η αγάπη της γης
.
.
δεν πρόκειται ακριβώς, γι αυτό που ο Cezanne ονομάτιζε " vieux sol natal"...
όχι, εδώ δεν είναι ο τόπος μου. μήτε των γονιών μου τόπος, μήτε των παππούδων, μήτε κανενός απ' την οικογένειά μου, όσες γενιές κι αν πάω πίσω. τυχαία βρέθηκα εδωδά... έγινε όμως, ως τόπος μου ! και αυτό είναι κάτι, που μπορεί να συμβεί...
η γη, αν είσαι δεκτικός, πάει να πει αν αφίνεσαι, διαθέτει μιά χαρισματική , μιά χαρούμενη δύναμη που σε τραβάει κοντά της .
και δε μιλάμε φυσικά γιά το νόμο της βαρύτητας που σε κρατάει κάτω, μήτε γιά τις δυνάμεις τις κεντρομόλες, μήτε φυσικά γιά τη γη όπου στο τέλος όλοι εκεί θα καταλήξουμε. όχι !
η βαρύτητα, οι κεντρομόλες και το μαύρο σκοτάδι είναι δυνάμεις που ο άνθρωπος τις υφίσταται υποχρεωτικά.
και η υποχρέωση και η υποχρεωτικότης ουδεμίαν σχέσην έχουν με την αγάπη βέβαια ...
.
η αγάπη της γης λοιπόν !
να σου αρέσουν τα σκληρά και τα αφράτα χώματα που βλέπεις γύρω σου, να σου αρέσουν τα φυτά, τα χαμολούλουδα, τα πικρά αγριοράδικα, τα ξερά γέρικα και τα νιούτσικα δέντρα, τ' άγρια βατόμουρα στους φράχτες τον Αύγουστο, οι κουφάλες στις ελιές, τα κυπαρίσσια ευθυτενή, οι αγκαθιές, τα ζουζούνια, οι χωρικοί που φυτεύουν πατάτα και φασολάκια περιμένοντας τη συγκομιδή, οι χωρικοί που μαζεύουν ελιά και την παν στο λιοτρίβι, οι χωρικοί που τρυγάν τ' αμπέλια και βγάνουν κρασί, οι χωρικοί που φορούν τα καλά τους τις Κυριακές και παν στην εκκλησιά.
.
αληθινά, δεν γνωρίζω ακριβώς τι είναι εκείνο που σε κάνει να ερωτευτείς τη γη ή να αγαπήσεις έναν τόπο...
μην είναι, που έχεις ακούσει τόσες φορές να σου μιλάν οι άνθρωποι γιά τα βάσανά τους ; γιά τη μοναξιά του χωριού τον χειμώνα ; γιά τη φτώχεια τους ; γιά τη βροχή που δεν έρχεται η ευλογημένη να ποτίσει ; γιά το χαλάζι που κατέστρεψε τα βλαστάρια τους ; γιά την πλημμύρα μερόνυχτα ολόκληρα που τα σάπισε όλα ; γιά το δάκο και τ' αεροπλάνα που δεν ράντισαν ; γιά τον έμπορο, που δίνει γιά το προϊόν τους μιά δεκάρα και το πουλάει είκοσι ;
.
αληθινά δεν ξέρω τι σε κάνει να πονέσεις έναν τόπο...
μη, που οι γιαγιές φέρνουν και σε φιλεύουν το καλοκαίρι καθαρισμένα τα παυλόσυκα , "να μην κεντήσεις τα άμαθα χέρια σου" ;
μη, που κάθονται με τις ζέστες τ' απομεσήμερο στη δροσιά της πεζούλας, έξω απ' το παράθυρό σου, γιατί είναι γέροι κι ύπνο δεν έχουν, κι ούτε αφίνουν κι εσένα με τις κουβέντες τους να κοιμηθείς ;
.
πώς άραγε οδηγείσαι ν' αγαπήσεις τελικά έναν τόπο ;
γιά τα πανηγύρια που έζησες στην πλατεία του χωριού ; γιά τα τραγούδια τους, που έμαθες κι εσύ να τραγουδάς ; γιά τους χορούς τους, που δεν έμαθες να χορεύεις, αν και θα τόθελες; γιά τα μυστικά τους που σου εμπιστεύθηκαν ; γιά τους φίλους που έκαμες ; γιά τις γκρίνιες τους ; γιά τη ντοπιολαλιά τους, που φορές παιδεύεσαι να ερμηνεύσεις ;
γιατί άραγε ;
.
θαρρώ, δεν έχουν όλα τα πράματα μιάν εξήγηση.
δεν έχουν εξήγηση ειδικά , όσα έχουν να κάνουν με τα αισθήματα, με την καρδιά τ' ανθρώπου και την αγάπη.
εδώ, με την αγάπη της γης των ανθρώπων...
.
.
η εκκλησία της Αγίας Παρασκευούλας
.
.
γέρικες ελιές
.
.
Λορέντζος Μαβίλης
Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα νάθελε να σε νεκροστολίσει.
Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
της αγάπης, πιπίζοντας ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτάρικο κυνήγι,
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.
Ώ πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν
με τη μαγευτική βοή που κάνουν
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες
που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν
ώ να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
και άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες.
.
άνθος της πέτρας
.
.
τα λιόδεντρα
.
.
καρποί ευλογημένοι
.
.
.
.
"που χει αγκαλιά τον ουρανό"...
.
.
.
τσαμπιά κρέμονται οι γλυτσίνες !
.
.
κοιλάδες και λόφοι με κυπαρίσσια
.
.
.
.
.
.
.
.
.