Signature
a.k.
το παρακάτω κομμάτι είναι
από Μυθιστόρημα
Η Φωτεινούλα, απόψε μου έδωσε το ημερολόγιό της.
Μου επέτρεψε έτσι κι ανασήκωσα λίγο τον πέπλο.
Κι αυτό, είναι θαρρώ, μια ειδική εύνοια.
Δεν σε βάζουν εύκολα οι γυναίκες μες στον κόσμο τους. Κάποιες γυναίκες τουλάχιστον, σαν αυτήν…
Γυναίκα κι εγώ, και γνωρίζω. Από μικρά κορίτσια παλεύαμε με τα προσωπικά ημερολόγια. Σημειώσεις, κόντρα σημειώσεις, νεανικά ραντεβού, τα ραντεβού της ωριμότητας έπειτα, υπενθυμίσεις για γενέθλια, σκέψεις, επέτειοι χαρούμενες, επέτειοι θλιβερές, λογαριασμοί στις πίσω σελίδες, προσθαφαιρέσεις συν πλην το κομπόδεμα, καμιά φορά και κανένα πολύτιμο, χαρισμένο «από χέρι» αποξηραμένο λουλούδι, να μεταφέρεται από χρόνο σε χρόνο και είκοσι χρόνια μπορεί, καμιά φορά και το πρώτο, το πιο πολύτιμο σημείωμα αγάπης που έλαβες, γραμμένο με μεγάλα, άτακτα, ασταθή γράμματα «μαμά, σ’ αγαπώ».
Απροσπέλαστα τα γυναικεία ημερολόγια, και το θεώρησα ειδικήν εύνοια, που με άφησε η Φωτεινή να σηκώσω λίγο τον πέπλο. Είναι, που προφανώς, αυτόν τον καιρό, κινείται η αδελφική μου φίλη, στα όρια. Οριακά που λέει η νεολαία, στην τρέχουσα…
«Πάρτο, μου είπε, διάβαστο, εγώ ετοιμάζομαι να τα κλείσω. Κάνε λοιπόν, ό, τι θες με δαύτο»
Και τι να κάνω εγώ, με της Φωτεινής μου το ημερολόγιο; Σάματι δεν τα ξέρω; Όλη μας τη ζωή μαζί, πιο πολύ κι από αδερφές, τη ζήσαμε. Υπάρχουν πράγματα δικά της, που να μην τα γνωρίζω;
Ας είναι…
To ανοίγω με μεγάλην έγνοια, στις τελευταίες σελίδες κατ ευθείαν, και πέφτω πάνω σ’ έναν αρχινισμένο από χρόνια, λες, μονόλογο…
" Παραμονή, που θα σε δω!
Παρασκευή 21 Μάρτη, έτους 2003.
Μονολογώ!
Άσε με να μονολογώ απόψε σε τούτη δω τη γωνιά, και μη μου απαντάς κι όλας, δεν είναι απαραίτητο.
ξέρω, δεν πρέπει να σπάσω απόψε
να πάψω να κλαίω απόψε, θα πρηστούν τα μάτια μου, θα τα δεις αύριο και δε θα σ’ αρέσουν
να πέσω κάποιαν ώρα, να κοιμηθώ
να μην περιμένω τίποτα αύριο
να μην τρομάζω !
να μη φοβάμαι !
παλληκάρι ήμουνα πάντα, πώς τρέμω έτσι, σαν το φύλλο;
γυναίκα είμ εγώ, ή μυξιάρικο βρωμόπαιδο που δεν μπορείς απόψε να το κάνεις καλά;
δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα, απόψε
εγώ που πάλεψα σώμα με σώμα με το θάνατο και τον πήρα στα σημεία
που γέννησα με ωδίνες, ώρες σκληρές κι ατέλειωτες
που είχα ασπίδα στη ζωή τα παιδιά μου,
που τόσα ξένα παιδιά μεγάλωσα,
που είμαι ασπίδα στα παιδιά, στους ανθρώπους, στους φίλους μου,
που άνθρωποι μ' αγάπησαν,
που είδα χώρες,
που είδα ουρανούς, θάλασσες,
που τον έρωτα έζησα μέχρι το κόκαλο,
με κάθε μόριο της ψυχής και του κορμιού,
πώς γίνεται κι έχω γίνει απόψε ένα σκισμένο κουρελάκι στον αέρα;
άσε με απόψε εδωδά να παραμιλώ
κι εγώ, που από χρόνια δεν προσεύχομαι,
αν υπάρχει θεός,
ζητάω να συντρέξει τους ανθρώπους.»
Αχ, Φωτεινούλα, αχ, φιλενάδα μου… Κι αχ, γυναίκεια απαντοχή σου …
Γυρνάω παραπίσω σελίδa …
«Ξημέρωμα Σάββατο 22 Μάρτη, έτους 2003
ώρα 4 το πρωί.
Σήμερα θα σε δω.
5 χρόνια, μετά που “σε γνώρισα” !
Είμαι αναστατωμένη.
Ενώ, παρά τον εκνευρισμό μου, κατάφερα από βραδύς να κοιμηθώ, είναι λίγη ώρα τώρα, που μες στον ύπνο μ’ έπιασε ένας οξύς πόνος στο αριστερό μπούτι.
Κατατρόμαξα. Νόμιζα ότι κάτι παθαίνω. Μετά κατάλαβα πως είναι κράμπα. Πρώτη φορά ακούω για κράμπα ψηλά, στο μπούτι. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έμεινα εκεί, τρομαγμένη κι ακίνητη μες στη νύχτα, με το πόδι μου σα στραμπουληγμένο, να χάνεται απ’ τον πόνο.
Πέρασε έτσι ένα βασανιστικό δεκάλεπτο, ή εικοσάλεπτο, δεν μπόρεσα να καταλάβω…
Έπειτα σηκώθηκα.
Δε νοιώθω καλά. Θέλω εμετό. Ο εμετός όμως, μ’ αρρωσταίνει χειρότερα.
Θυμάμαι την τεχνική του ανώδυνου τοκετού, που σε καμιά γέννα μου δεν μπόρεσα να εφαρμόσω.
Να την εφαρμόσω απόψε, τουλάχιστον...
Κλείνω το στόμα στρογγυλό, σχεδόν σα να λέω το γαλλικό U, κι αρχίζω να ξεφυσάω γρήγορα προς τα έξω.
FU, FU, FU, FU, FU, συνέχεια, γοργά, ώσπου λαχανιάζω, και μου περνάει λίγο ο εμετός.
Η ώρα τέσσερις. Μου έρχεται στο νου η ιδέα ν’ αρχίσω να λογαριάζω τις ώρες.
Όχι, δε θα το κάνω αυτό στον εαυτό μου ! Θα καταρρεύσω, αν το κάνω. Έτσι, ανάβω το φως στο καθιστικό και κοιτάζω τα παιδικά μου βιβλία, τέσσερις δεκαετίες φυλαγμένα.
Καλό θα ναι, να δοκιμάσω να κάνω μερικές ασκήσεις χαλάρωσης.
Να καθίσω, να γράψω καμιά παράγραφο;
Από τότε που εσύ μου έμαθες να πιάνω χαρτί και μολύβι, είδα ότι αυτό, μου κάνει καλό. Με λυτρώνει…
Πράγματα άσχετα πρέπει να σκεφτώ απόψε, και προπαντός να μη σκέφτομαι τον χρόνο!
Βλέπω μπροστά μου, σφιχτά χωμένο ανάμεσα στον τόμο της Διάπλασης των Παίδων, που μου είχε χαρίσει ο νονός μου, και στην “Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά”, του Μίμη μου, ένα λίγο σκισμένο κότσωμα και θυμάμαι το βιβλίο…Οι Ελβετοί Ροβινσώνες είναι. Δεν το τραβάω απ’ τη βιβλιοθήκη, ούτε που τ’ αγγίζω…
Κάθομαι στο γραφείο, και γράφω κάτι που μου ήρθε στο μυαλό, εντελώς ανώδυνα απόψε, είπαμε…
«Διάβασα τους Ελβετούς Ροβινσώνες του Johan Wyss, είκοσι, ίσως και τριάντα φορές, στα παιδικά μου χρόνια.
Απ’ τα βιβλία, που λάτρεψα.
Θυμάμαι, μια φορά, που είχε έρθει ολοήμερη επίσκεψη στο σπίτι, να μας δει η πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου, η θεία Αννιώ, - προφανώς για να ησυχάσουν οι μεγάλοι απ’ τα παιχνίδια μας, καταμεσήμερο καλοκαιριού-, μας έβαλαν για ύπνο στο δικό μου κρεβάτι να κοιμηθούμε, τον ξάδερφό μου, τον Βασίλη, κανα δυό χρόνια μικρότερό μου, κι εμένα, θα μουν δε θα μουν τότε δέκα χρονώ.
Για να τον κοιμήσω και να μ’ αφίσει ήσυχη, άρχισα η καλή σου σοβαρά σοβαρά να του διαβάζω τους Ελβετούς Ροβινσώνες.
Η πρώτη φράση του βιβλίου, πρέπει να ήταν «Θαλασσοδερνόμαστε πολλές ημέρες…».
Πού να κοιμηθεί όμως ο Βασίλης ! Στις κλωτσιές, στις τσιμπιές, στις σκουντιές και στα γέλια είχε το μυαλό του.»
Πώς μου ρθε τώρα αυτή η άσχετη ανάμνηση; Κάθε φορά που βλέπω τους Ελβετούς Ροβινσώνες, αυτό θυμάμαι.
Ας είναι… με το γράψιμο χαλάρωσα λιγάκι…
Η ώρα πήγε πέντε. Ξημερώνει… Ξαπλώνω ξανά.
Το ίδιο πρωϊνό
.
σήμερα ! θα ιδωθούμε σήμερα !
.
ξύπνησα 8.30.
Σηκώθηκα, έκανα ντους, φόρεσα το παντελόνι της φόρμας, έπλυνα τα δόντια μου και μπήκα στην κουζίνα.
Γαλλικό καφέ. Χρειάζεται μια διαδικασία να γίνει, κι έτσι , θα ροκανίσουμε λιγάκι τον τρομερό χρόνο…
Βάζω τέσσερις κούπες νερό και τρείς κουταλιές καφέ. Ελαφρύς θα γίνει, μα μην πιώ μονοκοπανιά και τέσσερις κούπες κανονικόν καφέ…
Ίσαμε να γίνει ο καφές, ανοίγω το ταχυδρομείο μου.
Πρώτη κίνηση, σαν κάθε πρωί.
Να την πάλι, η ανώνυμη κάρτα !
Περιοδικά μου έρχεται. Κι έχω πάντα την ελπίδα, ότι είναι από σένα. Μα πώς να είμαι και σίγουρη; Κι η ελπίδα όμως μόνο, είναι πιά, εξαιρετικά σπουδαία για τη ζωή μου…
Το μυαλό μου πηγαίνει ξανά στην ώρα. Καταφέρνω όμως κι επιβάλλομαι. Δε θα λογαριάζω την ώρα σήμερα, μήτε το ρολόϊ θα κοιτάζω συνέχεια.
11 το πρωί.
.
Με πήρε τηλέφωνο το αφεντικό μου.
Συμφωνήσαμε να βγούμε λίγο έξω, τώρα το πρωί, να δούμε τον κόσμο.
Αυτό σήμερα με βολεύει, γιατί θα ροκανίσουμε κι άλλο λίγο το χρόνο…
Ντύθηκα, κατέβηκα, συναντηθήκαμε στη γωνία του τετραγώνου, πήραμε πεζή το δρόμο προς τα μαγαζιά.
Για να κάνουμε εκατό βήματα, θέλουμε περίπου ένα δεκάλεπτο…
Κάθε λίγα μέτρα, κάποιος γείτονας, μας σταματάει, και μας ρωτάει διάφορα… εκείνον δηλαδή ρωτάνε. Γιατί έτσι ετούτο, γιατί έτσι εκείνο, πότε θα γίνει ετούτο και πότε εκείνο…
Κάποτε επιτέλους, φτάσαμε στο ψαράδικο της γειτονιάς μας.
Το αφεντικό , άρχισε μια συζήτηση για την καινούργια βέσπα του ψαρά, πόσο ωραία είναι, πόσο κάνει, και τέτοια… ύστερα καβάλησε τη βέσπα κι άρχισε να την περιεργάζεται.
Βρήκα ευκαιρία, είπα στα γρήγορα ένα «καλημέρα σας», κι έστριψα με βήμα ταχύ.
Είναι που ήθελα να πάω στην αγορά, να σου πάρω κάτι.
Το χω από καιρό στο μυαλό μου, κι αν σήμερα δεν είναι η ευκαιρία, τότε πότε;
Στο κατάστημα η κυρία με φρόντισε.
Είναι ευγενής γυναίκα, και καμιά φορά μιλάμε. Εξάλλου, έχω απ’ το μαγαζί της μερικά κοσμήματα, ένα ένα φτιαγμένα στο χέρι.
Βάλαμε σ’ ένα κουτάκι τα δυό παιδάκια που αγόρασα. Ήθελα από καιρό να σου τα χαρίσω, όχι μονάχα γιατί είναι παιδικά, κι εσύ ένα μεγάλο παιδί είσαι, μα γιατί θέλω να τα χεις πάντα κοντά σου, στα διαβάσματά σου.
Αν τα χεις κοντά σου, μπορεί και να με σκέφτεσαι καμιά φορά.
Μέσα στο κουτάκι με τα μικρά ασημένια, έβαλα κι ένα αποξηραμένο κούμαρο.
Θαρρώ, ξέρεις ότι η άγρια κουμαριά αντιπροσωπεύει τα δικά μου παιδικά χρόνια… Κάτι, σα να χει μπει στο DNA μου δηλαδή. Έτσι, το χωσα και το κούμαρο σε μιαν ακρούλα. Κι έπειτα, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα, του ανορθόγραφου σημειώματος.
Το παιχνίδι, αλαφραίνει πάντα την κίνηση και την ατμόσφαιρα. Κι εσύ, δε μ’ έχεις αφήσει και πολύ να παίξω, είναι η αλήθεια…
Έτσι, η αφιέρωση «πεδοικεί» που σου έβαλα μες στο κουτάκι, ήταν ένα παιχνίδι για μένα… απ’ τα παιχνίδια που χρωστάω στον εαυτό μου ή απ’ τα παιχνίδια που χρωστάω σε σένα, ή απ’ τα παιχνίδια που μου χρωστάς εσύ… μπα, μη στεναχωρεθείς κι όλας, τίποτα απολύτως δε μου χρωστάς εσύ.
Ασφαλίζω καλά το κουτάκι σου στην τσάντα, μη μου πέσει, κι όλην την υπόλοιπη μέρα κυκλοφορώ με κάτι δικό σου στην τσάντα μου.
Αυτό, μου δίνει ένα ειδικό θάρρος.
Βγαίνω απ’ το μαγαζί και κάνω να κοιτάξω το ρολόϊ. Παίρνω αμέσως πίσω την κίνηση. Είπαμε, εαυτέ μου, δεν κοιτάμε ρολόγια σήμερα.
Αμ, έλα που ο ήλιος είναι εκεί πάνω… Αδυσώπητος. Ανηλεής. Ανάλγητος. Αδιάντροπος.
Λοιπόν, το αποφάσισα. Δεν αντέχω να κλειστώ στο σπίτι και να περιμένω. Θα πάω να ψωνίσω στο super market.
Ξεκινάω άλλο δρόμο, λοιπόν. Όσο και να ναι, θα ροκανίσουμε έτσι άλλες δυό ωρίτσες…
Μπήκα στο super market και γέμισα ένα από κείνα τα μεγάλα καρότσια. Όταν τελείωσα, νομίζω είχε πέσει μια στάλα ο ήλιος.
«Βάλτε τα πράγματα στο ψυγείο» τους λέω γυρίζοντας σπίτι απομεσήμερο, γδύνομαι στα γρήγορα και χώνομαι στο κρεβάτι, ξερή.
Πρέπει να βάλω ξυπνητήρι όμως. Μη με πάρει και κανας ύπνος της συμφοράς.
Σκέφτομαι τα λόγια της αδερφής μου : «και πεθαμένη να είσαι, απόψε πρέπει να πας».
Ελπίζω, μέχρι το βράδυ να μην έχω πεθάνει…
Σηκώθηκα στις έξι το απόγευμα. Ήμουν μόνη. Ήπια λίγον καφέ, κι άρχισα να σκέφτομαι τι θα φορέσω.
Αποφάσισα να μη φορέσω τίποτα εξεζητημένο ή υπερβολικά γυναικείο, όπως για παράδειγμα το ροζ, γούνινο σάλι.
Αποφάσισα ότι καλύτερο για τη διαλυμένη μου ψυχολογία θα ναι, να ντυθώ όπως κάθε μέρα. Όπως πηγαίνω στη δουλειά, δηλαδή. Αυτό θα ναι και το πιο αληθινό.
Έβαλα έτσι το μαύρο παντελόνι, μαύρο μπλουζάκι, ένα ανοιξιάτικο ροζ μπουφάν και τα σκουλαρίκια κρίκους μου.
Την τελευταία στιγμή, πριν φύγω απ’ το σπίτι, μπήκα στον πειρασμό να φορέσω στο λαιμό το απλό κολιέ με τα λευκά μαργαριτάρια της Jeddah. Το φόρεσα, και πριν βγω απ’ το σπίτι το ξαναέβγαλα.
Η ώρα εφτάμιση.
.
Όπως άλλοτε μύρισα στην ατμόσφαιρα την απουσία σου, τώρα με χτύπησε στον αέρα η μυρωδιά της παρουσίας σου.
Χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω, ήξερα πως είσαι εκεί. Μη ρωτάς πώς το ήξερα… δεν είμαι σε θέση να απαντήσω…
Την πλάτη σου είδα ξαφνικά, μπροστά μου. Αντρίκια, γερή, να σκιάζει το φως, που έβγαινε απ’ το δωμάτιο.
Κι όλο το υπόλοιπο βράδυ, παράδερνε η ψυχή μου, ανάμεσα σε ανείπωτη ευτυχία, απόγνωση, ελπίδα, γέλια και δάκρυα.
Δεν ξέρω πώς γίνεται τούτο…
Να μπορείς στη ζωή να τα βάζεις αβίαστα με έναν κόσμο ολόκληρο, κι ύστερα να, μια μικρή σιωπή πλάϊ σου, να είναι ικανή να σε διαλύσει…
Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό…
Πολλές φορές το χω σκεφτεί… τι να την κάνω την πολυπληθή ερημία ;
Δεν είν για μένα πιά αυτά.
Γυναίκα δύστροπη έχω γίνει, σε χρόνια δύσκολα.
.
.
.
.
Κιόλας, η επόμενη μέρα !
Ξημέρωμα, Κυριακή 23 Μάρτη, έτους 2003
ώρα 4 το πρωί.
Σηκώνομαι.
Με βασάνισε μέσα στον ύπνο μου, ετούτη η μισή κουβέντα που αρχίνησε για την «αφοσίωση». Α, κι αν δεν είχα να πω!
Κι αν δεν είχα να πω!
Μα δε μου δίνεται και ποτέ χρόνος, για να μιλήσω.
Είναι σαν κάτι ερωτήσεις που κάνουν στα γρήγορα, στους πολιτικούς. Ο χρόνος σας τελείωσε. Ό, τι προλάβατε να πείτε, είπατε.
Ίσως είναι, γιατί στην ουσία , μπορεί η απάντηση, να μη νοιάζει πραγματικά κανέναν.
Ας είναι…
Δε θέλω να μαι αχάριστη στη ζωή.
Μήτε στο Θεό – αν υπάρχει.
Ήδη, κι οι δυό με αξίωσαν, να γνωρίσω μια στάλα, απ’ αυτό, που λένε «ευτυχία»
Δευτέρα 24/3/2003
Είχαμε ραντεβού με τον Βαγγέλη Κ., πρωί πρωί.
Ήρθε στις 8 και με πήρε από το σπίτι.
Κατεβήκαμε στα γραφεία τους τα καινούργια, όπου με στρίμωξαν οι υπεύθυνοι, να τους πάρω καρέκλες, κουρτίνες και να εξοπλίσω, όσο γίνεται, το χώρο.
Ξέρω, οτι θα τους τα κάνω, και πάλι ευχαριστημένοι δεν θα είναι. Μουρμούρικος κλάδος, άχαρος και αχάριστος. Το χουμε ξαναδεί το έργο... Έβαλα όμως λίγο μυαλό. "Θα τους μαζέψεις όλους μαζί, του λέω, να μου πούνε όλοι τι χρειάζονται. Ενώπιος ενωπίω, κι όχι συνεννόηση δι αντιπροσώπου…" Έτσι, ξανακλείσαμε ραντεβού για την ερχόμενη Τρίτη, με όλους μέσα, αυτή τη φορά.
Βγήκα μετά στο δρόμο. Ανόρεχτα.
Βαδίζω και παραμιλώ, ευτυχώς από μέσα μου .
Τι λέω στο παραμιλητό μου; «ωχ, πονάει, μάνα μου, ωχ, πονάει, μάνα μου». Κόλλησε η κασέτα.
Περπατάω, πολύ αργά μες στον ήλιο, ανεβαίνω τη λεωφόρο, «ωχ, πονάει, μάνα μου, ωχ, πονάει, μάνα μου».
Μπαίνω στην πλατεία. Δε θέλω θόρυβο και πεζοδρόμια, κι αυτοκίνητα. Από μέσα θα πάρω τα δρομάκια, να κοντοσταθώ λίγο στις πρασινάδες.
Ξαφνικά, βλέπω μπροστά μου τους κηπουρούς, να φυτεύουν πανσέδες στα παρτέρια. Όλα τα χρώματα.
«Σ’ αρέσουν άραγε, οι πανσέδες;»
Διώχνω βίαια τη σκέψη και βλαστημάω τον εαυτό μου.
Τους ζυγώνω. Οι τρείς είναι παλιοί μαθητές μου. Με ζυγώνουν κι αυτοί. Μ’ αγκαλιάζουν. «Θυμάσαι, που μ’ αγκάλιασες;» Για την ακρίβεια, εγώ σ’ αγκάλιασα… ή ίσως απλώσαμε τα χέρια ταυτόχρονα; δεν ξέρω... ήμουν πολύ ταραγμένη και δεν μπορώ να θυμηθώ...
Χαζεύω λίγο τους πανσέδες. Παίρνει μιά στάλα ανάσα η καρδιά μου. Οι άνθρωποι με χαιρετάνε. Μου λένε να βάψουμε τα παγκάκια, να βάλουμε φύλακα στις τουαλέτες, να μαζέψουμε τα χαλίκια έξω απ’ την παιδική χαρά, μη γλυστρήσουν οι παππούδες.
Φεύγω αργά αργά κι από κει. Πού να πάς, πού να σταθείς και πού να περπατήσεις;
Στην εκκλησία θα πάω. Ανεβαίνω τη σκάλα στον ήλιο, μπαίνω. Καλό μου κάνει το μισοσκόταδο… Χαιρετάω τον παπά και κάθομαι σ’ ένα στασίδι, κανείς να μη με βλέπει.
Τώρα μπορώ ελεύθερα ν’ αφήσω τα δάκρυά μου.
Κλαίω σιγανά, πιό πολύ προς τα μέσα, παρά απ’ έξω μου, σκουπίζω τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού, σκουπίζω τις μύξες απ’ το κλάμα, σηκώνομαι, βγαίνω στο δρόμο.
Ας πάρω κάτι, να φιλέψω τα παιδιά, στο γραφείο. Κοντεύει έντεκα, είναι ώρα για αλμυρό.
Αρχίζω να ξανανεβαίνω τη λεωφόρο, φορτωμένη και με τα τρόφιμα. Στέκω στον Αλέκο. Τα βάζα του και τα γλαστράκια του γεμάτα υάκινθους, νεραγκούλες, τουλίπες, φρέζες.
Δίνω τα τελευταία μου λεφτά κι αγοράζω μωβ υάκινθους στο γλαστράκι κι ένα μπουκέτο κόκκινες τουλίπες. Κόκκινο, σαν το τριαντάφυλλο, που μου χάρισες.
Φορτώνομαι τα λουλούδια μου, περνάω έξω απ’ το γραφείο σου, ανεβαίνω στο δικό μου.
Άνθρωποι, ο ένας μετά τον άλλο, κι ώρες – ώρες δυό και τρείς και τέσσερις μέσα στο δωμάτιο. Πολύ πιέζει η δουλειά.
Καλύτερα έτσι, να μην προλαβαίνω να σκέφτομαι.
Πήγαμε έτσι, ως τις τέσσερις.
Ξημέρωσε ο Θεός την Τρίτη εικοστή πέμπτη Μαρτίου, έτους 2003.
Με το που άνοιξα τα μάτια μου, άρχισε ένα εξαντλητικό φτέρνισμα, πρήστηκε λίγο το δεξί μου μάτι και μ’ έπιασε ευκοίλια. Εντός πενταλέπτου, όλα αυτά !
Κρυώνω. Ψυχοσωματικό μάλλον. Που πάει να πει, κρυώνω μακριά από σένα.
Τρίτη σήμερα, και τρίτη μέρα απ’ τη συνάντησή μας… «πονάει, σου λέω, μάνα…»
Το μεσημέρι θα φάμε όλοι μαζί, στη μάνα μου. Μπακαλιάρο.
Εσύ;
Χτες βράδυ γεμίσαμε μια μεγάλη αίθουσα, με την παράσταση του Σπαθάρη.
Ήθελα να τον βγάλω τον ίδιο, από κοντά μια φωτογραφία, να την δημοσιεύσω, μα ξαφνικά θυμήθηκα πως τον έκλεισα τον χώρο στο διαδίκτυο, έτσι είναι ανώφελο, έτσι δεν τον τράβηξα.
Όπως δεν τράβηξα εσένα, προχτές.
Έχω κρατήσει ακόμα κάποιες σταγόνες υπερηφάνειας…
Εικοστή πέμπτη , μεσημέρι Τρίτης, έτους 2003.
Αυτό ακριβώς είναι, που λένε «απεξάρτηση».
Κι άντε τώρα, να απεξαρτηθείς…
Αν δεν το χεις ζήσει, δε γίνεται να καταλάβεις…
Πρώτα πρώτα, η απεξάρτηση είναι σωματική υπόθεση. Ναι, είναι πρώτιστα σωματική.
Είναι απίστευτο, πόσο σωματική ιστορία είναι όλο τούτο !
Τις λίγο πιο ήσυχες στιγμές, κοροϊδεύω τον εαυτό μου, με τη λαϊκή παροιμία «πότε ο γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»…
Αυτά, τις σχετικά ήσυχες στιγμές.
Οι άλλες στιγμές , οι υπόλοιπες όμως, είναι έως μαρτυρικές.
Τόσο, που να αναρωτιέσαι, γιατί να πρέπει να απεξαρτηθείς, και να περνάς όλα αυτά, άραγε;
Μείνε εκεί, να πονάς , να απελπίζεσαι, να ελπίζεις άλλοτε, να σε οικτίρει η αδελφή σου, άλλοτε στα πάνω σου κι άλλοτε στα κάτω σου, μείνε εκεί, κι όσο σε πάει…
Αξίζει τον κόπο να μπεις στο άλλο μαρτύριο, της απεξάρτησης;
Δεν ξέρω, δεν το σκέφτηκα έτσι, δεν τα βαλα σε ζύγι τα πράγματα.
Από προχτές, που βρεθήκαμε, ένιωσα απλά, ότι σου είναι αδιάφορο, το αν θα φύγω ή θα μείνω. Έτσι, δεν γίνεται να μείνω άλλο.
Κι έτσι, περνάμε τώρα ασυζητητί, το μαρτύριο της σταγόνας.
Το πρωί παρακολουθήσαμε σημαιοστολισμένοι την μαθητική παρέλαση. Ήσαν όλοι εκεί.
Είχα μικρές, καλές στιγμές, εισπράττω φιλία, αγάπη κι εκτίμηση. Πώς γίνεται να μ’ αγαπάν οι άνθρωποι, να μ’ εμπιστεύονται οι φίλοι, να μ’ εκτιμάν οι εχθροί, μονάχα εσύ να μ’ έχεις στο φτύσιμο;
Διώχνω βίαια τη σκέψη. Πρώτα διώχνω το «φτύσιμο», έπειτα το «να μ’ έχεις», τελευταίο το «εσύ». Je triche, το ξέρω, μα δεν έχω τον έλεγχο.
Α, ξέχασα…
Χτες βράδυ, μετά τον Σπαθάρη, πήγαμε σε μιαν αγρυπνία.
Όχι, μη βιαστείς να γελάσεις τώρα… δεν πήρα σβάρνα τις εκκλησιές, για παρηγόρια…
Απλά, επέμενε η Κατερίνα να πάμε, εγώ πάλι, δεν ήθελα να είμαι σπίτι και να σκέφτομαι, έτσι πήγα.
Μισοσκόταδο είχε το εκκλησάκι, άνετα ήταν, λίγος ο κόσμος, κατανυκτική η ατμόσφαιρα, έψαλλα σιγά σιγά, το ξέρεις δα, πως τις λειτουργιές τις παίζω στα δάχτυλα, μπορεί να το ξανάπα, ότι πριν αρκετά χρόνια είμασταν η χορωδία, στο υπερώον της Ζωοδόχου Πηγής, τις ξέρω λοιπόν τις ψαλμουδιές, κι εχτές βράδυ έψαλλα σιγά σιγά.
Δεν ησύχασα όμως.
Το εκκλησάκι, είναι στον ίδιο ακριβώς χώρο που συναντηθήκαμε προχτές, λίγα μέτρα πιο κει, έτσι, είχα αυτό διαρκώς στο νου μου… Ίσως ήταν λάθος τελικά, που πήγα στην αγρυπνία.
«πονάει, γλυκειά μου μάνα».
Χαράματα Τετάρτης, 26 Μάρτη, έτους 2003
Πάντα σε διαδικασία απεξάρτησης.
Ίσως, σημειώνω κάποια μικρή πρόοδο.
Πρώτα, απόψε δε ζήλεψα. Εσύ κουβέντιαζες με μια πολύ φίλη σου, κι εγώ το άντεξα αρκετά καλά… Ελεύθερος άνθρωπος είσαι, και διαχειρίζεσαι τον εαυτό σου, όπως επιθυμείς. Για να λέμε την αλήθεια, όχι πως δε ζήλεψα, μα θαρρώ, υπερισχύει μέσα μου ο θυμός, η πληγωμένη γυναικεία μου περηφάνεια, και γενικά, οι πληγές… άρα, πού να υπάρχει χώρος τώρα , και για ζήλειες…
Έπειτα, μπήκα απόψε στον πειρασμό, ν’ ανοίξω παρτίδες μ’ έναν λογοτεχνικό - διαδικτυακό χώρο που θεωρώ αξιόπιστο και μ’ αρέσει, και ν’ αρχίσω εκεί, μυστικά από σένα , να δημοσιεύω κειμενάκια.
Δεν το κανα, για δύο λόγους.
Πρώτα, άντεξα και κρατήθηκα, κι αυτό είναι μια μικρή νίκη στη διαδικασία απεξάρτησής μου.
Δεύτερο, γιατί είμαι σχεδόν σίγουρη, πως όπου κι αν πάω, εσύ θα με βρείς.
Όπως το λέω . Είμαι σχεδόν σίγουρη, πως όπου κι αν πάω, θα με βρείς. Στον Άρη.
Σ’ όλες μου τις περιπλανήσεις, μέσα σ’ αυτόν το χώρο, που ορίζεται ως αχανής και διεθνοποιημένος, ήσουν εκεί. Δεν το ξεχνάω. Θα μ’ έβρισκες κι εκεί που ετοιμαζόμουνα να μπω. Έτσι, έμεινα στη θέση μου, πέτυχα μια αυτοσυγκράτηση, και παρακολούθησα απλώς την κίνησή σου, μόλις γύρισες απ’ τη δουλειά, να ψάξεις να με βρεις.
Αυτό όμως, μου δημιούργησε έναν καινούργιο, οξύτατο πόνο.
Σε διαδικασία απομάκρυνσης
ημέρα τέταρτη.
Ξημέρωσε η μέρα, βροχερή.
Il pleut dans mon coeur, comme il pleut sur la ville.
Δε μ’ αρέσει…
Il pleut dans mon âme … il n’ y a plus d’ âme
Il pleut dans mon petit coeur et sur la grande ville…
Χτες βράδυ, δεν είπα όλη την αλήθεια για τη φίλη σου. Παραγωγή πολιτισμού κάνατε. Το χω ξαναπεί, μπορείς και παράγεις πολιτισμό.
Σιγά σιγά το χτίζεις. Διαθέτεις και αυτό που σου ονομάτισα υπόβαθρο, μα και την ισχυρή θέληση για να το κάνεις (doué το λένε), βοηθούσης της εξαιρετικής σου ικανότητάς και της έφεσής σου για μάθηση. Είναι κι αυτό ένα κίνητρο.
Αντί να πέσεις στα τετριμμένα ή στα εύκολα, παράγεις συχνά κάτι καινούργιο κι ωφέλιμο. Είναι ένας από τους πολλούς λόγους, που με τράβηξαν κοντά σου. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, εξελίσσεσαι «ο καλύτερος», στον τομέα σου.
Ένας καλύτερος, που δεν έχει λόγο να γυρίσει να κοιτάξει μια γυναίκα συνομήλική του, τραυματισμένη σαν το πουλί στο στήθος, που επιπλέον τρελαίνεται στη δουλειά, σε δουλειά σκληρή , στυγνή, στεγνή και άχαρη, τραβώντας γροθιές κάθε ώρα στο γύρω, και μην έχοντας η ίδια , μια γωνιά για να μονοιάσει…
Είναι βέβαιον, ότι έχεις και θελκτικότερες προτάσεις στη ζωή σου.
Είναι όμως επίσης βέβαιον, ότι καμιά άλλη από τις προτάσεις σου, δεν ανατρέπει όλη τη ζωή, για πάρτη σου.
Ξανακοιτάζω τις σημειώσεις μου.
Σκέψεις απεξάρτησης είναι, Θεέ μου, αυτές, ή όσο πάω δένομαι χειρότερα;
Ίδια νύχτα, πολύ αργά.
Προσπαθώ να κάνω πράγματα, να γλυκάνω μια στάλα την ψυχή μου, ίσως και να τονώσω λίγο τη γυναίκα μέσα μου. Ε, δεν είναι και λίγη ετούτη η απόρριψη, αν λογαριάσεις τα χρόνια που αντέχω, κι όλα όσα έχουν στο μεταξύ συμβεί.
Κάνω και μια προσπάθεια, να θυμώσω τον εαυτό μου. Θέλω να θυμώσω μαζί σου. Ίσως τότε ξεκολλήσω πιο εύκολα.
Πώς μπόρεσες άραγε προχτές, ενώ ήμουν δίπλα σου εγώ, να κάθεσαι να χαζοκουβεντιάζεις μ’ ένα κουτορνίθι, και να τυρβάζεις περί άλλα;
Τίποτα εμείς δεν είχαμε να πούμε;
Τίποτα; Στ’ αλήθεια, τίποτα; ! Τίποτα; Ε; πες μου, τίποτα;
Τίποτα, διάβολε, δεν είχες να πεις μαζί μου;
Τίποτα; Τίποτα; Τίποτα;
Θέλω ν’ αρχίσω να στο ουρλιάζω κατάμουτρα.
«Να πάει στο διάβολο», λέω τις στιγμές που κατορθώνω να θυμώσω.
Έπειτα , ξαναγίνομαι ο εαυτός μου, και σε συγχωρώ.
Το πρωί, πήγα κι έκανα χαλάουα. Θέλω τα πόδια μου να είναι λεία και άτριχα, κι ας μην τα δείς εσύ.
Για να νιώσω εγώ καλύτερα, το κανα.
Ύστερα πέρασα απ’ τη λαϊκή και ψώνισα δυό ωραία μπουκέτα, ένα με νεραγκούλες, κι ένα κάτι υπέροχες Πασχαλιάτικες βιολέτες . Έχω ανάγκη να τα προσφέρω στον εαυτό μου.
Την ώρα που πλήρωνα τα λουλούδια, χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν το αφεντικό, που με επέπληξε γιατί αρνήθηκα , λέει, να προβάλλω, την ταινία του Al Gore, για το περιβάλλον.
«Γιατί εγώ είμαι αριστερή, του λέω, κι έχω ιδεολογική αντίθεση.»
Έμεινε αμίλητος για ένα ολόκληρο λεπτό στο τηλέφωνο! Έπειτα η φωνή του μαλάκωσε και μου είπε «καλά, το ξανασυζητάμε»…
Να θυμηθώ, μετά, να κατεβάσω απ’ την Αγγέλα τα σχετικά με τον Gore, να του τα δώσω και γραπτά αύριο.
Το απόγευμα είχε συμβούλιο στη δουλειά.
Πήγα νωρίτερα κι έβαλα τα λουλούδια μου σε βάζα. Μυρίζει πολύ το γραφείο, που είναι και μια σταλιά, και το χω κάνει ανθόκηπο. Άφησα λίγο ανοιχτό το παράθυρο, για ν’ αναπνέουν τα λουλούδια, να μη σκάσω κι εγώ…
Μετά, συμβούλιο ως τις δωδεκάμιση.
Γύρισα σπίτι κι άνοιξα αλληλογραφία.
Τρεις, ήταν οι ανώνυμες κάρτες σήμερα.
Αχ, Θεέ μου, να είναι από σένα!
Η πρώτη, μου ήρθε το πρωί. Η άλλη το απόγευμα, και τώρα που επέστρεψα βρήκα την τρίτη.
Κάνω μεγάλη προσπάθεια, να μη σου απαντήσω.
Θυμώνω τον εαυτό μου.
Δεν τον αφήνω να ξεχάσει, εκείνο το τελευταίο μισάωρο. Εγώ δίπλα σου, κι εσύ να συνδιαλέγεσαι με την άσχετη. Ντροπή. Ντροπή σου. Όχι, κανέναν πιά δε συγχωρώ. Σε κανέναν δεν απαντάω. Όποιος με θέλει, δε θα στέλνει κάρτες ανώνυμες, μα θα ρθει να μου το πει. Αλλιώς, μ’ έχασε.
Θυμέ μου,
θυμέ μου, φύλαξέ με, υπό την σκέπη σου.
Δευτέρα , 7 Απρίλη του 2003
Δέκα μέρες απ’ την τελευταία μου σημείωση.
Δεν ξέρω αν συνεχίζω την προσπάθεια απεξάρτησης.
Θαρρώ, ώρες ώρες, μου διαφεύγει, κι επανέρχομαι στην οδύνη.
Κάνω λάθη.
Έκανα λίγες μέρες, να δώσω σημείο ζωής. Κράταγα το θυμό ζεστό μέσα μου, κι άντεχα να μείνω μακριά. Αυτό με το θυμό, είναι ένα τρύκ, και έγκειται, στο να μη με βρίσκεις εσύ.
Όσο είμαι θυμωμένη, μπορώ να μην έχω καμιά επαφή μαζί σου. Το καταφέρνω.
Εγώ δηλαδή σε κοιτάζω πάντα, δίχως εσύ να το γνωρίζεις. Αυτό ακριβώς θέλω ! Να μη γνωρίζεις πού βρίσκομαι. Να μην ξέρεις ότι είμαι εκεί. Να μη γνωρίζεις αν σ’ αγαπώ πιά. Να φοβηθείς ότι έφυγα. Να σου λείψω λίγο, να με ψάξεις. Αυτό ακριβώς θέλω, να με ψάξεις.
Έτσι ήταν, μέχρι προχτές. Προχτές, μ’ έψαξες. Ή, έτσι τουλάχιστον νόμισα…
«Καληνύχτα Φωτεινούλα ».
«Τυχαίο ήταν», λέει ο φωτεινός παντογνώστης, το τέρας του σκεπτικισμού, η αδερφή μου…
Πώς δηλαδή, ήταν τυχαίο; Δεν είναι και κανένα καθημερινό όνομα το Φωτεινή… Να πεις Μαρία, να είναι τυχαίο… αλλά Φωτεινή!
Δευτέρα 14 Απρίλη 2003
Ψαλμός τω Δαυίδ
«… ο εργαζόμενος δικαιοσύνην,
ο ομιλών αλήθειαν εις την καρδίαν του…
δεν σπεύδει με την γλώσσαν του.
δεν αδικεί τους φίλους του
και δεν δέχεται ονειδισμόν κατά του πλησίον του.
……………………..
ορκίζεται προς ιδικήν του βλάβην και δεν αθετεί.
δεν δανείζει τα χρήματά του με τόκον,
ούτε δωροδοκείται κατά του αθώου»
όχι, δεν έπεσα στη θρησκεία, μην αναρωτηθείς ξανά…
ήταν μια παιδική ασθένεια, που έχει από χρόνια περάσει.
το γνώρισα καλά κι αυτό. το έζησα όπως όλα , με πάθος. άφησε κι αυτό το αποτύπωμά του, μα είναι πολλά χρόνια που πάει, πέρασε.
Απλά, μερικές φορές, βρίσκω χρήσιμα πράγματα σ’ αυτά τα βιβλία, ή και πράγματα που μ’ αρέσουν.
Μ’ αρέσει δηλαδή, εκείνο το «να εργάζεσαι την δικαιοσύνη» και το «να μιλάς την αλήθεια, μέσα σου» και το «να μη δέχεσαι να σου ντροπιάζουν τον άνθρωπό σου», κι εκείνο το «να μην αθετείς», «να μη δωροδοκείσαι», «να μη δανείζεις με τόκο».
Ποτέ με τόκο. Δεν δίνεις τίποτα ή χαρίζεις απλόχερα.»
Ακολουθούν παραπίσω κι άλλες λίγες, βιαστικά γραμμένες σελίδες…
Γυρίζω στην τελευταία.
Κυριακή, 20 Απρίλη, του 2003.
Μεσάνυχτα ( minuit Cendrillon !)
Λοιπόν, η προσπάθεια «απεξάρτησης από σένα», μας ετελείωσε.
Όχι τελείωσε, μα Ε τελείωσε. Το Ε στην αρχή, προσδίδει μεγαλύτερη διάρκεια στη λέξη, και την κάνει πιο αποφασιστική .
Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς…
Απλά, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς…
Δεν έχω άλλον τόπο, δεν έχω άλλον άνθρωπο, μηδέ άλλη φωλιά...
Φωλιά μου, εσύ, εδώ θα μείνω.
Με ό, τι αυτό συνεπάγεται."
.
.
.
.
.
α.κ.