"την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι".
Signature
Α.Κ.
Α.Κ.
Στη Ζάϊμα,
με την έρημο ολόγυρα, οι νύχτες ήταν δύσκολες κι οι μέρες ακόμα πιο πολύ. Απέραντη μοναξιά.
Η γυναίκα, κάθε βράδυ, μάζευε την ελληνική παροικία στο κατώφλι του σπιτιού της. Σκληρές αντροπαρέες. Μονάχα σκληροτράχηλοι κατάφερναν να επιβιώνουν σε τέτοιες συνθήκες. Σα να ζούσαν σε λευκά κελιά…
Σπάνια, κάποιος εργαζόμενος είχε φέρει κοντά, απ’ την Ελλάδα, και τη γυναίκα του. Έτσι όπως είχε έρθει κι αυτή, καληώρα... Αυτός, δεν ήταν τόπος που ήθελαν οι γυναίκες να ζήσουν. Μήτε φωνή ολημερίς, μήτε άνθρωπος. Ζέστη, 50 - 60 βαθμοί κι ατέλειωτη, άνυδρη έρημος. Τίποτ’ άλλο. Όμως σ' αυτή τη γυναίκα, της άρεσε. Ακόμα τώρα, χρόνια μετά, η έρημος ασκεί πάνω της καταλυτική γοητεία.
Το βραδάκι, η θερμοκρασία έπεφτε. Μόλις το εργοτάξιο σχόλαγε, μόλις οι Ινδοί, οι Φιλιππινέζοι, οι Σομαλοί, μαζεύονταν στις δικές τους γειτονιές, εκείνη έβγαζε έξω, στη δροσιά, τραπεζάκια και περίμενε την παρέα, τους Έλληνες. Έβγαζε το τάβλι και τις τράπουλες. Είχε πάντα γι αυτούς στο ψυγείο της δροσερούς χυμούς και μπύρες, χωρίς αλκοόλ.
Αυτοί, πάντα γκρινιάζανε «δεν πίνονται αυτές οι μπύρες… κατρουλιό είναι… έπρεπε να τις έχεις πιο πολύ παγώσει…»
Κάθε βράδυ όμως, στο κατώφλι της. Χωρίς απουσίες. Και πού να πάνε, άλλωστε; Άμμος όλο γύρω. Σκοτεινιά. Σαν το τέλος της γης...
Ένα βράδυ, ο Κατερινιώτης εργοδηγός, ο Πέτρος, ήρθε χαρούμενος.
«Κορίτσι, σου χω δώρο»! της είπε με χαρά. Τα μάτια του γέλαγαν.
Άνοιξε την αγκαλιά του και φανέρωσε μέσα μια μικρούλα, κουβαριασμένη μαϊμού.
Η γυναίκα τρελάθηκε. «Δική μου;» ρώτησε.
«Δική σου». Και της την έβαλε στην αγκαλιά.
Από τότε, η γυναίκα παρέα αχώριστη με τη μαϊμού. Γίνανε και γελαστοί, ομαδικοί τσακωμοί, πώς να τη βγάλουνε. Της γυναίκας δεν της άρεσαν τα «τσίτα» και τα παρόμοια. Τέλος, πέρασε το δικό της. Τη μαϊμού την είπανε Ζάϊμα.
Εις ανάμνησην…
Για μήνες, όλη μέρα, με τη Ζάϊμα ασχολιότανε. Της φτιάξανε με κοτετσόσυρμα ένα σκιερό κλουβί, μεγάλο σα δωμάτιο. Κάθε πρωί, ο Μάρκο, ο Πιλιπίνο, της άφηνε στην πόρτα ένα καφάσι μπανάνες κι εκείνη, τις καθάριζε μία μία, κι άντε, όλη μέρα, να ταίζει μπανάνες τη Ζάϊμα.
Μέχρι που μια μέρα, κάποιος άφησε ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού, κι αυτή η αχάριστη μαϊμού, βρήκε ευκαιρία και ξεπόρτισε...
Στεναχώρια να δεις…