Η ώρα είναι μία και σαράντα εννέα. Και το πρωί έχω να σηκωθώ στις εφτά για τη δουλειά.
Γάλα με καφέ στην κουζίνα, σκουντουφλώντας απ’ τη νύστα, ξυπόλητη.
Μετά, θα ανοίξω κατευθείαν το p.c. Πρώτα στο αόρατο ταχυδρομείο. Αυτή είναι η πρώτη κίνηση της ημέρας. Το γάλα στην κουζίνα ξυπόλητη και το αόρατο ταχυδρομείο. Μήνυμα αόρατο, μάλλον δεν θα χω. Τελευταία, όλο και πιο πολύ σπανίζουν. Γι αυτό, όταν κανένα απρόσμενα ξεφυτρώσει, έχουμε ψυχική πανήγυρη ! και γιορτή όλη μέρα ! κι όλη νύχτα !
Μετά, θα μπω στο κανονικό ταχυδρομείο. e-mail κανονικό, λέμε. Με βούλα. Σαν τα καρπούζια. Εδώ κι αν είναι, που έχουμε εξαντλήσει κάθε στατιστική... Μα κάθε !
Μετά θα μπω στον τρόπο επι κοινωνίας, που λέγεται «ιστοσελίδα». Και θυμάμαι τώρα τον μαυρούκο, που την έχει στημένη με το κιάλι, πάντα στο πιο ψηλό κατάρτι του πειρατικού, σε όλα τα τεύχη του Asterix. «O, tempo’a ! O, mo’es !”
Ο Ιούλιος Βερν, που κι αν δε φαντάστηκε, ο άνθρωπος, ε, την επι κοινωνία μέσω διαδικτύου, εκεί, δεν είχε πάει ο νους του.
Τώρα, μ’ όλες αυτές τις κουβέντες, μη φανταστείς κι όλα, πως γκρινιάζω… όχι, καθόλου. Σεμνά και ταπεινά πηγαίνω και για το παραμικρό κιχ, που έρχεται πιά, νιώθω αληθινή κι αληθινή και τρις αληθινή ευγνωμοσύνη.
Όμως να, σήμερα ήταν είκοσι μία του Μάη… και κάθε που έρχεται είκοσι μία του Μάη, από τότε που ο Κώστας έφυγε, εμένα με πιάνουν τα παράπονα…
Γιατί εκείνος με είχε κοντά του, και μου γλυκομίλαγε. Κι όταν εγώ έκανα άλλα αντί άλλων, δηλαδή του κεφαλιού μου, αυτός αγρίευε και μου βαζε τις φωνές. Κι όταν με έβλεπε στενοχωρημένη, τον άκουγα να της κάνει πίσω απ’ την πλάτη μου νοήματα, και να της ψιθυρίζει «Μαρία, κοίτα τι έχει το παιδί !», κι όταν εγώ έκανα καραγκιοζιλίκια, αυτός ξεκαρδιζότανε και με καμάρωνε «κοίτα την ! από μωρό έτσι χοροπηδάει και τραγουδάει!», κι όταν είχε τα κέφια του, μου τραγούδαγε κι αυτός άριες.
Αυτός μου έμαθε τους παλιούς τενόρους και τις άριες. Αυτός με πρωτοέβαλε στην ομάδα του. «εγώ κι εσύ, μου είπε, θα είμαστε Ολυμπιακοί, πάει και τελείωσε !» Κι αυτός μου έμαθε το χειμώνα στο κρύο, να βγαίνω και να ρίχνω ψίχουλα στα πουλιά. Κι αμέτρητες φορές άκουσα απ’ το δικό του στόμα τις ιστορίες για το μπλόκο της Κοκκινιάς, πώς γύρναγαν στις γειτονιές και μάζεψαν τους άντρες, πώς στην πλατεία της Οσίας Ξένης τους αράδιασαν, πώς στέκονταν κι έδειχναν με το δάχτυλο αυτοί που φόραγαν κουκούλες, πώς κάθισε χάμω στα πόδια του και βγήκε σιγά σιγά απ’ τις γραμμές, πώς έτρεξε και κρύφτηκε στο πηγάδι, πώς γύρισε αργότερα με τα πόδια απ’ την Αλβανία, πορεία μέρες ατέλειωτες μέσα από τα χωριά, γεμάτος ψείρα και με τα άρβυλα να χάσκουνε…
Την άνοιξη, καθόμασταν μαζί στην αυλίτσα του , κοντά κοντά στις καρέκλες και μιλάγαμε. Ο λόγος του Κώστα ήταν συμβόλαιο. Μπέσα και λεβεντιά. Δεν είχε δεύτερη κουβέντα, μόνο το ναι, ναι, και το ου, ου. Κι απάνω μας, άπλωνε μια μωβ μπουκαμβίλια, που η φροντίδα του την είχε κάνει δέντρο.
Έτσι απόψε.
Κωνσταντίνου και Ελένης. Ούτε κεράκι δεν πρόλαβα σήμερα να τ’ ανάψω. Γιατί έτρεχα όλο τ’ απόγευμα να δω πυροσβεστικά. Και μπομπίνες. Και κανονάκια νερού. Και ειδικές στολές.
Και γύρισα ψόφια. Και στέκω τώρα στις πλάκες, ξυπόλητη στοργής. Κι η ώρα είναι τρείς και σαράντα πέντε. Και σε τρείς ώρες πρέπει να σηκωθώ για τη δουλειά…