Κυριακή, Μαρτίου 30, 2014


* Γεωργίου Τερτσέτη προλεγόμενα

Στα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη




Γράφει ο Τερτσέτης, το 1836


Το παράπονο είναι εις τα χείλη μας, ότι δεν πάμε καλά, ότι είμεθα δυστυχείς,
όχι τάχα δυστυχής πάς ένας , (επειδή πρόσωπα, πολίτες ολίγοι ίσως είναι,
ημπορεί να είναι ευτυχισμένοι εις ένα τόπον )
και η γη της πατρίδος να βραδυάζεται εις το σκοτάδι της ασημασίας ή του απολιτισμού ,
το παράπονό μας ελεεινολογεί την κατάστασιν της νέας μας κοινωνίας.

Ο ναύτης (….) και ο έμπορος βλέπουν με σταυρωμένα χέρια αλλοεθνή πλοία να ναυλώνωνται, να ταξιδεύουν, και τα δικά μας δεμένα εις το παλαμάρι τους (...)
Η ληστεία φωλεύει εις τα εντόσθια της γης μας...
...............................................................................

Παραπονείται ο νομικός , ότι δεν νομοθετούνται νόμοι καλοί, ή ότι οι καλοί δεν εκτελούνται.
Παραπονείται ο κτηματίας , ότι τα κτήματά του δεν έχουν αξίαν, τα κτήματα της Ελλάδος εις το ηλιοστάλακτο τούτο κλίμα, γέλοιο γλυκύ της φύσεως,
κλαίουν οι γονείς ότι τα τέκνα τους (...) ,
και κοντολογής εδύνομουν να αραδιάσω όλες τες τάξες των Ελλήνων και πάσαν ηλικίαν , καθεμιά να μαρτυρήσει τους πόνους της.
Στεκόμεθα με μάτια κλαϊμένα , θεαταί περίλυποι της εσωτερικής αδυναμίας μας , και εξωτερικής ανυποληψίας , και η χαρά δεν ζωογονεί πλέον τα στήθη μας. 


όσα εγράφησαν το 1836,
πώς γίνεται και μας ταιριάζουν γάντι
το 2014 ; !






Ο Γεώργιος Τερτσέτης (1800 - 1874
ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του 1821,  ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος και νομικός. 
Είχε διοριστεί αρχειοφύλακας στη βιβλιοθήκη της Βουλής στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.

Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία μέλος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.ά.  Ο Τερτσέτης τότε μαζί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη, γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο δια αποκεφαλισμού γιά εσχάτη προδοσία. 
Η κίνησή τους αυτή προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή τους από την Αντιβασιλεία.
Το 1864 εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στη Βουλή. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1874 στην Αθήνα.










Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2014

το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη
(από το Ιστορικό μουσείο)













photo q.l.


Γεωργίου Τερτσέτη προλεγόμενα





Στα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη




"Αν δυνηθώ να απεράσω εις την ψυχήν σας, Κύριοι ακροαταί, την ηδονήν της ψυχής μου, γράφοντας τα  π ρ ο λ ε γ ό μ ε ν ά μου εις το βιβλίον του γέρου Κολοκοτρώνη, ελπίζω να γλυκοπεράσετε την ώραν σας, και να μην μετανοήσετε, τιμώντας με σήμερον με την ακρόασιν σας.

………………………………………………………………………………………..


Αφού ενόησα τον κόσμο, σεβαστοί ακροαταί, δύο πρόσωπα ανδρών έμειναν διά παντός εικονισμένα εις την ενθύμησίν μου, ο στρατηγός Τζούρτζ και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δοξασμένοι από την τότε γνώμην των ανθρώπων, ο ένας διά τον φιλελληνισμόν του, ο άλλος διά τον ελληνισμόν του, αύξανε χάριν εις τον ένα η εύμορφη φυσιογνωμία, η επιμέλεια του ενδύματος, - σε άρπαζε η αγριάδα του άλλου και το μίλημα , η κεφαλή και των δύο, τα ξανθά μαλλιά του ενός , τα μαύρα του άλλου, εστολίζοντο από την Ελληνική περικεφαλαία των αρχαίων.

Ήτον και οι δύο πάνου εις την ανδρική τους ηλικία , νεώτερος ο Τζούρτζ, αγαπημένοι, πιστοί, αγαπούσε ο Κολοκοτρώνης την φιλογένειαν και την προκοπήν του Τζούρτζ, και ο Τζούρτζ την δύναμιν του νοός , και την ευγένειαν της καρδίας εις άνδρα λογγίσιον.


………………………………………………………………………………………..



Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ως ιστορικός καταγράφεται με τους πολλούς όσοι ιστόρησαν πολέμους Ασίας και Ευρώπης , αλλ’ ως Έλληνας έρχεται μου φαίνεται τρίτος Ομήρου και Ηροδότου.

Ομοιάζουν οι τρεις, ως τρείς ακτίνες ενός κέντρου φωτεινού, έχουν οι τρεις πατρίδα την Ελλάδα , θέμα πόλεμον Ευρώπης εναντίον Ασίας , ομιλούν την Ελληνικήν φωνήν, καθένας την φωνήν του αιώνος τους, καίονται από το πνεύμα του, η φωνή τους είναι ψωμωμένη ως να ελέγαμεν από την φωνήν προγενεστέρου καιρού, όχι είδωλον της φαντασίας του, ομοιάζει ένας του άλλου και εις την πλοκήν και εις την άλυσον της ιδέας και την παράστασιν των ιστορημένων πραγμάτων.

Εις τον πεζόν λόγον του Ηροδότου σημαίνει η λύρα του Ομήρου, ακούς το Μήνιν άειδε Θεά, ως εις την διήγησιν του Κολοκοτρώνη, όταν επέτυχα γνήσια να την αρπάξω από τα χείλη του , ακούς τα τρία πουλάκια κάθονται. Κατώτερος ο Κολοκοτρώνης από τους δύο προγενεστέρους του εις την τέχνην , όσον τα τρία πουλάκια κατώτερο από το Μήνιν άειδε Θεά, αλλ’ ανώτερος πάλι επειδή όσα έπραξε αυτός και οι συνόμοιοί του διηγείται , πριν τα γράψει με το κοντύλι τα εχάραξε με το σπαθί του , καύχημα που δεν έχουν οι άλλοι δύο. Ομοιάζει τω όντι ως ο Αγαμέμνονας , ο Οδυσσέας ή ο Διομήδης να ήθελε γράψουν το στρατιωτικόν τους ημερολόγιο , και να εσώζετο..."










Παρασκευή, Μαρτίου 21, 2014

ποίηση


ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ !



Ο. Ε.


Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός.

Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.











Ελάχιστες αναφορές,

με αφορμή την ημέρα της ποίησης






Από την Οδύσσεια του Ομήρου



ἀπόδοση στὴ νέα ἑλληνικὴ: Νίκος Καζαντζάκης - Ἰωάννης Κακριδῆς.





Η ΙΘΑΚΗ





Οδύσσεια Α΄, στίχ. 48 – 60




Μα καίγεται η καρδιά μου, ως σκέφτουμαι τον αντρειανό Οδυσσέα,
τον έρμο, χρόνια που παιδεύεται μακριά από τους δικούς του



σ᾿ ένα νησί, που 'ναι της θάλασσας το αφάλι, κυκλωμένο
από τα κύματα, πολύδεντρο᾿ θεά εκεί πάνω μένει,
του Άτλαντα η κόρη του κακόγνωμου, που τους βυθούς κατέχει
του κάθε πέλαου και μονάχος του σηκώνει τις κολόνες
τις αψηλές, που δεν αφήνουνε γη κι ουρανός να σμίξουν.



Δικιά του η κόρη που τον άμοιρο κρατάει᾿ στα σύθρηνά του
να τον πλανέσει με τα λόγια της πασκίζει, την Ιθάκη
για να του βγάλει από τη θύμηση᾿ κι εκείνος, λαχταρώντας
και μοναχά καπνό απ᾿ τον τόπο του να ιδεί ν᾿ ανηφορίζει,
ανέλπιδος ποθεί το θάνατο.







Κ. Καβάφης



Ἰθάκη


Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

Νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους·

νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά.

Σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.

Ἀλλὰ μὴ βιάζῃς τὸ ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.
Καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξῃς στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκώντας πλούτη νὰ σὲ δώσῃ ἡ Ἰθάκη.

Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.








Ντίνος Χριστιανόπουλος



ΙΘΑΚΗ


Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;





από το «Δεύτερο Μπογιάτι»

Αλέξανδρου  Παναγούλη

η Ιθάκη


Οδυσσέα σαν βγήκες στην Ιθάκη
τι δυστυχία θα νιωσες
Αφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες
γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις;

Χωρίς σκοπό έμεινες πια
από μεγάλος έμεινες μικρός
«Πιο μακρυνή ας ήταν η Ιθάκη»
πιστεύω πως ψιθύρισες
και πως δεν θέλησες
καινούρια πια Ιθάκη να ζητήσεις
γιατί φοβήθηκες
πως και σ’ αυτή νωρίς θα φτάσεις

Απ’ την αρχή έπρεπε
αλλιώτικη Ιθάκη να ζητούσες
Ιθάκη όμορφη και μακρυνή
που να τη φτάσει
δεν ζητά μονάχα ένας

Τέτοια δεν ήταν η δική σου
αφού μονάχος την ποθούσες
κι αν όμορφη την είδαν οι πολλοί
στην πέννα ενός Ομήρου το χρωστάει.









 Οι ΑΝΕΜΟΙ





Από την Οδύσσεια του Ομήρου



ἀπόδοση στὴ νέα ἑλληνικὴ: Νίκος Καζαντζάκης - Ἰωάννης Κακριδῆς.



 



Οδύσσεια Ε΄

στίχ. 291 – 298



Σαν είπε αυτά, μαζώνει σύγνεφα, το πέλαο συνταράζει
κρατώντας το τρικράνι κι άσκωσε τρανό μπουρίνι, κι όλους
ολούθε αμόλησε τους ανέμους,
και σκέπασε με νέφη
στεριές μαζί και πέλαα, κι άπλωσε θολή απ᾿ τα ουράνια νύχτα.



Μαζί νοτιάς, λεβάντες χίμιξαν κι ανήμερος πονέντης,
μαζί βοριάς αιθερογέννητος
, τρανό κυλώντας κύμα'
και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του






Στίχ. 328 – 332



Πως ο βοριάς χινοπωριάτικα σαρώνει μες στον κάμπο
τ᾿ αγκάθια, κι όλα κουβαριάζουνται μαζί σφιχτά᾿ παρόμοια



κι αυτήν οι ανέμοι μες στο πέλαγο τη σέρναν δώθε κείθε᾿ μια στο βοριά ο νοτιάς την έριχνε, μαζί του να τη σύρει,
και μια ο λεβάντες την παράδινε να τη χτυπά ο πονέντης.








Οδύσσεια Τ΄

στίχ. 204 - 209



Κι εκείνη έχυνε δάκρυα ακούγοντας και φύραινε η θωριά της.



Πως λιώνει σε βουνά ψηλόκορφα το χιόνι, που ο πονέντης
πρώτα το στοίβαξε, και το 'λιωσε φυσώντας ο σιρόκος,
κι ως λιώνει, τα ποτάμια φούσκωσαν και κατεβάζουν — όμοια
κι εκείνη έχυνε δάκρυα κι έλιωνε το μηλοπρόσωπό της,
κι έκλαιε τον άντρα της, που κάθουνταν μπροστά της















Οδυσσέας Ελύτης





ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
από ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ 





ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμηδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο

Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια



 γιά την ισημερία !
γιά την άνοιξη !
γιά την ποίηση !
2014











Κυριακή, Μαρτίου 16, 2014

χαιρετισμοί









Α´
Τῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ
ΤΗΣ Α´ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ


ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ


Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς·

Χαῖρε, ἀστήρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον·

Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι᾿ ἧς κατέβη Θεός·

Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα·

Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον·

Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις·
(Χαῖρε γιατὶ κάνεις νὰ ἀνθίσει λιβάδι πνευματικῆς ἀπόλαυσης·)




Β´
Τῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ
ΤΗΣ Β´ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ


Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον·

Xαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.

Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.

Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν·




Γ´
Τῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ
ΤΗΣ Γ´ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ



Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας· χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.

Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί· χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ᾿ οὗ σκέπονται πολλοί.

Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παῤῥησίας· χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
(Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γίνεσαι στολὴ γιὰ τοὺς γυμνοὺς ἀπὸ πνευματικὴ παρρησία · χαῖρε στοργὴ ποὺ νικᾶς κάθε πόθο.)

Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα· χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.

Χαῖρε, τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα·
(Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἕνωσες μεταξύ τους τὰ ἀντίθετα·)

Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα· χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.

Χαῖρε, ὅτι ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί· χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.

Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα· χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
(Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ διαλύεις τοὺς περίπλοκους συλλογισμοὺς καὶ σοφίες τῶν Ἀθηναίων· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γεμίζεις τὰ δίχτυα τῶν πνευματικῶν ψαράδων.)

Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι· χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
(Χαῖρε, πλοῖο αὐτῶν ποὺ θέλουν νὰ σωθοῦνε, χαῖρε, λιμάνι αὐτῶν ποὺ ταξιδεύουν στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς.)




Δ´
Τῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ
ΤΗΣ Δ´ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΣΤΑΣΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ


Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως·

Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου· χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.

Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν· χαῖρε, ὅτι τὸν πολύῤῥητον ἀναβλύζεις ποταμόν.

Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν· χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
(Χαῖρε λουτήρα ποὺ ξεπλένεις τὴ συνείδηση· χαῖρε, κανάτι ποὺ κερνᾶς ἀγαλλίαση.)

Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία·
(Χαῖρε, τοῦ σώματός μου ἡ θεραπεία·)














Τρίτη, Μαρτίου 04, 2014

VIII.




Βιβλιοθήκη Ελλήνων και ξένων συγγραφέων
.
ΛΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ Ποιητική Ανθολογία

Βιβλίο έκτο

.
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ
Εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑ
Σελίδες 216
ΔΡΧ.20
 
Λορέντσος Μαβίλης

Λήθη

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίση
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήση,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.

Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίση,
ἂ στάξη γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.

Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδίλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.

Ἂ δὲ μπορής παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν - μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.




Καλλιπάτειρα

«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» - «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·

νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.

Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζη
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·

μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»




Ἰωάννης Γρυπάρης


Μάθε τὸν πόνο τὸ γερὸ
βουβὸς στὰ δόντια σου ν᾿ ἀλέθης
.
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.
……………………………………





Τὸ ἀπόβροχο


Τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε - θλίψη της μ᾿ ἀνάστησε τρανή,
τὴ θλίψη μας σὰ νὰ εἶχε μελετήσει-
τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε ἀνοίξανε οἱ ἕβδομοι οὐρανοὶ
καὶ πόντισε νερὸ κατακλυσμὸς τὴ χτίση.

Στὰ σκοτεινὰ ἐξεχείλισαν τῶν θλίψεων οἱ πηγὲς
καὶ χύθηκαν οἱ κρατημένοι οἱ θρῆνοι
κ᾿ ἐλπίδα πιὰ δὲν ἔμεινε γιὰ νέες πάλι αὐγὲς
τὴ νύχτα, ποὺ εἶπες στερνὴ πὼς θὰ εἶχε μείνει.

Μὰ ἔδωκε καὶ ξημέρωσε ἀνέλπιστη αὐγὴ
καὶ στὴ δροσιὰ τοῦ ἀπόβροχου λουσμένη
σὰ θάμα νέο πεντοβολᾷ κι ἀναγαλλιάζ᾿ γῆ,
ὅσ᾿ χρυσὸς θρίαμβος τοῦ Ἥλιου προβαίνει.

Στὸ μυριοθορυβούμενο κ᾿ ἡλιόβολο γιαλὸ
οἱ ναῦτες τὰ πανιὰ τῶν πλοίων ἀνοίγουν
καὶ ἰδές! φαντάζουν τ᾿ ἄρμενα στὸ κῦμα τὸ ψηλὸ
πῶς πρίμα καρτεροῦνε τὸν καιρὸ νὰ φύγουν.

Πῶς μᾶς πλανεύει τὸ ὄνειρο τῆς εὐτυχίας ξανὰ
σὰν νὰ ἦταν μία φορὰ νὰ μᾶς γελάση!
σὲ νέα ταξείδια μᾶς καλοῦν τὰ πλοῖα στὰ γαλανὰ
τὰ κύματα, ποὺ ὡς νὰ ἤπιαν φῶς κ᾿ ἔχουν χορτάσει.

Κι ἂν τὰ κρατοῦνε οἱ ἄγκυρες τ᾿ ἄρμενα ἐκεῖ στὴ γῆς
κι ἂν τὰ τιμόνια στὴ στεριὰ βγαλμένα,
κρυφὴ λαχτάρα ἐπέρασε τὰ βάθη μιᾶς ψυχῆς
κι ἀνατριχιάζουν τὰ φτερὰ τὰ διπλωμένα.

K᾿ ᾖρθε κ᾿ ἐστάθη μιὰ ψυχὴ σ᾿ ἀπόψηλη κορφὴ
καὶ τὶς ζυγὲς φτεροῦγες δοκιμάζει,
ξεχνώντας ποὺ τὶς λάβωσε - ψυχή, πικρὴ ἀδερφή!
τ᾿ ἀστροπελέκι τὸ παλιὸ καὶ τὸ χαλάζι.





Ἑστιάδες


Βαθιά ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν᾿ ἀπ᾿ τὴ Πολιτεία τὴ κοιμισμένη
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μία φωνή,
-
τρόμου φωνή- κι ὅλοι πετιοῦνται αλαλιασμένοι.

Ἒσβησ᾿ ἄσβηστη φωτιάκι ὅλοι δρομοῦν φορὰ
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ᾿ ἐλπίδα πὼς μπορεῖ νἆν᾿ ψεύτρα συμφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.

Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάριασαν τὰ μνήματ᾿ ἀραχνὰ
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴ κρίση,
κι ἐνῷ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνὰ
μὴ τύχει, τρέμουνε, κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήση.

Μ᾿ ἕνα μονόχνωτο ἀναφιλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴ πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτῆ
ἕνα τὰ μύρια γίνονται μάτια νὰ ιδοῦνε.

Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας τῶν ἀρετῆς
τὸ σχήματ᾿ ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ βωμὸ ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἐστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.

Τὸ κρῖμα τους ἐστάθηκε μιά ἄβουλη ἀνεμελιὰ
κι ἀραθυμιὰ -σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
Μὰ Ἅγια Φωτιά, μιὰ πόσβησε, δὲ τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα πυροδότῃς.

Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φοῦχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! Στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ᾿ ἔλπιση δὲν ἔχει μείνει.

Κι εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία, ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλη
κάμη τὸ θάμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ᾿ ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του στείλη.

Κι ἂν είν' και πέση απάνω τους, ἂς πέση! ὅπως ζητᾷ
τὸ δίκιο κι οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποὺ ἰδού τις, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴν ψυχὴ στὰ μάτια τοὺς τὸν προσκαλοῦνε.
...........................................................................

Τάχα τὸ θάμα κι έγινε; -Πές μου το νὰ στὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πόσβησεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ,
κι ἀκόμα ζη καὶ ζένεται- μὲ τὸ σκοπό της!






Κωστής Παλαμάς

Από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου


Στην αργατιά, στη χωριατιά, το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος - κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.