Τρίτη, Οκτωβρίου 31, 2006



"την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι".

Signature
Α.Κ.

Στη Ζάϊμα,

με την έρημο ολόγυρα, οι νύχτες ήταν δύσκολες κι οι μέρες ακόμα πιο πολύ. Απέραντη μοναξιά.
Η γυναίκα, κάθε βράδυ, μάζευε την ελληνική παροικία στο κατώφλι του σπιτιού της. Σκληρές αντροπαρέες. Μονάχα σκληροτράχηλοι κατάφερναν να επιβιώνουν σε τέτοιες συνθήκες. Σα να ζούσαν σε λευκά κελιά…
Σπάνια, κάποιος εργαζόμενος είχε φέρει κοντά, απ’ την Ελλάδα, και τη γυναίκα του. Έτσι όπως είχε έρθει κι αυτή, καληώρα... Αυτός, δεν ήταν τόπος που ήθελαν οι γυναίκες να ζήσουν. Μήτε φωνή ολημερίς, μήτε άνθρωπος. Ζέστη, 50 - 60 βαθμοί κι ατέλειωτη, άνυδρη έρημος. Τίποτ’ άλλο. Όμως σ' αυτή τη γυναίκα, της άρεσε. Ακόμα τώρα, χρόνια μετά, η έρημος ασκεί πάνω της καταλυτική γοητεία.
Το βραδάκι, η θερμοκρασία έπεφτε. Μόλις το εργοτάξιο σχόλαγε, μόλις οι Ινδοί, οι Φιλιππινέζοι, οι Σομαλοί, μαζεύονταν στις δικές τους γειτονιές, εκείνη έβγαζε έξω, στη δροσιά, τραπεζάκια και περίμενε την παρέα, τους Έλληνες. Έβγαζε το τάβλι και τις τράπουλες. Είχε πάντα γι αυτούς στο ψυγείο της δροσερούς χυμούς και μπύρες, χωρίς αλκοόλ.
Αυτοί, πάντα γκρινιάζανε «δεν πίνονται αυτές οι μπύρες… κατρουλιό είναι… έπρεπε να τις έχεις πιο πολύ παγώσει…»
Κάθε βράδυ όμως, στο κατώφλι της. Χωρίς απουσίες. Και πού να πάνε, άλλωστε; Άμμος όλο γύρω. Σκοτεινιά. Σαν το τέλος της γης...
Ένα βράδυ, ο Κατερινιώτης εργοδηγός, ο Πέτρος, ήρθε χαρούμενος.
«Κορίτσι, σου χω δώρο»! της είπε με χαρά. Τα μάτια του γέλαγαν.
Άνοιξε την αγκαλιά του και φανέρωσε μέσα μια μικρούλα, κουβαριασμένη μαϊμού.
Η γυναίκα τρελάθηκε. «Δική μου;» ρώτησε.
«Δική σου». Και της την έβαλε στην αγκαλιά.
Από τότε, η γυναίκα παρέα αχώριστη με τη μαϊμού. Γίνανε και γελαστοί, ομαδικοί τσακωμοί, πώς να τη βγάλουνε. Της γυναίκας δεν της άρεσαν τα «τσίτα» και τα παρόμοια. Τέλος, πέρασε το δικό της. Τη μαϊμού την είπανε Ζάϊμα.
Εις ανάμνησην…
Για μήνες, όλη μέρα, με τη Ζάϊμα ασχολιότανε. Της φτιάξανε με κοτετσόσυρμα ένα σκιερό κλουβί, μεγάλο σα δωμάτιο. Κάθε πρωί, ο Μάρκο, ο Πιλιπίνο, της άφηνε στην πόρτα ένα καφάσι μπανάνες κι εκείνη, τις καθάριζε μία μία, κι άντε, όλη μέρα, να ταίζει μπανάνες τη Ζάϊμα.
Μέχρι που μια μέρα, κάποιος άφησε ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού, κι αυτή η αχάριστη μαϊμού, βρήκε ευκαιρία και ξεπόρτισε...
Στεναχώρια να δεις…
... ένας κόμπος ψυχής, κι ούτε πιά λέξη...




Σκόρπια λόγια από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
της αρετής,

της ερημιάς
και του έρωτα



…την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.

ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΟΥ άθροισα και δε σε βρήκα
Πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!

-…στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση

-…κάτω απ΄ τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρυσα
Τον κόσμο
Κλαίγοντας γοερά

-«Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
Και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του»
είπε

-…«Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις» είπε…

-Τόσο εύλογο το Ακατανόητο

-Αρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες
Κι επειδή συλλογίστηκεν ωραία που είναι
στην αγκαλιά ο ένας του άλλου
Γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες…

-…και πολλά μέλλει να μάθεις αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις

…το ερεβοκτόνο ρόδι
τα φλεγόμενα ωκύποδα φιλιά…

-«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου
νόημα, είπε
Πριν από την καρδιά σου θα ναι αυτή
Και μετά πάλι αυτή θ΄ ακολουθήσει
Τούτο μόνο να ξέρεις:
Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή
Καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει

-ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μου έδωσαν ελληνική.
…Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

-Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
…Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
Και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
Στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!


-ΜΟΝΟΣ κυβέρνησα * τη θλίψη μου
Το μήνυμα που σήκωνα * τ΄ άντεξα μόνος
Μόνος απέλπισα * το θάνατο
Και είπα: με μόνο το Άσπιλο * του νου μου θα χτυπήσω!
Στο πείσμα των σεισμών * στο πείσμα των λιμών
Στο πείσμα των εχτρών * στο πείσμα των δικών
Μου, ανάντισα κρατήθηκα * ψυχώθηκα, κραταιώθηκα

- Όπου και να σας βρίσκει το κακό , αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

-Εύγε πρώτη νεότης μου!
Τόσο χώμα στις ρίζες μου έριξες, που κι η σκέψη μου χλόισε!
Τόσο φως μες στο αίμα, που κι η αγάπη μου πήρε
Το κράτος και το νόημα τ΄ ουρανού.
Καθαρός είμαι απ΄ άκρη σ΄ άκρη
Και στα χέρια του θανάτου άχρηστο σκεύος.


-...Αμαρτία μου να ’χα * κι εγώ μιάν αγάπη

- την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.


- ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

…η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι

…ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος

…ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πιά λέξη

…τα νυχτέρια τ’ ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα


…το μικρό «γιατί» που έμεινε αναπάντητο…



Οδ. Ελύτης

Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006


... στο φως!...

.
LA NOUVELLE VAGUE!

Les Blogs sont des messages typiquement informels et personnels, presque comme les données inscrites dans un carnet de bord.
-
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ, για τις σκέψεις μας.
-
Θα ήθελα να συμμετέχουν ενεργά οι φίλοι.
Να συνδιαμορφώσουν, να προτείνουν, να εκφραστούν, να διορθώσουν.
-
Με σεβασμό και με την ομορφιά, που βγαίνει μέσα απ' τους ανθρώπους...
-
Ε, λοιπόν, ΚΑΛΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ !




ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ

-Αφιερωμένο στην Άννα μου, το Νικόλα μου

στο Χάρη, τον Αντωνάκη
και τα δίδυμα Μιχαήλ Άγγελο και Αντώνη-


Έπεσα για να κολυμπήσω
κι άφησα την καρδιά μου πίσω

Άφησα την καρδιά μου χάμω
σαν το κοχύλι μες στην άμμο

Πέρασαν όλες οι κοπέλες
με τα μαγιό και τις ομπρέλες

Ύστερα πέρασν οι φίλοι
κανείς δε βρήκε το κοχύλι

Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
που να 'ν' η αγάπη για να πάω

Έφαγε η θάλασσα το βράχο
κι έμεινε το νησί μονάχο.



-Οδ. Ελύτης, ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ-

* Η photo είναι από τον Όλυμπο. Την έβγαλαν η Μαρίζα με την Άννα, 28/10/06.

Τις ευχαριστώ !