τα γοργόφτερα πουλιά
λευκό μπαλέτο στα σκοτάδια…
.
.
Μικρό ημερολόγιο ταξιδιού
στη θάλασσα
.
Παρασκευή 29 Νοέμβρη
του Άγιου Αντριός, αντριεύει το κρύο.
5 η ώρα που σουρουπώνει
Από βουνού άρξασθε…
Κι ας είμαι μεσοπέλαγα, κάτω στ’ αμπάρι, σκοτεινά, σαν τον Ιωνά στην κοιλιά του κήτους.
Από βουνού…
Γιατί το βουνό είναι άλλη αξία .
Η σταθερά της γης. Αυτό είναι το βουνό.
1 Δεκέμβρη, του 2007
ένας αέρας ελαφρύς, δροσερός και βρεγμένος έφτασε εδώ κάτω, στην κοιλιά του κήτους.
δεν γνώριζα τον χρόνο, και δεν μ' έγνοιαζε η κατεύθυνση.
ξεμύτησα το κεφάλι σιγά σιγά στην πρύμνη, να δω τι αφίνουμε πίσω μας.
αφροί, και πέρα στο βάθος ό, τι στεριά έχουμε αγαπήσει.
δίχως να βγώ ολόκληρη απ' την καταπακτή, στρέφω τον πάνω μισό μου κορμό κατά την πλώρη. φαίνεται, πως στην ανατολή πορευόμαστε. στο βάθος χαράζει φως.
ξανά στ' αμπάρια, πέρα απ' τις μηχανές, ζεστά, μακριά απ' τον θόρυβο, την υγρασία και τη μούχλα, σε μιά γωνιά διπλοκλειδωμένη, ο καπετάνιος έχει μαζέψει τα βιβλία του κόσμου.
όπου κι αν έχουμε περάσει, βιβλία μαζεύαμε. σε πολλές γλώσσες.
κάθε φορά που πιάναμε λιμάνι, οι δυό μας, σαν τους κολασμένους τριγυρνάγαμε.
του Άγιου Αντριός, αντριεύει το κρύο.
5 η ώρα που σουρουπώνει
Από βουνού άρξασθε…
Κι ας είμαι μεσοπέλαγα, κάτω στ’ αμπάρι, σκοτεινά, σαν τον Ιωνά στην κοιλιά του κήτους.
Από βουνού…
Γιατί το βουνό είναι άλλη αξία .
Η σταθερά της γης. Αυτό είναι το βουνό.
1 Δεκέμβρη, του 2007
ένας αέρας ελαφρύς, δροσερός και βρεγμένος έφτασε εδώ κάτω, στην κοιλιά του κήτους.
δεν γνώριζα τον χρόνο, και δεν μ' έγνοιαζε η κατεύθυνση.
ξεμύτησα το κεφάλι σιγά σιγά στην πρύμνη, να δω τι αφίνουμε πίσω μας.
αφροί, και πέρα στο βάθος ό, τι στεριά έχουμε αγαπήσει.
δίχως να βγώ ολόκληρη απ' την καταπακτή, στρέφω τον πάνω μισό μου κορμό κατά την πλώρη. φαίνεται, πως στην ανατολή πορευόμαστε. στο βάθος χαράζει φως.
ξανά στ' αμπάρια, πέρα απ' τις μηχανές, ζεστά, μακριά απ' τον θόρυβο, την υγρασία και τη μούχλα, σε μιά γωνιά διπλοκλειδωμένη, ο καπετάνιος έχει μαζέψει τα βιβλία του κόσμου.
όπου κι αν έχουμε περάσει, βιβλία μαζεύαμε. σε πολλές γλώσσες.
κάθε φορά που πιάναμε λιμάνι, οι δυό μας, σαν τους κολασμένους τριγυρνάγαμε.
αφίναμε το τσούρμο στα καπηλιά με τις γυναίκες και παίρναμε σβάρνα τα παλιατζίδικα και τις υπόγες με τα βιβλία δεύτερο, καμιά φορά και τρίτο χέρι.
βιβλία, χάρτες και μουσικές.
καμιά φορά και μάσκες και μυρωδικά και πέτρες, μα στα βιβλία πηγαίνω τώρα, σε τούτη δω τη γωνιά, όπου ο καπετάνιος έβαλε τον μαραγκό κι έφτιαξε ράφια με κάτι παλιοσανίδες, που ο λοστρόμος τις αστάρωσε πρώτα, τις έβαψε με λαδομπογιά έπειτα, κι απάνω, πολύτιμα αποκτήματα, στολίσαμε τα βιβλία που παίρνουμε στα λιμάνια. βιβλία στίβες στο πάτωμα, όλοι έχουν κι από ένα χούι, ο καπετάνιος τούτος, ο δικός μου, έχει για χούι τις σκέψεις των ανθρώπων και τα βιβλία τους.
εμείς οι δυό μονάχα έχουμε τούτο το κλειδί απ' το καμαράκι, κι άρα, το δικαίωμα να χωνόμαστε μέσα ό, τι ώρα θέλουμε, ν' ανάβουμε τη θερμάστρα και να ψαχουλεύουμε τους θησαυρούς.