Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2014


Αποσπάσματα από το "Άξιον εστί" (1959)  
του Οδυσσέα Ελύτη


.           «Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω από τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι. Φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα μας και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χει συνήθειό του στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
            Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους – ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση.»






"Η Μεγάλη Έξοδος"

Τις ημερες εκεινες εκαναν συναξη μυστικη τα παιδια και λαβανε την αποφαση,
επειδη τα κακα μαντατα πληθαιναν στην πρωτευουσα, να βγουν εξω σε πλατειες 
με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : μια παλαμη τοπο κατω απο τ' ανοιχτο
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.

Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια, 
οι νεοι με τα πρησμενα ποδια που τους ελεγαν αλητες. Και ακολουθουσανε αντρες
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.

Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και φορες τρεις με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : 
μια πηχη φωτια κατω απ' τα σιδερα, με τις μαυρες κανες και τα δοντια του ηλιου. 
Οπου μητε κλωνος μητε ανθος, δακρυο ποτε δεν εβγαλαν. Και χτυπουσανε οπου να 'ναι,
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε. 
Σαν να μην ητανε αλλος δρομος πανω σ' ολακερη τη γη, για να περασει η Ανοιξη παρα μοναχα
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια 
που τους ελεγαν αλητες, και οι αντρες, και οι γυναικες, και οι λαβωμενοι με τον επιδεσμο
και τα δεκανικια.

Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.











Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2014




«Οι γειτονιές του κόσμου»

(απόσπασμα από τις «γειτονιές του κόσμου» του Γ. Ρίτσου, εκδόσεις Κεδρος)


Οι γειτονιές θυμούνται. Οι γειτονιές

δε θέλουν να ξεχάσουν. Τα χαράματα
οι ομοβροντίες στο Σκοπευτήριο. Τη νύχτα
τα φώτα του Χαϊδαριού. Η συσκότιση.
Το φιλί ήταν πικρό και βιαστικό.
Ύστερα πέφτανε τα χέρια στο πλάι.
Μια πιστολιά στο δρόμο. Η νύχτα. Κι η τρεχάλα.
Η νύχτα. Κι η καρδιά που χτυπάει δυνατά
όπως χτυπάει μια γροθιά πάνου στο τραπέζι.
Ύστερα πάλι η σιγαλιά. Μονάχα
τα δεκανίκια του φεγγαριού στο πεζοδρόμιο
κι ένα χέρι που σφίγγει τη ράχη της καρέκλας
κι ένα χέρι που λαδώνει το παλιό περίστροφο
κι ένα χέρι που ράβει μια σημαία
κι ένα χέρι που σφίγγει ένα άλλο χέρι
και τ’ άστρα που δείχνουν τα σφιγμένα τους δόντια
πάνω από τον κυρτό σταυρό που ανεμίζει στην Ακρόπολη,
κι ο άνεμος που αρχίζει τα μεσάνυχτα.


Η Κυρα-Λένη κάθεται μονάχη στο κατώφλι της.
Δε μιλάει σε κανέναν. Δεν κοιτάζει τίποτα.
Κανένας από τους χαφιέδες που κόβουν βόλτες στο σκοτάδι
δεν καταλαβαίνει τίποτα. Μα η κυρα-Λένη
κοιτάει κατάματα το θάνατο,
κοιτάει πίσω από το θάνατο το μέλλον,
βλέπει τα τρία παιδιά της
και κείνους που σκοτώσαν τα παιδιά της,
βλέπει και κείνους πού ’ρχονται να εκδικηθούν τα παιδιά της,
βλέπει όλα τα παιδιά του κόσμου
να κουβαλάνε τριαντάφυλλα και τ’ άστρα και τα πράσινα παντζούρια της άνοιξης,
για τις μανάδες που κάθονται μονάχες τα βράδια στο κατώφλι.
Και η κυρα-Λένη που κάθεται στο κατώφλι της,
δεν είναι μόνη. Κάτου απ’ τη μαύρη της ποδιά κρύβει τα χέρια της,
κι ο κόσμος κάθε βράδυ  ακουμπάει το κεφάλι του στα βασανισμένα γόνατά της
 και περιμένει. Ο κόσμος περιμένει στα γόνατα της κυρα-Λένης
γιομάτος  εμπιστοσύνη και ψωμί και σημαίες,
περιμένει ο κόσμος τα τριαντάφυλλα και τ’ αστέρια,
περιμένει ν’ ανοίξουν τα πράσινα παντζούρια της άνοιξης,
για τις μανάδες που κάθονται μονάχες στο κατώφλι της νύχτας.







Κυριακή, Οκτωβρίου 26, 2014



Ιστορική μαρτυρία

Ιάκωβου Καμπανέλλη

 

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης υπήρξε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν, την περίοδο 1942-1945. 

Το 1965 έγραψε τέσσερα ποιήματα που αφορούσαν εκείνη την περίοδο και ζήτησε από τον Μίκη Θεοδωράκη να τα μελοποιήσει. 

Τα παρακάτω λόγια είναι η μαρτυρία του :


''Κι όμως, όσο πλήθαιναν τα καλά σημάδια, τόσο πιο κοντινός γινόταν ο κίνδυνος για μας. 
Το ομαδικό ξεπάστρεμα είχε αρχίσει από βδομάδες. Ο θάλαμος του γκαζιού και οι φούρνοι δουλεύανε μέρα και νύχτα. Κάμανε αρχή με τους άρρωστους και συνεχίσανε με κείνους που είχαν έρθει από άλλα στρατόπεδα. Οι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά τη σειρά τους. 
Ο διοικητής έκανε απανωτές επιθεωρήσεις, σκύλιαζε που τόσοι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά. Φώναζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αυξηθεί η "απόδοσις". Ο υποδιοικητής έλεγε ότι δεν υπάρχει πια αρκετό γκάζι για να κάμει κι άλλους θαλάμους. Και το πετρέλαιο όπου να 'ναι θα τελειώσει. 
Ο διοικητής σκύλιαζε χειρότερα. "Να βρείτε άλλου είδους αέριο -φώναζε- κι όσο για καύσιμα υπάρχουν βουνά από ξύλα. Εγώ δε θέλω να στερήσω τα καύσιμα απ' τη γερμανίδα νοικοκυρά ούτε το πετρέλαιο απ' τη πολεμική μας βιομηχανία. Αλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι είμαστε ανίκανοι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας". 
Ο υποδιοικητής επέμενε να αποφασιστεί η εκκαθάριση με τα πολυβόλα και οι νεκροί να θάβονται σε λάκκους που θα σκάβουν οι ίδιοι. "Γκάζι και πετρέλαιο -διαμαρτυρόταν- δεν έχω, ούτε τα μεταφορικά μέσα για να φέρω. Ενώ σφαίρες διαθέτω άφθονες". 
Ο διοικητής έλεγε κοφτά πως αυτό αποκλείεται. "Δεν έχω καμιά τέτοια εντολή απ' το Βερολίνο". 
Η κουβέντα γινόταν πλάι στους μελλοθάνατους που καραδοκούσαν ν' αρπάξουν τ' αποτσίγαρα που έριχναν οι συνομιλητές. Ύστερα ο διοικητής σεργιάνιζε κατά μήκος του σωρού των νεκρών, που ήταν αραδιασμένοι σε απανωτές στρώσεις όπως τα ξύλα στις ξυλαποθήκες. Κουνούσε στεναχωρημένος το κεφάλι του και φώναζε: "Θα είμαστε τυχεροί αν δε φανεί κανένας Χίμλερ από ’δω να δει το χάλι μας".


 




Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2014

Δροσίνης


Γεώργιος Δροσίνης

Τὰ πρωτοβρόχια



Μὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα
τοῦ χειμώνα : τὸ ποτάμι θὰ θολώσει,
θὰ τριζοβολοῦν ξερὰ τὰ πλατανόφυλλα
θὰ κρυώσει
ἡ νύχτα καὶ θὰ μεγαλώσει.

Θὰ δροσοσταλάζουν κόκκινα τὰ κούμαρα, 





κυκλαμιὲς θ' ἀνθοῦν στὸ χῶμα ταίρια ταίρια, 





θὰ καπνίζουν σφαλιστὰ τὰ χωριατόσπιτα
καὶ θ' ἀρχίσουν τὰ σπιτιάτικα νυχτέρια.

Θὰ σωπάσει ὁ τζίτζικας κι ἑτοιμοτάξιδα
γι’ ἄλλων τόπων ἄνοιξη, μακριὰ ἀπ' τὰ χιόνια
βράδυ βράδυ ὡς τὰ μεσούρανα θὰ χύνονται
μαῦροι φτερωτοὶ σταυροὶ τὰ χελιδόνια.

Ὦ χαρά μας! τὸ χειμώνα θὰ προσμένομε,
δίχως πάγους καὶ χιονιὲς νὰ φοβηθοῦμε:
τὴ ζωή μας τὸ στερνὸ ταξίδι ἐκάναμε
καὶ τὴν ἄνοιξη ἄλλων τόπων δὲν ποθοῦμε.