Signature
A.K.
Μικρό παραμύθι για μεγάλους
. .
Δώσε κλώτσο να γυρίσει
Παραμύθι ν’ αρχινήσει!
.
Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό,στην άκρη ενός μικρού βασίλειου, ζούσε μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Ο πατέρας ήταν ένας δίκαιος άρχοντας, η μητέρα ήταν μια σεμνή, πονετική αρχόντισσα κι είχαν κι ένα μικρό αγόρι, ένα καλόκαρδο, ζωηρό πριγκηπόπουλο.
Το σπίτι τους ήταν κοντά στο δάσος , χαρά κι ευλογία για τα παιδιά που θέλουν να παίζουν και να τρέχουν!
Το πριγκηπόπουλο μεγάλωνε καλά, είχε φίλους όλα τα ζωάκια του δάσους κι όλα τα παιδιά απ’ το γειτονικό χωριό. Ολημερίς τα παιδιά κάθονταν και τιτίβιζαν κάτω απ' τα μεγάλα πεύκα, τις φυστικιές και τις ελιές (ήταν Μεσογειακό βασίλειο!), ξαπλώνονταν μπρούμυτα στο χορτάρι ή, με την πλάτη ακουμπισμένη στους χοντρούς κορμούς έλεγαν ιστορίες, τραγούδαγαν, καμμιά φορά μαλώναν κι όλας.
Άλλες πάλι ώρες παίζαν κρυφτό με τις αχτίδες του ήλιου μες τα φυλλώματα, κυνηγιόνταν, ψάχναν για τις φωλιές των κουνελιών κι όταν πηγαίναν στο χωριό μπαίνανε μέσα στα κοτέτσια των σπιτιών και μάζευαν τ' αυγουλάκια για τις μανάδες.
Τα βράδυα, πριν κοιμηθούν, άκουγαν το γκιώνη που φώναζε κι έβλεπαν πώς κουρνιάζουν στα κλαδιά οι κουκουβάγιες.
Έτσι μεγάλωνε ευτυχισμένο το μικρό πριγκηπόπουλο, ώσπου έγινε ένας ωραίος, δυνατός πρίγκηπας, καμάρι των γονιών του και του χωριού ολάκερου.
Όπου στο χωριό είχε φτώχεια, το πριγκηπόπουλο κοντά τους.
Όπου στο χωριό είχε πόνο και στεναχώρια, το πριγκηπόπουλο κοντά τους.
Όπου στο χωριό είχε χαρές και πανηγύρια, το πριγκηπόπουλο στο χορό πρώτο.
Ξημεροβραδιάζονταν παρέα με τους αγρότες. Όταν δεν είχαν χέρια, τους βόηθαγε στο μάζεμα των καρπών. Όπου κουράζονταν ξεχέρσωνε μαζί τους.
.
.
Στο γύρισμα όμως του χρόνου, ήρθαν καιροί κακοί και δίσεχτοι.
Το πριγκηπόπουλο, μια νύχτα που τριγύρναγε στο δάσος μονάχο του, είχε ένα κακό συναπάντημα. Συνάντησε τη λάμια, που όποιον φθονεί του παίρνει τα μυαλά. Εκείνη, εμφανίστηκε μπροστά του, πανέμορφη, μακρυμαλλούσα, τυλιγμένη στ' αέρινα πέπλα της κι αυτός, όπως ήταν αθώος, άπειρος κι ένιωθε μοναξιά, την ερωτεύτηκε! Γύρισε σπίτι του χλωμός κι αμίλητος.
"Τι έχεις γιέ μου"; ρώταγε ανήσυχη η μάνα του, κουβέντα το παλληκάρι.
"Τι έχεις γιέ μου"; ρώταγε ανήσυχος ο πατέρας του, κουβέντα το παλληκάρι.
Το παιδί άρχισε να τριγυρνάει μόνο του τα βράδια, ψάχνοντας στο δάσος, κινώντας γη και ουρανό να βρεί την αγαπημένη του, μάταια όμως... Τότε, άρχισε σιγά - σιγά να μαραζώνει. Πήγαινε βέβαια πάντα και βοηθούσε τους χωρικούς, το μυαλό του όμως ήταν διαρκώς στη νεράιδα. Για να διώξει τη στεναχώρια του, τώρα δούλευε ακόμα πιο πολύ. Ανακατεύονταν όλη τη μέρα με τους ανθρώπους, τα βράδια έμενε στο χωριό, μια στο κατώφλι του ενός, μια στου άλλου, έτρωγε απ' το φτωχικό τους ψωμοτύρι και στα μάτια του τρέχαν ποτάμι τα δάκρυα, γιατί σκέφτονταν εκείνη. Τη μέρα ξεχορτάριαζε, όργωνε, φύτευε, πότιζε μαζί τους και στα μάτια του τρέχαν ποτάμι τα δάκρυα, γιατί σκέφτονταν εκείνη.
Ώσπου στο τέλος, έπεσε άρρωστο. Βαριά.
Ο δίκαιος άρχοντας κι η αρχόντισσα, τρελαμένοι απ' το φόβο και τη θλίψη τους, φώναξαν όλους τους γιατρούς του βασιλείου, και τους καλύτερους γιατρούς απ' τα γύρω βασίλεια. Κανείς δεν μπορούσε να το κάνει καλά. Οι σοφοί, σήκωσαν ψηλά τα χέρια.
"Το πριγκηπόπουλο θα πεθάνει", είπαν.
Και τη φωνή τους την πήρε ο αγέρας και την ταξίδεψε μακριά, την έφερε πάνω απ' τα βουνά, απ' τις χαράδρες, απ' το δάσος που το πριγκηπόπουλο είχε αγαπήσει, απ' τα δέντρα που είχε σκαρφαλώσει, την ταξίδεψε στα ρυάκια και στα μικρά ποτάμια, την πήγε πέρα ως πέρα, ως εκεί που κρύβονταν ακόμα κι οι μικρές αλεπούδες κι εκεί που φώλιαζαν οι χελωνοοικογένειες.
Μεγάλη θλίψη έπεσε στον τόπο.
Οι χωρικοί σταμάτησαν τις δουλειές που κάνουν σε καιρό ειρήνης, πλύθηκαν με πράσινες πλάκες σαπούνι, έβγαλαν τις ποδιές τους και ανηφόρισαν αμίλητοι κατά το σπίτι του παλληκαριού.
Οι φίλοι του, αγόρια, κορίτσια, που είχαν μεγαλώσει παρέα, μαζεύτηκαν αμίλητοι στα πόδια του κρεβατιού του και το κοίταζαν μ' απόγνωση στα μάτια.
Κι εκείνο βυθισμένο, έβλεπε σ' όνειρο τη νεράιδα που του είχε πάρει το μυαλό, μα δεν ξεστόμιζε κουβέντα πουθενά. Κι ακόμα, ήξερε πώς πεθαίνει, μα ήθελε πολύ να ζήσει, γιατί αγαπούσε τον τόπο του και τους φτωχούς ανθρώπους, αγαπούσε τη ζωή τους, τις χαρές και τα βάσανά τους κι ήθελε πάντα να ναι κοντά, να τους βοηθάει. Έφευγε όμως...
Πέρασε έτσι καιρός. Ένα πρωί, Μάης μήνας ήταν, μέσα στην άνοιξη, έφτασε από τόπο μακρινό ένας γιατρός σοφός, που είχε το χάρισμα να κάνει καλά τις σοβαρές αρρώστιες. Πήγε κοντά του.
"Το παλληκάρι τελειώνει", είπε. "Αφήστε κι εμένα να προσπαθήσω"
Αγέλαστος Σοφός. Σκοτεινός. Καμιά χαρά στο πρόσωπό του. Σφιχτό το στόμα του. Με δυσκολία έβγαζε τις λέξεις. Τα μάτια του κάτω - πόσα αλήθεια να χαν δει αυτά τα μάτια του -...
"Θα προσπαθήσω να σε γιατρέψω " του πε, "όμως , πρέπει πρώτα εσύ να το θελήσεις να γιάνεις".
Το παλληκάρι, που ήξερε ότι φεύγει κι είχε αρχίσει ν' αποχαιρετάει όσους τ' αγάπαγαν , "Τι πρέπει να κάνω, Σοφέ Άνθρωπε"; Ρώτησε.
"Τι πρέπει να κάνουμε Σοφέ Άνθρωπε"; Ρώτησαν όλοι.
"Πρέπει να χουμε πείσμα, είπε ο Σοφός. Και πρέπει να ξαναγαπήσουμε τη ζωή. Και να χουμε πίστη και δύναμη. Και θέληση να χουμε. Και χαρά πρέπει να χουμε. Και θυμό στο κακό. Μπορείς πρίγκηπά μου;"
"Θα παλέψω" απάντησε. "Και τι άλλο θα κάνουμε;"
"Θα καταφύγουμε σε μια τέχνη, είπε, που τη λένε Επιστήμη. Όμορφη είναι και νέα και γριά μαζί. Μας έρχεται απ' τα βάθη του καιρού κι έχουν δουλέψει πολλοί γι αυτήν. Σοφοί σαν κι εμένα και λιγότερο σοφοί, γέροι σεβάσμιοι και νέοι κι απλοί εργάτες, άντρες, γυναίκες, στρατός ολάκερος. Στρατός ολάκερος δουλεύει γι αυτήν. Σ’ αυτήν θα πάμε."
.
Έτσι έγινε.
Ο καιρός ήταν ζόρικος, αλήτης... Το παλληκάρι, έχασε τότε τη δύναμή του. Τα χέρια του δεν άντεχαν να κρατήσουν μήτε ένα μικρό χαλίκι. Οι άνθρωποι όμως έρχονταν κάθε μέρα και τον έπαιρναν στα χωράφια. Τον έβαζαν στη σκιά να καθίσει , του μίλαγαν, τον χάιδευαν μ' εκείνα τα ροζιασμένα χέρια τους που άλλοτε αυτός τα ξεκούραζε. Τις νύχτες κάθονταν πλάι του. Εκείνος τους φώναζε "Πάτε να ξεκουραστείτε! Το πρωί θα δουλέψετε..." κι εκείνοι έκαναν πως φεύγουν και το πρωί τους έβρισκε έξω απ’ την πόρτα του, να κάνουν βάρδιες, μη τυχόν νοιώσει μόνος!
Έτσι έγινε!
Τα ωραία του μακρυά, πυκνά μαλλιά, τα ξανθά μαλλιά του, τα χασε. Κι εκείνοι έρχονταν κάθε πρωί και κάθε βράδυ, κορίτσια, αγόρια, κι άλλος με το χτένι κι άλλος με τα δάχτυλα, του χτένιζαν το γυμνό κεφάλι.
Έτσι έγινε!
Και όταν η Επιστήμη με διάφορους τρόπους πρώτα τον τσάκιζε - για να τον γιάνει - , μήτε στιγμή δεν έμεινε μόνος. Αγάπη και φιλία και λουλούδια και ποτά κι ανέκδοτα και γέλια, κι η Επιστήμη να κοιτάζει αμήχανη κι απορημένη και σοφή κι επιεικής!
Έτσι έγινε!
Και σηκώθηκε ο πρίγκηπας. Καλύτερος τώρα.
Και πέρασαν χρόνια. Κι έπιασε πάλι να στίβει τις πέτρες στα δάχτυλα!
Κι έχει αναμετρήσει το διάβα του. Κι έχει αναμετρήσει τον άνθρωπο. Κι έχει αναμετρήσει τις δρασκελιές.
Και ξέρει τι είναι η Πίστη. Κι η Αγάπη. Κι η Υπομονή. Κι η Ταπείνωση.
Η Επιστήμη είναι ένα θαύμα.
Ο άνθρωπος όμως είναι το μεγαλύτερο θαύμα!
.
.
Παραμυθάκι για τα χρόνια - 1997
2 σχόλια:
Παραμυθάκι για μεγάλα παιδιά. Γραμμένο από μεγάλο παιδί, μάλλον.:)
κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο,
Charly Brown...
What is true and what is false;
άντε να το βρεις Σνουπάκο...
Πρέπει; Έτσι ίσως πρέπει να διαφυλάσσονται οι ισορροπίες. Φτάνει εσύ να είσαι αληθινός, σαν το παραμύθι σου.
Δημοσίευση σχολίου