καπ. Λαζάρου Παναγιώτα φυσικά τα εναπολειφθέντα επήραν την βόλτα τους κοντινή κατά το μεσονύκτιον. Προς την μίαν ώραν της ημέρας τα εγυρίσαμεν και ημείς κατά την στερεάν, μαζί μας και ο Καπ. Παναγιώτας. Εις τας ώρας 2 επλησιάσαμεν τα πλοία μας υποκάτω Σαπιέντζες. Προς τας 2 ½ ώρας εξανοίξαμεν τρία ξένα πλοία. Κατ’ αυτήν την ώραν τα εγυρίσαμεν όλα τα πλοία μας κατά τον αιγιαλόν και εις αντάμωσιν των ειρημένων τριών πλοίων , από τα οποία δύω ήτον Ιονικά , και το τρίτον ήτον ένα μπρίκι, Γολέτα Σπετζιώτικη, η οποία διατρίβει εις τα Μεθωκόρονα διά κούρσο (λείαν) . Προς τας 6 ώρας τα εγυρίσαμεν εις την στερεάν και προς τας 10 ½ έγεινε σκότος και εφοβέριζεν βροχήν μεγάλην , πλην εστάθη μικροτάτη , και εις τας 11 ½ εφθάσαμεν εις τον λιμένα Νεοκάστρου , και πολλά πλησίον του αυτού λιμένος επήραμεν την βόλταν μας κατά τον αιγιαλόν, και με αυτήν την βόλταν με μέτριον Μαϊστράλι ετραβήξαμεν ανοικτά όλην την νύκτα.

Σάββατον 27 Μαρτίου

Εξημερώθημεν ανοικτά το πέλαγος, και πολλά πρωί τα εγυρίσαμεν κατά την στερεάν με μέτριον αεράκι πλην χωρίς στάσιν, ότι συχνά εμεταβάλλετο, τα δε πλοία μας ολίγον διηρημένα το έν υπέρ του άλλου. Και προς τας ώρας 8 ανταμώθημεν, και όντας μπροστά από ημάς εβυζιτάρισεν μίαν Ζακυνθίαν μπρατζέρα, και ημείς πλησιάζοντάς τους τους ερωτήσαμεν το τι έμαθον , και μας εδιηγήθησαν, το να τους είπον από την μπρατζέραν, ότι το Μεσολόγγι σώζεται, όμως διά πολλά ολίγων ημερών ζωοτροφίαν, και ότι το Ανατολικόν δεν εξουσιάσθη από Ασάλτο (έφοδον), αλλά οι Ρουμελιώται και Σουλιώται, όπου το εφύλαττον, φαίνεται να εσφίχθησαν από το πολιόρκισμα του εχθρού, και ούτω έφυγον από εκεί και εμβήκαν εις Μεσολόγγι.
Ο δε Προεστώς, Μέγα Πάνος λεγόμενος, έμεινε μέσα και επροσκύνησε με τους ευρεθέντας. Ο Ιμπραϊμ Πασάς εσύναξεν όλους μικρούς τε και μεγάλους, ταις γυναίκες, και τους έστειλεν εις την Πρέβεζαν, και ούτω το εκυρίευσεν. Εις δε το Βασειλάδι έχει φρουράν έως ανθρώπους τετρακοσίους.
Το Μεσολόγγι πολεμείται με δραστηριότητα ακαταπαύστως, και έως αυτήν την στιγμήν οι Άραβες και άλλοι Τούρκοι είχον κάμη εις τοίχον Μεσολογγίου έως δέκα-οκτώ γιουρούσια. Εις αυτά εσκοτώθησαν πολλότατοι Άραβες και από τους άλλους Τούρκους , από δε τους εδικούς μας εσκοτώθησαν επέκεινα των τριάκοντα.
Ο αέρας γαλήνη και χωρίς στάσιν, και ούτω επεριφέρθημεν όλην την νύκτα.

Κυριακή 28 Μαρτίου

Με γαλήνη πάντοτε εξημερώθημεν εις το κανάλι Ζακύνθου και στερεάς, τα πλοία μας σχεδόν κοντά ένα του άλλου, και με γαλήνη περιφερόμεθα. Προς τας ώρας 9 απερνούσεν από το μέσον του στόλου μας έν Ιονικόν μπρίκι του Καπ. Σπύρου Σπαθάτου, προερχόμενον από Ιθάκην, και εδιευθύνετο (ως είπεν) διά Μάνη και Σύρα, και αγκαλά το εβιζιτάρισαν τα εμπροσθινά εδικά μας πλοία, μ’ όλον τούτο επλησίασεν και εις ημάς. Τον ερωτήσαμεν διά καμμίαν εξωτερικήν είδησιν, και μας είπεν ότι το ατμοκίνητον Πακέτο των Κορφών δεν ήτον ακόμη φερμένον, όπου με αυτό επρόσμενον να μάθουν. Με φωνήν όμως άδεται ο πόλεμος Ρωσσίας με Τουρκίαν. Διά δε το Μεσολόγγιον βαστιέται, πάσχει όμως από ζωοτροφάς. Και εάν μεν εφοδιασθή, βέβαια δεν έχει φόβον, και ότι πολεμούν ακατάπαυστα, και ότι Τούρκοι εσκοτώθησαν πολλοί. Μέσα εις την λίμνην, είπεν να ήναι έως 170 λαντζόνια Τούρκικα , και ότι είναι από παντού πολιορκισμένον το Μεσολόγγι . Το Βασειλάδι το εξουσιάζουν οι Τούρκοι καθώς και το Ανατολικόν, εις το οποίον (αυτός λέγει) ότι ο Ιμπραϊμ Πασάς να εθυσίασεν πολλούς Χριστιανούς. Ο Γενικός επιθεωρητής και προεστώς Τάτζι Κωνσταντίνου Μαγκίνα και άλλοι προεστοί επιάσθησαν ζωντανοί (αιχμάλωτοι).
Η γαλήνη μας εβράδιασεν σοταβέντο Ζακύνθου και όλην την νύκτα με την αυτήν γαλήνην επεριφερόμεθα.   



ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ

ΚΟΥΣΟΥΛΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

ΠΑΡΑ ΤΩ ΝΑΩ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ

-

1890



ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ
ΑΘΗΝΑ MCMXCIV











                Ἀνδρέας Κάλβος - Ὠδαί


Περιεχόμενα


Τετάρτη, Μαρτίου 04, 2015



Βατραχο Μυο Μαχία 
 (στο θέατρο Μεταξουργείο)
το έργο - επικό ποίημα - χρονολογείται από τον 4ο αι. π.Χ


Εκφράζω εδωδά την άποψή μου  για την παράσταση που είδα, ως ένας απλός θεατής,  που όμως, αφ’ ενός αγαπάει την θεατρική τέχνη, αφ’ ετέρου αγαπάει τα κλασικά κείμενα και πιστεύει ακράδαντα ότι θα έπρεπε με πολύ περισσότερη σπουδή η πολιτεία να τα διδάσκει στον κόσμο – ειδικά στους νέους…

Μακάρι, τα κλασικά κείμενα, είτε όσα φέρουν μηνύματα, είτε όσα απλά ψυχ αγωγούν, μακάρι η επίσημη Ελληνική πολιτεία να έμπαινε κάποτε στον κόπο να τους δώσει τη σημασία που τους πρέπει, εντάσσοντάς τα με τρόπο ΣΩΣΤΟ (όχι άλλη μηχανική αποστήθιση !) μέσα στην εκπαίδευση…
Θα ήταν αυτό κι ένα αληθινό δείγμα, ότι η πολιτεία, δίνει και στην παιδεία των νέων μας τη σημασία που της πρέπει…




Με ευχαρίστησε όταν πέρυσι είδα στο θέατρο την κυρία Κοκκίνου να «διδάσκει» τον Πελοποννησιακό πόλεμο με έναν τρόπο   θα τολμούσα να πω, και με μιά πρωτοποριακή τεχνική, που ένα θέμα δύσκολο, το καθιστούσε κατανοητό και θελκτικό σε νέους και σε μεγάλους.

Με ευχαρίστησε προχτές όταν είδα στο θέατρο την κυρία Στρουμπούλη να «διδάσκει» (δεν γνωρίζω αν η διδασκαλία ήταν ο αρχικός στόχος της…) ένα επικό ποίημα, τον πόλεμο ανάμεσα σε ποντικούς και βατράχους, που, για παράδειγμα, ελάχιστους νέους θα ενδιέφερε αντικειμενικά σήμερα ως θέμα, στην κανονική τους ζωή, να το διδάσκει με τρόπο τέτοιο, ώστε να το κάνει τόσο ελκυστικό, χαρούμενο κι αγαπητό! 

Η χαρά των ματιών, της ακοής και του πνεύματος !

Η δημιουργός, η οποία μετέφρασε * το κείμενο του Πίγρητα (?) , το μετέγραψε, το σκηνοθέτησε και το παρουσιάζει επί σκηνής, είχε μια σύλληψη, πρώτα απ’ όλα «φρέσκια»!
Διότι πρόκειται για φρεσκάδα πνεύματος και αντίληψης, το να διαχειριστείς ένα κλασικό κείμενο του 4ου π.Χ. αι., την φονική μάχη στις παρυφές μιάς λίμνης, ανάμεσα στους ποντικούς και τους βατράχους, με τρόπο ΡΑΠ!
Και για όσους η ραπ μουσική δεν τους αφορά – όπως την γράφουσα – λέω πως δεν ήταν κανα ραπ βάρβαρο, ανιαρό και άγριο, μα κομψό και χαριτωμένο , τόσο που έγινε πειστικό, ως και να συμπαθήσεις , λέμε, την ραπ...

Ακούσαμε φυσικά εναλλάξ και διάφορες άλλες μουσικές – ένα από τα ατού της παράστασης -, μπαγλαμά, πιάνο, βιολί, πολεμικά κουδουνάκια, τύμπανα του πολέμου, πνευστά και δυνατά μαρς, όσο επί σκηνής γινόταν η θαυμαστή αφήγηση κι οι εχθροπραξίες εξελίσσονταν ανάμεσα στον λαό του βατράχου Φυσίγναθου με τα φουσκωμένα μάγουλα, που εγεννήθηκε στις όχθες του Ηριδανού ποταμού και στον λαό του ποντικού Ψιχάρπαγα , που άρπαζε απ’ τα τραπέζια τα ψίχουλα.

Έκτακτο !
Πρόκειται για μιά παράσταση έκτακτη, ένα χαρούμενο ακόνισμα πνεύματος και ψυχ αγωγία για ενήλικες.


Το έργο απαρτίζεται από τα παρακάτω μέρη :

Επίκληση στις Μούσες

Αφορμή του πολέμου

Πολεμικά συμβούλια και Εξοπλισμοί αντιπάλων

Συνέλευση των θεών

Η φονική μάχη

Επέμβαση του Δία και τέλος της πολύνεκρης μάχης.




Η γλώσσα της μετάφρασης είναι πλούσια και πολυδουλεμένη, κι ελπίζω σαν εκδοθεί και το βιβλίο, να μπορέσω εδώ να μεταφέρω μικρά κομμάτια, δείγματα αυτής της εξαιρετικής δουλειάς…







* άλλες μεταφράσεις του κειμένου, βρήκα 2
Μτφρ. Νικόλαος Κοτσελίδης. 1978. Βατραχομυομαχία. Εισαγωγή - μετάφραση - σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
Μτφρ. Ιωάννης Βηλαράς. 1927. Ιωάννου Βηλαρά Ποιήματα και Πεζά τινα, εκδοθέντα παρά Αθανασίου Πολίτου. Κέρκυρα: Τυπογραφία της Διοικήσεως.




Όλες τις Κυριακές, μεσημέρι, μέχρι το τέλος Μαρτίου 2015, 
στο θέατρο Μεταξουργείο.










Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2015


ΒΑΤΡΑΧΟ ΜΥΟ ΜΑΧΙΑ


  Ένας ραπ πόλεμος !








Από 8 Φεβρουαρίου και όλες τις Κυριακές μέχρι τέλος Μαρτίου 2015, 
στις 13.00, 
στο θέατρο ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ, η Αγνή Στρουμπούλη αποδύεται σ’ έναν φοβερό πόλεμο!
Πρόκειται για ένα επικό ποίημα, που παρωδεί την Ιλιάδα.
Η φονική μάχη διεξάγεται ανάμεσα σε Βάτραχους και Ποντικούς, στις παρυφές μιας λίμνης!
Το πρωτότυπο αποδίδεται στον Όμηρο ή με μεγαλύτερη ασφάλεια, στον Πίγρητα,
4ος  αιώνας π.Χ.
Η μεταγραφή στη νεοελληνική μένει πιστή στο πρωτότυπο, αλλά  χρησιμοποιεί μια ρέουσα, σπαρταριστή γλώσσα, που βοηθάει ν’ αναδύονται ολοζώντανες όλες οι εικόνες.
Ο λόγος συνοδεύεται από μουσική διαφορετικών Συνθετών, προσδίδοντας έτσι έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα σε κάθε σκηνή.

Η Παράσταση απευθύνεται σε εφήβους και ενήλικες.
Διάρκεια: 50 λεπτά
Γενική είσοδος : 6 ευρώ

Θέατρο ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ
Ακαδήμου 14
Τηλέφωνο: 210 5234382







Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2014


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
ΚΑΙ ΚΑΛΑ !



















Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2014

Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2014





Θα πολιορκώ το

"κοίταζε τη δουλειά σου"

με την αγωνία μου !



ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
(ολόκληρο το ποίημα) *
.           Ποίηση: Ρένα Χατζηδάκη – Μαρίνα
1943 – 2003
Μουσική : Μ. Θεοδωράκης

Καθώς το παιδί,
που σημαδεύεται απ' την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου
σαν θα μ ανοίξουνε να βγω από δω

Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού
Σε ισοπεδωμένα τοπία
Στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη
στις σπαταλημένες ματιές
Να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας
Και θα μιλω και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
Που ήταν κάποτε δική μας
Που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
Μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων, των νεκρών εικόνων
Όταν οι νύχτες μας ήσαν απλά επεισόδια της μεγάλης νύχτας
που έφτασε πριν τόσον καιρό
πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα
τις σεληνιακές σου διαλείψεις, τα αστρικά σου πηδήματα
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο
μες την καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μας
και τώρα την εξουσιάζουνε τα τανκς.

Επτάπυλο το χάος, στεγανό,
Πολιορκημένο με το φόβο με τα χίλια πρόσωπα
Οι φωνές των ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμιση
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί
Και πάλι, πάντα πού να ναι τα χέρια σου, η φωνή σου, πού ;
Θ αντέξουν κι απόψε τα τοιχώματα ή θα χυμήξει το σκοτάδι ;

Πώς να μετρήσω; Πώς να μετρήσω; Πώς να μετρήσω ;




Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς, που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
Η απουσία σου, η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου,
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα, ξετρελαμένα στόματα η ασχήμια,
που ενεδρεύει να με καταβροχθίσει
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει, σπαρταράει
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
και γύρω μου παντού, καταμεσίς , κατάστηθα
το χάος στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη, στο μοιρολόι
κι από κει στον άλλο φόνο.


Πώς να τραγουδήσω; Πώς να τραγουδήσω ; Πώς να τραγουδήσω ;
Κι η φωνή μου που αγαπούσες μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια, τα μαλλιά μου που αγαπούσες
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πιά
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ τα σίδερα
η Ρωμιοσύνη προδομένη. Η προδοσία μαχαίρι στην καρδιά
το πληγιασμένο φως μετά τις 10,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία, η απουσία, το τσιγάρο του φρουρού
Και θα μιλώ και θα μιλώ και θα μιλώ μονάχα τούτη τη γλώσσα.

.
"Πώς άλλαξε αυτό το παιδί",
θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας μου να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα, το φόβο,
το βήμα του φρουρού τις νύχτες, τις νύχτες χωρίς εσένα
και θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
και θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
σκορπισμένα σαν τα παιδιά της …………..
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης
γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι

Χωρίς εσένα, πώς;
Χωρίς εσένα, πώς;
Χωρίς εσένα, πώς;



Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυντεθούν,
μέσα σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
δραπέτευσε, θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
"τι είν’ αυτό που ανεβαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουβέρτα"
μόνο εσύ θα ξέρεις πώς, πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγινε η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπο.
Θεέ μου τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.



ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η φωνή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις.

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου ξανθό,
πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει πάλι το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα παντού, "την κατάθεσή μου να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου"
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα ίσως
κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω


III

Ο χρόνος παραμορφώθηκε
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το "κοίταζε τη δουλειά σου" με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς, της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου της καλόγριας
που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως εσύ να `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Μα πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, σ’ όλα τα χιόνια των γκρεμών
θα χω διασχίσει το σκοτάδι που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλι ακέριο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και ηλιόλουστη ζωή.



* μου λείπει από το ποίημα μία λέξη.
μου διαφεύγει...






Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2014


II.

Παραμύθι ν’ αρχινήσει !

 

Άρθρο της


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  09/11/2014 05:45
 
Σήμερα «Το Βήμα», στο πλαίσιο της σειράς «Μια φορά κι έναν καιρό», προσφέρει στους αναγνώστες του τη δεύτερη σειρά ενός έργου αναφοράς και υψηλής αναγνωστικής αξίας, των «Ελληνικών παραμυθιών», σε εκλογή του Γ. Α. Μέγα
Παραμύθι ν’ αρχινήσει


Ο Γεώργιος Α. Μέγας, ο συστηματικότερος μάλλον μελετητής του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού έως σήμερα, έχει πλήθος σχετικές εργασίες στο ενεργητικό του. Οδηγό του είχε την ιστορικογεωγραφική μέθοδο (της φινλανδικής σχολής) που εξετάζει, διεθνώς και διαχρονικά, τη διάδοση των διάφορων παραμυθιακών τύπων, τονίζοντας ιδιαίτερα τη διαχρονική διάσταση των παραμυθιών. Σύμφωνα με τη σχολή αυτή, κάθε λαός παραλαμβάνει την ύλη για τα παραμύθια του από μια διεθνή πηγή και τα μεταβάλλει με τρόπο που να τα καθιστά δικά του. Οπως ο ίδιος σημειώνει, το παραμύθι, αν και δεν υπόκειται στους όρους της πραγματικής ζωής, προσαρμόζεται ωστόσο στα ήθη και τα έθιμα, στους μύθους και τις δοξασίες ενός λαού, με αποτέλεσμα να γίνεται κομμάτι της ζωής του, να αποκτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

Το κάθε παραμύθι - λέξη που προέρχεται από το ρήμα «παραμυθούμαι», που σημαίνει «δίνω θάρρος», «προτρέπω», «παρηγορώ», «συμβουλεύω», «ανακουφίζω» - αρχικά προοριζόταν για τη διασκέδαση των μεγάλων. Μόνον αργότερα οι αφηγήσεις της παραδοσιακής κοινωνίας έγιναν διηγήσεις για τα παιδιά, κρατώντας ουσιαστικά το ίδιο περιεχόμενο. Ο Μέγας στους δύο τόμους υπό τον τίτλο «Ελληνικά παραμύθια» που εξέδωσε από τις εκδόσεις Εστία (το 1927 και το 1962) επέλεξε πλήρη και άρτια παραμύθια για τα παιδιά, τα οποία να είναι κατάλληλα για παιδαγωγικούς σκοπούς και, παράλληλα, να προσφέρουν χαρά και απόλαυση. Στον τόμο του 1962, τον οποίο προσφέρει σήμερα στους αναγνώστες του «Το Βήμα», ο επιφανής λαογράφος ανθολογεί παραμύθια που απευθύνονται σε παιδιά λίγο μεγαλύτερα σε σύγκριση με την έκδοση του 1927. Επιλέγονται 47 παραμύθια, αριθμός που αποδεικνύει πόσο προσεκτική ήταν η εκλογή του Μέγα, ο οποίος το διάστημα 1957-1963 - σύμφωνα με μαρτυρία του Μιχάλη Μερακλή, στο βιβλίο του «Το λαϊκό παραμύθι» - είχε συγκεντρώσει τον εντυπωσιακό αριθμό των 4.000 παραμυθιών!

Ο θρίαμβος της ηθικής ομορφιάς

Η παιδαγωγική αξία του παραμυθιού έχει υμνηθεί ήδη από τον 19ο αιώνα, με την πεποίθηση ότι ο υπό διαμόρφωση χαρακτήρας του παιδιού και η κοινωνική του αγωγή επηρεάζονται θετικά από το παραμύθι, καθώς του μαθαίνει να ταυτίζεται με το καλό και να εκτιμά την αξία της φιλίας και της εργασίας, ενώ επίσης καλλιεργεί τη γενναιότητα και το θάρρος. Και χάρη στο λυτρωτικό ευτυχισμένο τέλος τα παιδιά κερδίζουν την υπόσχεση ότι, παρά τις δυσκολίες, μπορεί εν τέλει να κατακτήσει την ευτυχία όποιος μάχεται για αυτήν, αφού κάθε είδους ασχήμια παραμερίζεται και θριαμβεύει η ηθική ομορφιά. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο διεξάγεται μια συζήτηση για το κατά πόσον είναι όντως παιδαγωγικά ωφέλιμα τα παραμύθια, δεδομένου ότι πρόκειται για αφηγήσεις που ενίοτε έχουν άγριες σκηνές, και στις οποίες κυριαρχεί το άλογο στοιχείο, το παράλογο, το θαύμα και το υπερφυσικό, τα οποία ενδέχεται, λένε οι υπερασπιστές αυτής της άποψης, να εμποδίσουν την αντίληψη της πραγματικότητας.

Ωστόσο, σύμφωνα με παιδαγωγούς, τα παραμύθια στην αρχική τους μορφή βοηθούν τα παιδιά να ζήσουν τις συγκρούσεις μαζί με τους παραμυθιακούς ήρωες και έτσι να κατανικήσουν τις χαοτικές εντάσεις του υποσυνειδήτου τους. Επίσης, βάσει της ψυχαναλυτικής μεθόδου προσέγγισης του παραμυθιακού λόγου, με ηγετικές μορφές τον Ζίγκμουντ Φρόιντ και τον Καρλ Γιουνγκ, τα παιδιά ταυτίζονται με τους ήρωες του παραμυθιού που αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις μάγισσες, τους δράκους, τα άγρια ζώα και κάθε λογής πρόβλημα, και έτσι υπερνικούν κι εκείνα τους φόβους και τις αγωνίες τους.

Από το ρεαλιστικό στο υπερφυσικό

Ο Γεώργιος Μέγας χωρίζει τα παραμύθια του σε τρεις κατηγορίες: σε μύθους ζώων, παραμύθια και ευτράπελες διηγήσεις. Μύθοι ζώων ονομάζονται τα παραμύθια στα οποία πρωταγωνιστούν ζώα, μάλλον από την επιρροή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, και κυρίως βέβαια των περίφημων Μύθων του Αισώπου.

Οι ευτράπελες διηγήσεις είναι παραμύθια τα οποία παρουσιάζουν σκωπτικά τις πράξεις ή τα παθήματα των δρώντων προσώπων. Πρόκειται για άλλοτε σύντομες και άλλοτε εκτενείς διηγήσεις, με κοινό στοιχείο τους τον διδακτικό χαρακτήρα. Εξαιρετικά αγαπητές στις παραδοσιακές κοινωνίες, όπου προσέφεραν διαφυγή από τον σκληρό βίο της δύσκολης καθημερινότητας, επιβιώνουν μέχρι σήμερα ικανοποιώντας την ανθρώπινη ανάγκη για χιούμορ.

Τα παραμύθια είναι, κατά κανόνα, φανταστικές αφηγήσεις όπου οι ήρωες ζουν σε έναν κόσμο ταυτόχρονα ρεαλιστικό και υπερφυσικό, το μαγικό στοιχείο είναι ενταγμένο στην καθημερινότητά τους. Αντιμετωπίζουν κακόβουλους συγγενείς, θεριά, δράκους και άγρια ζώα, υποβάλλονται σε δοκιμασίες, αλλά στο τέλος κυριαρχούν οι καλές δυνάμεις.

Η πάλη του Καλού με το Κακό

Χαρακτηριστικό και των τριών παραπάνω κατηγοριών είναι ότι έχουμε μια αρχική κατάσταση όπου μνημονεύονται τα κύρια πρόσωπα (π.χ., «Μια φορά ο λύκος κάμανε κολλιγιά με την αλεπού για να σπείρουνε μαζί») και ακολουθεί η αφετηρία της δράσης είτε ως ανάγκη του πρωταγωνιστή να αποκαταστήσει την ισορροπία σε κάτι που έχει διαταραχθεί, είτε να αναζητήσει την ευτυχία σε άλλον τόπο. Ταυτόχρονα, σε όλα υπάρχει οξεία αντίστιξη (με τη μορφή αντιθετικών ζευγών) του καλού με τον κακό, του αδύναμου με τον ισχυρό, των αγαθών με τους κακόβουλους χαρακτήρες. Σταθερά, δικαιώνονται οι πρώτοι και τιμωρούνται οι δεύτεροι. Επίσης, τα παραμύθια είναι άχρονες αφηγήσεις, αφού διαδραματίζονται σε χρόνο απροσδιόριστο («μια φορά κι έναν καιρό»), ενώ ο χώρος είναι επίσης ασαφής και δεν προσδιορίζεται.

Αλήθειες που αντέχουν στον χρόνο

Εχοντας στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο, τα λαϊκά παραμύθια προβάλλουν γενικές και καθολικές αλήθειες με διαχρονική αξία, οι οποίες προσλαμβάνονται εύκολα από όλους τους ανθρώπους κάθε ηλικίας και κάθε εποχής. Ο αναγνώστης διαβάζοντας τη συλλογή παραμυθιών του Μέγα θα διαπιστώσει ότι το λαϊκό παραμύθι δεν είναι είδος μουσειακό αλλά μπορεί να μιλήσει και στον σύγχρονο άνθρωπο. Να γίνει παράθυρο στη φαντασία του, να προσφέρει παραμυθία, να απαντήσει στις αντιφάσεις και του δικού του βίου, και έτσι να δώσει και στα παιδιά του την ευκαιρία να υπερβούν τον ασφυκτικό ρυθμό και τον στείρο ρεαλισμό της σύγχρονης κοινωνίας - αρκεί να αφεθεί στον φανταστικό και ονειρικό αυτόν κόσμο, όπου όλα είναι πιθανά:

Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινήσει.

Η κυρία Ελένη Κεχαγιόγλου είναι φιλόλογος-επιμελήτρια εκδόσεων και έχει επιμεληθεί τη σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό» του «Βήματος».
 

Κυριακή, Νοεμβρίου 09, 2014

 I.
Άρθρο της


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  02/11/2014 05:45

Tα λαϊκά παραμύθια και η εθνική αφύπνιση

Σήμερα «Το Βήμα», στο πλαίσιο της σειράς «Μια φορά κι έναν καιρό», προσφέρει στους αναγνώστες του ένα έργο αναφοράς και υψηλής αναγνωστικής απόλαυσης και αξίας, τα «Ελληνικά παραμύθια», σε εκλογή του Γ. Α. Μέγα
Tα λαϊκά παραμύθια και η εθνική αφύπνιση


«Τα "Παραμύθια" εξεδόθησαν για τα παιδιά. Μα αν ξεφυλλίσουν το βιβλίο αυτό κι' οι μεγάλοι, μόνον ωφέλεια θα ιδούν [...], θα γίνουν καλλίτεροι» γράφει ο Φώτος Πολίτης στο «Ελεύθερον Βήμα» στις 2.12.1927 παρουσιάζοντας την πρόσφατη πρώτη έκδοση των «Ελληνικών Παραμυθιών» του Γεωργίου Α. Μέγα. Στο ίδιο σημείωμα εκφράζει τη βαθιά του πίστη στη δύναμη της νεοελληνικής παράδοσης, η οποία μπορεί να αναβαπτίσει την ελληνική κοινωνία, να τη βελτιώσει ηθικά και πνευματικά, δεδομένου ότι «θα σε βοηθήσει να γνωριστής ακόμη και με τον εαυτό σου», άρα είναι εργαλείο αυτογνωσίας. Το δε παραμύθι που «ζη πάντα στο στόμα του λαού», λέει η σημαντική αυτή μορφή του ελληνικού Μεσοπολέμου, μπορεί να οδηγήσει «σε δρόμους χαράς και λυτρωμού» από την τυραννία της καθαρεύουσας.

Ο δευτερότοκος γιος του Νικολάου Γ. Πολίτη - του εισηγητή του όρου «λαογραφία» στην Ελλάδα το 1884, του ιδρυτή και θεμελιωτή της ως αυτόνομης επιστήμης - εμφανίζεται έτσι πιστός στο πνεύμα του πατρός του, του οποίου πεποίθηση αποτελούσε η ανάγκη αναψηλάφισης της εθνικής ταυτότητας προκειμένου η χώρα να αρθεί στο επίπεδο των ευρωπαϊκών κρατών και πάγιο αίτημά του ήταν η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Ο Ν. Γ. Πολίτης υπήρξε τέκνο του οξυμμένου λαογραφικού ενδιαφέροντος που δημιουργήθηκε μετά τη δημοσίευση του ιστορικού έργου του Αυστριακού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράγερ τη δεκαετία του 1830. O περιηγητής που έκτοτε θεωρήθηκε η προσωποποίηση του μισελληνισμού διακήρυσσε πως το ελληνικό έθνος είχε εξαφανιστεί διά της σλαβικής και αλβανικής διείσδυσης στον ελλαδικό χώρο κατά τον Μεσαίωνα. Προκειμένου να αντικρουστεί η άποψη αυτή, που εν πολλοίς ακύρωνε την εθνική υπόσταση του νεοσύστατου τότε κράτους, αναπτύχθηκε έντονο ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό, όπως συνέβη σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς την εποχή της εθνικής τους αφύπνισης, και άρχισε η συλλογή δημώδους υλικού (παροιμίες, τραγούδια, ήθη και έθιμα, μύθοι κ.τ.λ.), που εθεωρείτο ότι εξέφραζε το πνεύμα του έθνους, «ίνα χρησιμεύση προς απόδειξιν ότι οι νυν κατοικούντες την Ελλάδα εισίν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», σύμφωνα με άρθρο στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα» το 1852.

Νεκροί για τη γλώσσα

Το νήμα αυτό, που ξεκινά τον 19ο αιώνα, στις αρχές του 20ού πιάνει ο μαθητής του Ν. Γ. Πολίτη, ο λαογράφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Γεώργιος Α. Μέγας, που ανδρώνεται την εποχή του Εθνικού Διχασμού, όπου πλέον το γλωσσικό ζήτημα έχει λάβει εθνική διάσταση με ακραιφνώς ιδεολογικό περιεχόμενο. Το 1927, οπότε εκδίδονται για πρώτη φορά τα «Ελληνικά παραμύθια», ύστερα από το διάλειμμα της βενιζελικής μεταρρύθμισης (1917-1919), επισήμως έχει επικρατήσει το πνεύμα του καθηγητή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Μιστριώτη, ο οποίος όχι απλώς υπερασπιζόταν με πάθος την καθαρεύουσα ως αντιστάθμισμα στον «μαλλιαρισμό» αλλά και πρωτοστάτησε στα αιματηρά επεισόδια όπου υπήρξαν νεκροί για τη γλώσσα (θλιβερό ελληνικό προνόμιο αυτό): στα «Ευαγγελικά» του 1901 και στα «Ορεστειακά» του 1903. Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1925, η Εκκλησία - σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο, την Αρχαιολογική Εταιρεία και με εκπροσώπους εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα, στην Ενωση Αθηναϊκών Περιοδικών και αλλού - έχει οργανώσει «Εθνικόν Συνέδριον προς καταπολέμησιν των εχθρών και των διαφθορέων της θρησκείας, της γλώσσης, της οικογενείας, της ιδιοκτησίας, της ηθικής, της εθνικής συνειδήσεως, της πατρίδος», όπου οι έννοιες συγχέονται σκοπίμως και οι υπερασπιστές της δημοτικής γλώσσας καταδικάζονται ως εκφραστές αντεθνικής συμπεριφοράς.

Κάλλιστον κληροδότημα

Η γλώσσα στην οποία ο λαογράφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Μέγας μεταγράφει τα λαϊκά παραμύθια τα οποία συγκέντρωσε, «όπου ήτο ιδιωματική, προσηρμόσθη εις τον κοινόν τύπον», σύμφωνα με τις Σημειώσεις του - που επέχουν θέση Επιμέτρου και έχουν συνταχθεί σε ήπια καθαρεύουσα γλώσσα -, στη δεύτερη έκδοση του έργου το 1956, στην οποία προστίθενται 14 επιπλέον παραμύθια. Φροντίζει, λοιπόν, υιοθετώντας μια ρέουσα δημοτική γλώσσα, τα κείμενα «να διατηρούν όλην την χάριν αφελούς λαϊκής διηγήσεως», αλλά -διαφοροποιούμενος από τον δάσκαλό του Ν. Γ. Πολίτη - δεν κρατά τα τοπικά ιδιώματα.

Για να δηλώσει την εκ μέρους του πρόθεση, πάντως, ο Μέγας επικαλείται πρώτα μια φράση του δασκάλου του, σύμφωνα με την οποία τα εκλεκτά μνημεία της δημώδους λογοτεχνίας «συντελούν εις την συντήρησιν των καλλίστων κληροδοτημάτων της πατρίου κληρονομιάς» και αποκαλύπτουν στον λαό τους θησαυρούς του. Ακολούθως, καταθέτει ότι τα παραμύθια που επιλέγει φροντίζει «να έχουν αρετάς αφηγηματικάς και συγχρόνως να προσαρμόζωνται εις την σύνθεσιν και την φράσιν και προς παιδαγωγικούς σκοπούς», άρα, χαρίζοντας στα παιδιά χαρά και απόλαυση, να γίνονται αποτελεσματικό εκπαιδευτικό εργαλείο.

Ετσι, ο Μέγας, ο οποίος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση και συνέταξε αρκετά αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο, εκφράζει την πεποίθηση ότι τα παραμύθια αποτελούν επωφελή αναγνώσματα για τα παιδιά και παίρνει την εξέχουσα θέση που του αναλογεί στη διάσωση και στην καταγραφή των ελληνικών παραμυθιών. Η σχετική προσπάθεια είχε ξεκινήσει τον 19ο αιώνα με την έκδοση δύο συλλογών ελληνικών λαϊκών παραμυθιών, με την επιμέλεια του αυστριακού διπλωμάτη Johann Georg von Hann η πρώτη (Λειψία, 1864) και του δανού φιλολόγου Jean Pio η δεύτερη (Κοπεγχάγη, 1879). Ο Μέγας ήταν ο πρώτος που παρουσίασε λαϊκές αφηγήσεις ταξινομημένες όχι με άξονα τοπικό ή γεωγραφικό, χρονολογικό ή θεματικό, αλλά σύμφωνα με το διεθνές σύστημα Aarne-Τhompson. Για να διευκολύνει μάλιστα τον μελλοντικό ερευνητή, στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζει τον τύπο στον οποίο ανήκει κάθε παραμύθι (μύθος ζώων, παραμύθι ή ευτράπελη διήγηση), την προέλευσή του και τις παραλλαγές του.

Στα παραμύθια καθαυτά θα αναφερθούμε την επόμενη εβδομάδα στο σημείωμά μας με την ευκαιρία της έκδοσης του δεύτερου τόμου των «Ελληνικών παραμυθιών» (1962) από «Το Βήμα».


Το διενθές σύστημα ταξινόμησης

Ως είδος του λαϊκού πολιτισμού, τα προφορικά παραμύθια εμφανίζονται, σε παραλλαγές, σε περισσότερους από έναν τόπους και σε διαφορετικές εποχές. Γύρω στο 1910, και με την αντίληψη της παγκοσμιότητας του παραμυθιού εγκαθιδρυμένη, θεωρήθηκε σημαντικό να μελετηθεί διεθνώς το πού και το πότε διαδόθηκε ένα παραμύθι προκειμένου να μελετηθεί, ιστορικά και συγκριτικά, το είδος αυτό που συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, τη λογοτεχνία των λαών. Ετσι δημιουργήθηκε το διεθνές σύστημα ταξινόμησης Aarne και Thompson, που πήρε το όνομά του από τους εμπνευστές του, όπως το εισηγήθηκαν στο έργο The Types of the Folktale. Βάσει του συστήματος αυτού συντάχθηκαν οι εθνικοί κατάλογοι των παραμυθιών σε κάθε χώρα. Στην Ελλάδα το σημαντικό αυτό έργο ανέλαβε ο Γεώργιος Μέγας, ο οποίος συγκέντρωνε τις δημοσιευμένες και αδημοσίευτες παραμυθιακές παραλλαγές και έτσι στην αναθεωρημένη έκδοση του διεθνούς καταλόγου το 1961 εκπροσωπείται και το ελληνικό παραμύθι.

Εικόνες και εικονογράφοι

Οι εικόνες που κοσμούσαν την έκδοση του 1927 έφεραν την υπογραφή του ήδη καταξιωμένου, στα 32 του χρόνια, ζωγράφου και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου. Στην κριτική του ο Φώτος Πολίτης ήταν εκθειαστικός: «Ενας ρυθμός ελληνικός στη σύλληψη και στη σύνθεση της κάθε εικόνας, βγαλμένης ολόισια μέσα από την περίφημη βυζαντινή παράδοση, κυριαρχεί σ' ολόκληρο το ζωγραφικόν όραμα». Ο πολυβραβευμένος Κόντογλου, ηγετική φυσιογνωμία της Γενιάς του 1930, στο πλαίσιο του αιτήματος της ελληνικότητας εκ μέρους της γενιάς του, αναζήτησε ένα εικαστικό ιδίωμα που είχε τις ρίζες του στην αγιογραφία και στη λαϊκή παράδοση. Ανάμεσα στους μαθητές του, στους οποίους συγκαταλέγονται ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος, ήταν και ο γεννημένος το 1929 Ράλλης Κοψίδης, ο οποίος μαθήτευσε κοντά του από το 1953 έως το 1959. Ο Κοψίδης, το έργο του οποίου επίσης συνομιλεί με τη λαϊκή παράδοση και το πνεύμα της Ορθοδοξίας, ανέλαβε την εικονογράφηση των 14 επιπλέον παραμυθιών που προσέθεσε ο Μέγας στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου το 1956.

Η κυρία Ελένη Κεχαγιόγλου είναι φιλόλογος - επιμελήτρια εκδόσεων και έχει επιμεληθεί τη σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό» που προσφέρει «Το Βήμα».



 εξαίρετο το άρθρο !
εξαίρετο το εγχείρημα -τότε και τώρα -
κι εξαίρετη η προσφορά όλων τους !

(ακολουθεί)






Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2014


Αποσπάσματα από το "Άξιον εστί" (1959)  
του Οδυσσέα Ελύτη


.           «Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω από τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι. Φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα μας και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χει συνήθειό του στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
            Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους – ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση.»






"Η Μεγάλη Έξοδος"

Τις ημερες εκεινες εκαναν συναξη μυστικη τα παιδια και λαβανε την αποφαση,
επειδη τα κακα μαντατα πληθαιναν στην πρωτευουσα, να βγουν εξω σε πλατειες 
με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : μια παλαμη τοπο κατω απο τ' ανοιχτο
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.

Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια, 
οι νεοι με τα πρησμενα ποδια που τους ελεγαν αλητες. Και ακολουθουσανε αντρες
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.

Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και φορες τρεις με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : 
μια πηχη φωτια κατω απ' τα σιδερα, με τις μαυρες κανες και τα δοντια του ηλιου. 
Οπου μητε κλωνος μητε ανθος, δακρυο ποτε δεν εβγαλαν. Και χτυπουσανε οπου να 'ναι,
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε. 
Σαν να μην ητανε αλλος δρομος πανω σ' ολακερη τη γη, για να περασει η Ανοιξη παρα μοναχα
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια 
που τους ελεγαν αλητες, και οι αντρες, και οι γυναικες, και οι λαβωμενοι με τον επιδεσμο
και τα δεκανικια.

Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.