.
ΙΙΙ.
Βιβλιοθήκη Ελλήνων και ξένων συγγραφέων
ΛΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Ποιητική Ανθολογία
Βιβλίο έκτο
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ
Εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑ
Σελίδες 216
ΔΡΧ.20
Γεώργιος Δροσίνης
Από τη συλλογή ΦΩΤΕΡΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ
.
8
.
Όταν σφιχτά σφαλώ τα μάτια μου,
Κι όταν σε νύχτας σκότη μένω,
Νιώθω και πάλι μες στα βλέφαρα
Φως, λίγο φως, βαθιά κλεισμένο
.
Είναι της μέρας το αντιφέγγισμα
Που τρεμοσβήνει ακόμα εμπρός μου ;
Ή κάποιο ουράνιο γλυκοχάραγμα
Κάποιας αυγής αγνώστου κόσμου ;
.
.
.
.
.
Ιωάννης Πολέμης
.
9
.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΙΟΛΙ
Ray Man 1924
Le Violin d' Ingres
.
Άκουσε τ΄ απόκοσμο, το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι' απάρθενα της αγάπης χείλη.
Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δη περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.
Ως κι ο γκιόνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθη ο δύστυχος πως ν` αναστενάζη.
Τι κι αν τρώη το ξύλο του το σαράκι ; τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.
Ειμ` εγώ τ' απόκοσμο, το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.
Τι κι αν τρώη τα σπλάχνα μου το σαράκι ; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.
.
.
.
.
.
Κώστας Κρυστάλλης
.
10
.
Στο σταυραητό !
.
Από μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια
και μεσ' στα σύγνεφα πετάς, μεσ' στα βουνά ανεμίζεις
φωλιάζεις μεσ' στα κράκουρα, συχνομιλάς με τάστρα,
με την βροντή ερωτεύεσαι, κι απιδρομάς και παίζεις
με τάγρια αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει
κι έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος
κι εφώλιασε βαθιά - βαθιά μεσ' στ' άσαρκο κορμί μου
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει την νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ' αψήλου ν' ανεβώ ν' αράξω θέλω, αητέ μου,
μέσ' στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
Θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ' εσένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, καθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα, σαν αδέρφι
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ.
Και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνου να πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδεντρον αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο
και δως μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!
.
.
.
.
.
.