Κυριακή, Μαΐου 20, 2007

Ήσυχος χώρος. Τριγύρω όμορφοι πίνακες – αφίσες, με τα αφιερώματα που έγιναν κατά καιρούς. Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, Π. Τέτσης, Κάρολος Κουν, Γ. Μπουζιάνης, Μπαχ, Μότσαρτ, Α. Παπαδιαμάντης και άλλοι, και άλλοι… Η ελπίδα μας είναι στα παιδιά. Θα το προσπαθήσω κι εγώ.

Περπάτησα πολύ. Πολλά αυτοκίνητα, στη σειρά. Άλλοτε, τούτη δεν ήταν κεντρική αρτηρία… Χωράφια ήταν.
Κοίταξα λίγο τις βιτρίνες. Ανόρεχτα. Μπήκα και σ’ ένα παπουτσίδικο. Ένα ζευγάρι espadrilles μαύρες.
Espadrilles ισπανικές, γαλλικές, ψωνίζαμε πάντα chez Maggioros, εκεί, κάτω απ’ το υπουργείο των εξωτερικών, κοντά στην περίφημη «ταράτσα» του Αντρέα, τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ.
Έπειτα, το μαγαζί έκλεισε. Τώρα, ψωνίζει κανείς όπου βρεί. Απρόσωπα…
Στον δρόμο... Έπιασε ψιλόβροχο. Δεν έχω που να πάω. Δεν έχω ομπρέλα. Δεν ξέρω κατά που να κάνω. N' importe... Δε με περιμένει κανείς. Πουθενά. Τόσοι άνθρωποι γύρω… Τόσοι, μα τόσοι άνθρωποι… Πολυπληθής ερημία. Καν είς. Κι ο μακρινός, που σκέφτηκε να φυτέψει στον κήπο σου, ένα μικρούλι «τις». Καν είς, μακρινέ φίλε.
Μήτε εκείνος που πιστέψαμε, μήτε αυτός που νομίσαμε, μήτε αυτός που μας νόμισε…

Βρήκα μια μικρή πλατεία. Καταπράσινη. Θα μείνω εδώ, μες τις μουριές και τα πυράκανθα. Cafés τριγύρω. «Καφετέριες». Να προχωρήσω λίγο ακόμα. Πεζόδρομος. Πλακάκια κίτρινα, κόκκινα. Τα τραπεζάκια κι οι καρέκλες που βλέπετε. Καφενείον σχεδόν παραδοσιακόν.

Θα μείνω εδώ. Γιατί δίπλα, έχει ένα ανθισμένο αγιόκλημα, έναν μικρό πλάτανο, ένα άσπρο γιασεμί, και μια μυρτιά. Για τη μυρτιά κυρίως.
Το μαγαζί συνοδεύει το τσίπουρο με ζαρωμένες ελιές Θάσου και roquefort. Έστω, roquefort ! Αν είμαστε στη Γαλλία, παραδοσιακό δε θα ταν; !
Οι γέροντες κάθονται μέσα, πίνοντας τον ελληνικό τους, κι αναρωτιώνται , πώς βρέθηκε στο χώρο τους ξαφνικά ετούτη εδώ, με τα μπλοκάκια και τα στυλό με τις πένες…
Άγνωστη. Ξέμπαρκη.
Βροντάει. Πάνω, ο μαύρος, Σαββατιάτικος ουρανός που βλέπετε, με μια στάλα γαλάζιο στην άκρια.

Όλη νύχτα έβρεχε. Μπουμπουνητά. Ξύπνησα τρομαγμένη κι ήθελα να ρθω, να σου πω να μη φοβάσαι. Να φυλαχτείς από τους κεραυνούς. Θυμήθηκα το χειμώνα που κρύωσες.
-«Φυλάξου», είχα πει.
-«Μπορώ να προσέχω μόνος τον εαυτό μου», απάντησες.
Έτσι, λούφαξα. Δε θέλω άλλες προσβολές. Άλλη απονιά, δε θέλω. Έμεινα κι εγώ στο κρεβάτι μου, κι άκουγα ως το ξημέρωμα, κουκουλωμένη τους κεραυνούς. Θες φυλάξου, θες μη φυλάγεσαι.

Πέντε ώρες θα μείνω εδώ. Ως τις τρισήμιση, που θα τελειώσει το παιδί τις εξετάσεις.
Ήθελε να ρθω κοντά της. Το παιδί, που δεν απαιτεί ποτέ τίποτα. Σε τίποτα ποτέ δε με δυσκόλεψε. Ζήτησε σήμερα να ρθω κοντά. Έτσι τώρα, εδώ, θα την περιμένω πέντε ώρες.
Τα γερμανικά, που όσα λίγα ήξερα, κοντεύω πιά να τα ξεχάσω… Έχω όμως αυτήν, που παίρνει σε όλα τη σκυτάλη…

Στο δεύτερο τσίπουρο, ο μεζές πήρε προαγωγή ! Φρεσκοτηγανισμένο γαβράκι και ντομάτα τριαντάφυλλο. Όλα μαζί, euro τρία.
Ετοιμάζεται να κάνει κατακλυσμό. Κρυώνω, μα έξω θα μείνω. Παίρνει τηλέφωνο ο συγγραφέας.
-«η πρόεδρος της εταιρείας, μου λέει, δηλώνει συγκλονισμένη»
-«καλά, κόψε κάτι…» Ταπεινά ευχαριστώ τους ανθρώπους…
Ήταν να μην ανοίξεις το στρείδι, καλέ μου. Τώρα, αγάπη μου, που τ’ άνοιξες, θα χορέψουμε -κάποιοι- σκληρό ζεϊμπέκικο. Κι ας αποχώρησες εσύ... Ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε, ο καθείς αποχωρεί όποτε θέλει… Εσύ, αποχώρησες νωρίς…

Να σου, απέναντι ο Ρώσος με το accordeon και τ’ αρχοντορεμπέτικα. Τ’ accordeon, που αγαπάς.
Υποκλίνεται στη συλλογισμένη μούρη μου, κι αλλάζει σκοπό. Αρχίζει να βροντάει ένα «paloma bianca”.
Για κοίτα! Αυτό σκέφτηκε ότι θα μ’ άρεσε;


Δεν υπάρχουν σχόλια: