-Γραμμένο για τη Ματίλντα μου-
Σε καμάρωσα!
Πάντα δε σε καμάρωνα;
Τρελό μου ψάρι εσύ, βουνίσιο κι αέρινο…
LA cantatrice! (ο τονισμός στο LA)
Μου θυμίζεις ένα ποίημα. Θα το βρω, κι αν δεν καταλαβαίνεις, θα στο μεταφράσω.
Ta tete, ton geste, ton air, sont beaux, comme un beau paysage, le rire joue a ton visage…
Μόλις άρχισες,
την Κιωκιώ κι εμένα, μας ψιλοπήραν φυσικά τα ζουμιά. Εγώ όμως συνήλθα αμέσως και το απήλαυσα!
Το saxo, grand!
“Πες μου μια λέξη, αυτή τη μόνη λέξη
Σε λίγο πια θα φέξει, θα ’ρθει χλωμή η αυγή
Κοντεύει έξι, ας πούμ’ αυτή τη λέξη
που ’χει στα χείλη μπλέξει και δεν τολμά να βγει
Ο ουρανός, ο μεγάλος ουρανός
είν’ ακόμα σκοτεινός και η νύχτα κυλά
Μα εκεί ψηλά κοίτα έν’ άστρο που δειλά
μοναχό φεγγοβολά και μάς χαμογελά
Νύχτα ασημένια κι η κάθε μου η έννοια
σ’ απόχη μεταξένια από ξανθά μαλλιά
Γλυκοχαράζει, αλλά δεν σε πειράζει
που γέμισε μαράζι η άδεια μου αγκαλιά
Πες μου μια λέξη...
Ο ουρανός, ο μεγάλος ουρανός...
Νύχτα ασημένια...”
Ο γέροντας, αξιοπρεπής και πάντα μειλίχιος. Πώς να μη σκύψεις, να φιλήσεις το χέρι του…
Εσείς, δεν ξέρετε τι ρόλο έπαιξαν κάποτε αυτοί οι άνθρωποι στη ζωή μας…
Πόσο κουράγιο, αλλά και πόσες ιδέες μας έδωσαν …
Σοφός και γλυκομίλητος. Είχε πάντα, τον καλύτερο λόγο, απ’ όλους τους…
«Μας έχετε φωτίσει», του λέω. Με κοιτάζει. «Φωτίσει ή ποτίσει»; «Φ, του λέω φωναχτά, όπως Φώτης». «Μάλιστα…» λέει. Μετά όμως, εγώ το ξανασκέφτηκα… «και ποτίσει…», του λέω. Γέλασε.
Την καταβρήκα, γιατί ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη ένα βιβλίο που δεν είχα ξαναδεί. Γι αυτό, την έβγαλα μετά σερί στο σκαμπουδάκι.
Αντιγράφω ένα κομμάτι που μ’ άρεσε:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
-Εσωτερική αφιέρωση πρώτης σελίδας
Στην Κατερίνα
Τσαρούχης
1984-
"Εις την οδό που πάει από το Φάληρο στον Πειραιά, ευρέθη εις το υπόγειο, που επρόβαλε, ο δωδεκαετής Ιησούς υπό μορφή κοριτσιού που τραγουδούσε χτενιζόμενο.
Το τριανταφυλλί εκυριαρχούσε μέσα στην άφθονη σκόνη που εφωτίζετο από τις φλόγες του ηλίου και τις στριγγλιές των γραμμών του τραμ, αρχαιότερες της Εδέμ.
Το κορίτσι ήταν από την Κρήτη ή το Τσιρίγο κι είχε μέσα εις το στόμα του μια ζωηρή τριανταφυλλιά ολόκληρη και το όλο απόπνεε τυρί φρέσκο (λέγε, αν θέλεις, αποπνευματοποιημένο). Η θάλασσα ακούραστη εμύριζε με την ένταση της εχθρότητος κι άλλοι, γενναιότεροι ίσως από μένα, εζητούσαν ακουσίως να ψαρέψουν ό, τι ήταν απαραίτητο, αλλά κι εγώ εψάρεψα ό, τι μπορούσα, ό, τι μπορούσα.
Αυτοί επάλευαν με την θάλασσα χαίροντες, αλλά κι εγώ εψάρεψα ό, τι μπορούσα, εν μέρει χαιρόμενος, ώσπου κατέληξα στο σπίτι και άρχισα να κλαίγω το κλάμα του απογεύματος της Αναγεννήσεως, με πείσμα και δίχως κατανόηση άλλη. Δίχως να γνωρίζω το σχήμα και το μέγεθος της γής. Έκλαιγα πικρά, ώσπου η καρέκλα του Ντα Βίντσι έπεσε τέλος με ορμή ασυνήθιστη ……………………………………………
Και ο Ερωτόκριτος του σπηλαίου, μαζί με το σκονισμένο, έξοχο κορίτσι, ιδρωμένοι και ζωηροί, τρέχοντας προς το αντίθετο μέρος κι αδιαφορώντας για το σκότος των ανακαλύψεων των παλαιοτέρων από κάθε προσδοκία.
Σ’ ένα μικρό ποτήρι το ήπια το γνωστό φαρμάκι, ψιθυρίζων συνεχώς στο τέλος της εικόνος «η καλή παρηγοριά, η καλή παρηγοριά» του βελουδένιου τραπεζιού του αντίθετου με την θάλασσα,
την θάλασσα που έφαγε όλους τους καθρέφτες της μονής του χαϊδεμένου πετεινού που εφυλάσσετο στο γκρεμνό της παραλίας από μοναχές του νοσοκομείου,
τρώγοντας μπαμπάκια με αίμα και στραγάλια και τσιγάρα των στρατιωτών.
Τέλος εβάδισα προς τον γκρεμνό υπό μορφήν στρειδιού,
αδιαφορώντας για την σκόνη του δρόμου που επέρασα
θέλοντας να πάω να κρυφτώ εις το σπήλαιο της νεράϊδας του γιαλού.»
Τίλντα, έπειτα από 20 χρόνια, ίσως σου εξηγήσω αυτήν, την τελευταία παράγραφο…
Όπως λες κι εσύ, perhaps, perhaps, perhaps…
(α, κοίτα, κι αν δε σου βγεί η Νομική, «έχεις τέχνη κι άστηνε, κι αν πεινάσεις, πιάστηνε»)
Το άλλο τρελό ψάρι…
Το τριανταφυλλί εκυριαρχούσε μέσα στην άφθονη σκόνη που εφωτίζετο από τις φλόγες του ηλίου και τις στριγγλιές των γραμμών του τραμ, αρχαιότερες της Εδέμ.
Το κορίτσι ήταν από την Κρήτη ή το Τσιρίγο κι είχε μέσα εις το στόμα του μια ζωηρή τριανταφυλλιά ολόκληρη και το όλο απόπνεε τυρί φρέσκο (λέγε, αν θέλεις, αποπνευματοποιημένο). Η θάλασσα ακούραστη εμύριζε με την ένταση της εχθρότητος κι άλλοι, γενναιότεροι ίσως από μένα, εζητούσαν ακουσίως να ψαρέψουν ό, τι ήταν απαραίτητο, αλλά κι εγώ εψάρεψα ό, τι μπορούσα, ό, τι μπορούσα.
Αυτοί επάλευαν με την θάλασσα χαίροντες, αλλά κι εγώ εψάρεψα ό, τι μπορούσα, εν μέρει χαιρόμενος, ώσπου κατέληξα στο σπίτι και άρχισα να κλαίγω το κλάμα του απογεύματος της Αναγεννήσεως, με πείσμα και δίχως κατανόηση άλλη. Δίχως να γνωρίζω το σχήμα και το μέγεθος της γής. Έκλαιγα πικρά, ώσπου η καρέκλα του Ντα Βίντσι έπεσε τέλος με ορμή ασυνήθιστη ……………………………………………
Και ο Ερωτόκριτος του σπηλαίου, μαζί με το σκονισμένο, έξοχο κορίτσι, ιδρωμένοι και ζωηροί, τρέχοντας προς το αντίθετο μέρος κι αδιαφορώντας για το σκότος των ανακαλύψεων των παλαιοτέρων από κάθε προσδοκία.
Σ’ ένα μικρό ποτήρι το ήπια το γνωστό φαρμάκι, ψιθυρίζων συνεχώς στο τέλος της εικόνος «η καλή παρηγοριά, η καλή παρηγοριά» του βελουδένιου τραπεζιού του αντίθετου με την θάλασσα,
την θάλασσα που έφαγε όλους τους καθρέφτες της μονής του χαϊδεμένου πετεινού που εφυλάσσετο στο γκρεμνό της παραλίας από μοναχές του νοσοκομείου,
τρώγοντας μπαμπάκια με αίμα και στραγάλια και τσιγάρα των στρατιωτών.
Τέλος εβάδισα προς τον γκρεμνό υπό μορφήν στρειδιού,
αδιαφορώντας για την σκόνη του δρόμου που επέρασα
θέλοντας να πάω να κρυφτώ εις το σπήλαιο της νεράϊδας του γιαλού.»
Τίλντα, έπειτα από 20 χρόνια, ίσως σου εξηγήσω αυτήν, την τελευταία παράγραφο…
Όπως λες κι εσύ, perhaps, perhaps, perhaps…
(α, κοίτα, κι αν δε σου βγεί η Νομική, «έχεις τέχνη κι άστηνε, κι αν πεινάσεις, πιάστηνε»)
Το άλλο τρελό ψάρι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου