Σαν σήμερα
Μόλις 32 χρόνια
μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου
(που σηματοδοτεί το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης)
και μια μέρα ακριβώς σαν σήμερα,
πριν 148 χρόνια
(13 Γενάρη 1859)
γεννήθηκε ο Κωστής Παλαμάς
Ν’ ανοίξουν κάμε αγνάντια μου
Άλλοι δρόμοι, άλλοι νόμοι…
Μοναξιά, σκέπη ολόβαθη
Των θείων και των θηρίων,
Κάτι σαλεύει μέσα σου
Σα λαός μυστηρίων.
Κάμε κάτου απ’ τον ίσκιο σου
Και μες στην αγκαλιά σου
Να βλέπω με τα μάτια σου
Να γρικώ με τ’ αυτιά σου,
Να μιλώ με τα λόγια σου.
Κράτα μ’ έξω απ’ τα πλήθη,
Δώς μου του θείου τον έρωτα
Και του θηρίου τη λήθη!
...................................................
Όταν ξεσπερμεύονται οι λαοί
Και ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες,
Μέσα στων πολέμων τη βοή
Κι έξω και παράμερα, δεν είδες;
Σιγοδέονται κάποιοι σαν ιερουργοί,
Κι ενώ κάτου από τα πόδια τους τραντάζει
Κι ενώ σειέται και χαλιέται γύρω η γη
Τίποτε, θαρρείς, δεν τους ταράζει
Σα ν’ ακολουθάνε μυστική
Μ’ ένα Κύριον αφανέρωτο ομιλία
Γυρτοί, ασάλευτοι, και σαν εκστατικοί
Στα λειτουργικά τους τα βιβλία
Όλοι γύρω τους, και γέροι και παιδιά
Και οι γυναίκες, τ’ άρματα στα χέρια,
Μόνο εκείνοι –αχτύπητη η καρδιά-
Με τα χέρια ανάερα προς τ’ αστέρια
Άδεια δεν είναι τα χέρια τους, κρατάνε
Τα πουλιά τα μαντικά της προσευχής,
Και την πρώτη ορμή, τους δίνουν και πετάνε
Προς τους θρόνους της Ιδέας και της Ψυχής
Καίει φωτιά σ’ ένα βωμό, ο βωμός
Φροντισμένος από κείνους και δε σβύνει.
Θα περάσουν κι ο θυμός κι ο χαλασμός,
Μα ο θνητός, ορθός ή χάλασμα, θα μείνει
Στου βωμού τη θεία φωτιά θα πάει ξανά,
Όπου η Πίστη, η Τέχνη, ο Λόγος, η Σοφία.
Στα παντοτινά Ωσαννά!
Στα λειτουργικά βιβλία.
Σιγοδέονται κάποιοι σαν ιερουργοί,
Λαοί τριγύρω τους, με τ’ άρματα στα χέρια
Και χαλιέται η γη, και ρυάζεται η σφαγή.
Με τα χέρια εκείνοι, ανάερα προς τ’ αστέρια
Όμως, όσο κι αν ασάλευτοι φαντάζουν
Στους χορούς των Ερινύων και των Κυκλώπων,
Τα υψωμένα χέρια τρέμουν και σπαράζουν
Σαν απ’ όλη τη λαχτάρα των ανθρώπων
Και τα μάτια τους κι ας φαίνονται δεμένα
Σαν αδάκρυστα, με μια υπερκόσμια φέξη.
Είναι από το δάκρυο θολωμένα
Το πικρότερο, που δεν μπορεί να τρέξει
Όταν ξεσπερμεύονται οι λαοί
Και ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες,
Μέσα στων πολέμων τη βοή
Κι έξω και παράμερα, δεν είδες;
Όταν ξεσπερμεύονται οι λαοί
Και ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες,
Μέσα στων πολέμων τη βοή
Κι έξω και παράμερα, δεν είδες;
Σιγοδέονται κάποιοι σαν ιερουργοί,
Κι ενώ κάτου από τα πόδια τους τραντάζει
Κι ενώ σειέται και χαλιέται γύρω η γη
Τίποτε, θαρρείς, δεν τους ταράζει
Σα ν’ ακολουθάνε μυστική
Μ’ ένα Κύριον αφανέρωτο ομιλία
Γυρτοί, ασάλευτοι, και σαν εκστατικοί
Στα λειτουργικά τους τα βιβλία
Όλοι γύρω τους, και γέροι και παιδιά
Και οι γυναίκες, τ’ άρματα στα χέρια,
Μόνο εκείνοι –αχτύπητη η καρδιά-
Με τα χέρια ανάερα προς τ’ αστέρια
Άδεια δεν είναι τα χέρια τους, κρατάνε
Τα πουλιά τα μαντικά της προσευχής,
Και την πρώτη ορμή, τους δίνουν και πετάνε
Προς τους θρόνους της Ιδέας και της Ψυχής
Καίει φωτιά σ’ ένα βωμό, ο βωμός
Φροντισμένος από κείνους και δε σβύνει.
Θα περάσουν κι ο θυμός κι ο χαλασμός,
Μα ο θνητός, ορθός ή χάλασμα, θα μείνει
Στου βωμού τη θεία φωτιά θα πάει ξανά,
Όπου η Πίστη, η Τέχνη, ο Λόγος, η Σοφία.
Στα παντοτινά Ωσαννά!
Στα λειτουργικά βιβλία.
Σιγοδέονται κάποιοι σαν ιερουργοί,
Λαοί τριγύρω τους, με τ’ άρματα στα χέρια
Και χαλιέται η γη, και ρυάζεται η σφαγή.
Με τα χέρια εκείνοι, ανάερα προς τ’ αστέρια
Όμως, όσο κι αν ασάλευτοι φαντάζουν
Στους χορούς των Ερινύων και των Κυκλώπων,
Τα υψωμένα χέρια τρέμουν και σπαράζουν
Σαν απ’ όλη τη λαχτάρα των ανθρώπων
Και τα μάτια τους κι ας φαίνονται δεμένα
Σαν αδάκρυστα, με μια υπερκόσμια φέξη.
Είναι από το δάκρυο θολωμένα
Το πικρότερο, που δεν μπορεί να τρέξει
Όταν ξεσπερμεύονται οι λαοί
Και ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες,
Μέσα στων πολέμων τη βοή
Κι έξω και παράμερα, δεν είδες;
Διορθωμένο κείμενο…
Αν θέλετε, μπορείτε να πάτε πίσω
στις σελίδες του blog,
στο κείμενο με ημερομηνία
στο κείμενο με ημερομηνία
15 Νοέμβρη 2006.
1 σχόλιο:
renton,
μπορείς να ξαναπάς
στο σημείωμά σου;
Δημοσίευση σχολίου