A.K.
Στ’ αλήθεια το λέω, διόλου δεν με κουράζεις.
Τόσο ακριβός, μου είσαι, που δεν με κουράζεις.
Ώρες ώρες, θέλω να σου εκμυστηρευτώ κάτι κουβέντες, μα κάτι κουβέντες, που δεν ξέρω αν ποτέ , στις έχουν ξαναπεί.
Να σου πω, για παράδειγμα, πόσα σου χρωστάει η ζωή μου.
Πώς αρχικά εσύ με διαμόρφωσες. Εσύ έπλασες παιδικά τα μέσα μου. Εσύ έφτιαξες τα αντρίκια μέσα μου.
Ώρες ώρες, να σου πω, πως νιώθω ονειροπόλα σαν τα μισά και τα ολόκληρά σου τα φεγγάρια, ευαίσθητη σαν τα σύννεφα της βροχής σου, σκληρή σαν τα κοτρώνια σου, ευλογημένη σαν τα θυμάρια σου, πεισματάρα σαν τα κυκλάμινά σου, σκοτεινή σαν τις σπηλιές σου, ορεσίβια σαν τις κουμαριές σου, τραχιά, σαν τις άγριες ορχιδέες σου, ήμερη σαν τα μωβ σου κρινάκια, ανήμερη σαν τους κίτρινους κρόκους σου, βλέπεις ; πόσα δεν έχω ζηλέψει από σένα!
Κι άλλα, μύρια όσα…
.
Πως πάντα παρατηρούσα τους θυμούς σου, τις σκοτεινιές, τα μπουμπουνητά, το γελαστό σου πρόσωπο.
Πως πάντα περπατούσα ανιχνεύοντας, τα φωτεινά μονοπάτια σου. Και τα σκοτεινά.
Τους τοίχους, τις μάντρες, τις μονές, τα μικρά εικονοστάσια σου.
Τα ξέφωτα με τις κουκουναριές.
Τους πρώτους μας έρωτες, στις σκιές σου κρυμμένους. Και το χέρι τ’ αντρίκιο να χαϊδεύει φυλλώματα.
Τα ου και τους σκίνους και τις αγκαθιές.
Μέλισσα, μέλισσα, μέλι γλυκύτατο, και φουντωτή μου ουρά χαρταετού της σαρακοστής και αλεπουδίσιο μου βάδισμα στα χιόνια.
Το τσακάλι να ουρλιάζει, τα βράδια που διάβαζα. Μούσα πολύτροπος και το τσακάλι να ουρλιάζει.
.
Στ’ αλήθεια το λέω, διόλου δεν με κουράζεις.
Τόσο ακριβός, μου είσαι, που δεν με κουράζεις.
Κι έτσι μ’ έφτιαξες
Που να μπορώ και στη ράχη μου ακόμα
Αν χρειαστείς
Να σε σηκώσω.
Τους τοίχους, τις μάντρες, τις μονές, τα μικρά εικονοστάσια σου.
Τα ξέφωτα με τις κουκουναριές.
Τους πρώτους μας έρωτες, στις σκιές σου κρυμμένους. Και το χέρι τ’ αντρίκιο να χαϊδεύει φυλλώματα.
Τα ου και τους σκίνους και τις αγκαθιές.
Μέλισσα, μέλισσα, μέλι γλυκύτατο, και φουντωτή μου ουρά χαρταετού της σαρακοστής και αλεπουδίσιο μου βάδισμα στα χιόνια.
Το τσακάλι να ουρλιάζει, τα βράδια που διάβαζα. Μούσα πολύτροπος και το τσακάλι να ουρλιάζει.
.
Στ’ αλήθεια το λέω, διόλου δεν με κουράζεις.
Τόσο ακριβός, μου είσαι, που δεν με κουράζεις.
Κι έτσι μ’ έφτιαξες
Που να μπορώ και στη ράχη μου ακόμα
Αν χρειαστείς
Να σε σηκώσω.
.
.
στον Υμηττό μου
3 σχόλια:
Πέμπτη
@Andrew,
εξαιρετική η αττάκα που έστειλες, περί 1,6...
συμφωνώ - και έχω επίγνωση :)
μ' έκανες και γέλασα, μες στα σκούρα...
Χι χι χι!
Χρόνια Πολλά κι Ασύμμετρα
να φύγει η χολέρα,
κι ας καταλήξουμε σε ό, τι σχήματα θέλετε :)
ακόμα και σε συνεργασίες...
ας το δοκιμάσουμε κι αυτό...
-που λέει ο λόγος :)
Δημοσίευση σχολίου