Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2012




Friedrich Hölderlin (1770 – 1843)

«Στο μεταξύ συχνά μου φαίνεται
καλύτερα να κοιμηθώ, τι έτσι χωρίς συντρόφους να ’μαι  - στίχ. 120
έτσι να ανυπομονώ και τι στο μεταξύ να κάνω, τι να πω
δεν ξέρω, κι οι ποιητές προς τι σε τέτοιον άπορο καιρό ;»



Brod und Wein

- μία ελεγεία, τρία σχεδιάσματα -


Μετάφραση Α. ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΔΗΣ
Εκδ. εξάντας


«Τριγύρω ησυχάζει η πολίχνη. Γαληνεύει φωτισμένο το σοκάκι,
και, πυρσοστόλιστα, κατηφορίζουν και αχολογούν τ’ αμάξια.
Χορτάτοι απ’ της μέρας τη χαρά γυρίζουνε ν’ αναπαυθούν οι ανθρώποι,
Και με ικανοποίηση πολλή στο σπίτι ζυγίζει κέρδη και ζημιές
Του νοικοκύρη το κεφάλι. Από λουλούδια και σταφύλια αδειάζει , - στιχ. 5
Κι απ’ των χεριών τα έργα ησυχάζει η πολύπραγη αγορά.
Μα από τους κήπους μακριά τραγούδι έγχορδου ηχεί. Ίσως εκεί
Ερωτευμένο παίζει ή κάποιος άνδρας μοναχός αναπολεί
Τους φίλους του που μάκρυναν και τον καιρό της νιότης. Και οι πηγές
Αστείρευτες και δροσερές σ’ ευωδιαστά παρτέρια κελαρύζουν, - στίχ. 10
Γαλήνια στο μουχρωμένο αγέρα καμπάνες ηχηρές σημαίνουν
Και των ωρών τον αριθμό φροντίζοντας νυχτοσκοπός αγγέλλει *.
Τώρα κι η αύρα έρχεται, αναταράζει τις κορφές στο άλσος,
Ιδού ! και το φεγγάρι, της γης μας ομοιόγραφο,
Έρχεται στα κρυφά κι ετούτο τώρα…» - στίχ. 15


* Και των ωρών τον αριθμό φροντίζοντας  νυχτοσκοπός αγγέλλει :
στις Γερμανικές πόλεις οι νυχτοφύλακες είχαν την υποχρέωση να φωνάζουν δυνατά τον αριθμό των ακεραίων ωρών.


** σημείωση του Michael Franz :
η αρχή της ελεγείας του Χαίλντερλιν, δηλαδή η πρώτη στροφή, από μόνη της παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο έργο τέχνης σε μικρογραφία .














Κυριακή, Σεπτεμβρίου 16, 2012


Γεώργιος Δροσίνης

Τὰ πρωτοβρόχια



Μὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα
τοῦ χειμώνα: τὸ ποτάμι θὰ θολώσει,
θὰ τριζοβολοῦν ξερὰ τὰ πλατανόφυλλα
θὰ κρυώσει
νύχτα καὶ θὰ μεγαλώσει.

Θὰ δροσοσταλάζουν κόκκινα τὰ κούμαρα,
κυκλαμιὲς θ' ἀνθοῦν στὸ χῶμα ταίρια ταίρια,
θὰ καπνίζουν σφαλιστὰ τὰ χωριατόσπιτα
καὶ θ' ἀρχίσουν τὰ σπιτιάτικα νυχτέρια.

Θὰ σωπάσει ὁ τζίτζικας κι ἑτοιμοτάξιδα
γι’ ἄλλων τόπων ἄνοιξη, μακριὰ ἀπ' τὰ χιόνια
βράδυ βράδυ ὡς τὰ μεσούρανα θὰ χύνονται
μαῦροι φτερωτοὶ σταυροὶ τὰ χελιδόνια.

Ὦ χαρά μας! τὸ χειμώνα θὰ προσμένομε,
δίχως πάγους καὶ χιονιὲς νὰ φοβηθοῦμε:
τὴ ζωή μας τὸ στερνὸ ταξίδι ἐκάναμε
καὶ τὴν ἄνοιξη ἄλλων τόπων δὲν ποθοῦμε.