Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006



Από τη Νομική...

Signature
Α.Κ.

Τα βράδυα, έκανε κρύο. Μαζεύονταν ο ένας σφιχτά κοντά στον άλλο, καθιστοί , κατάχαμα. Τζήν στυλ καμπάνα... Μπότες, χακί αμπέχωνα, ταγάρια μάλλινα. Τ’αγόρια, μαλλιά μακριά, αφάνες, μούσια. Άφιλτρα gauloises και άσσος σκέτος. Απ’ το πρώτο απόγευμα, τέλειωσε στην καντίνα κι η τελευταία στάλα καφέ, κι η τελευταία σταλιά ζάχαρη. Μετά κι η γόπα, απ’ τον ένα στον άλλο. Εκείνη φοβότανε λίγο. Κι άλλοι θα φοβόνταν. Κανείς δεν το δειχνε. Μετά, κοιμήθηκαν λίγο πάνω στα έδρανα.
Τραγούδησαν όλοι μαζί, να ζεσταθούνε. Αλλόκοτα τραγούδια. Εκεί μέσα τα μαθαν όλα. Η Νομική της σκάλας. Η Νομική του δρόμου. Του τραγουδιού η Νομική. Και της ταράτσας. Κάθε μέρα, στη σειρά οι μέρες. Κάθε πρωί, κάθε απόγεμα, κάθε βράδυ και ξανά κάθε πρωί.
Οι γείτονες, απ’ τη μεριά της Σόλωνος, όροφος δεύτερος ή τρίτος, ποιος θυμάται; το πρωί, να πετάνε πορτοκάλια, απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα. Συσσίτιο, φέτα φέτα το πορτοκάλι. Πάρε εσύ τη μεγαλύτερη φέτα. Εγώ πεινάω πιο λίγο.

Και πού να τα πείς; Πού να τα ουρλιάξεις;

Εκείνος ήταν θαρραλέος. Δυό μέτρα άντρας. Τους έκανε όλους πέρα και τρύπωσε στο νεκροτομείο.
Κι έπειτα, στην πίσω αυλή. «Δε φεύγω από δω, χωρίς εσένα», είπε. «Φύγε μπαμπά», του φώναζε απ' το παράθυρο. . «Δε φεύγω από δω, χωρίς εσένα». Κι εκείνη, που τον αγάπαγε, μάζεψε το κουράγιο της, πήδηξε απ’ το παράθυρο του δεύτερου ορόφου στο περβάζι κι από κει, πάνω στα βαρέλια της πίσω αυλής.
«Έλα, της είπε. Μην τρομάξεις». Την έπιασε σφιχτά απ’ το χέρι. Σταθερά. Μπήκαν στο νεκροτομείο. Κίτρινος άνθρωπος, ξαπλωμένος στο τραπέζι. Νεκρός. Ακίνητος. «Περπάτα!» της είπε, και την έπιασε πιο σταθερά. Μόλις βγήκαν, αυτή κοντοστάθηκε. «Πεινάνε», του είπε ξεψυχισμένα.
Την κοίταζε... Μετά κατάλαβε. Ανηφόρισαν τη Σίνα. Απ’ την κάτω μεριά, η Ακαδημίας ήταν κόλαση. Εκατοντάδες ένστολοι. Ένα τετράγωνο πιο πάνω, μπήκαν σ’ ένα μαγαζάκι. Γέμισε σακούλες μπισκότα και σοκολάτες.
Ξανά πίσω, η ίδια διαδρομή. Ξανά σφιχτά το χέρι. Ξανά το νεκροτομείο. Ξανά ο κίτρινος νεκρός. Ξανά η πίσω αυλή. Τα βαρέλια, το περβάζι, το παράθυρο.

Και πού να τα πείς; Πού να τα ουρλιάξεις;

Κι εσύ, τι σηκώθηκες κι έφυγες; Δενυπάρχει πιά κανείς, να κρατάει σταθερά το χέρι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: