Antoine de Saint-Exupéry
Ταχυδρομείο
του Νότου
.
Μετά, ήταν η νύχτα.
Η Σαχάρα ξεδιπλωνόταν –αμμόλοφο σε αμμόλοφο- κάτω από το φως του φεγγαριού.
Στα μέτωπά μας, αυτό το αόριστο φως που δεν φωτίζει τα αντικείμενα αλλά τα χωνεύει το ένα μέσα στο άλλο, έριχνε τρυφερές σκιές. Τα πόδια μας βούλιαζαν στη βελούδινη άμμο. Και βαδίζαμε, έτσι, ξεσκούφωτοι, απελευθερωμένοι από τον ήλιο.
Η νύχτα… αυτή η μάγισσα…
……………………
«Τα ταχτοποίησα όλα…». Χτες βράδυ στο διαμέρισμα : πακέτα βιβλία διπλωμένα μ’ εφημερίδες. Γράμματα καμένα, γράμματα ταξινομημένα, έπιπλα σκεπασμένα με καλύμματα . Το κάθε τι αποχωρισμένο, βγαλμένο από τη ζωή του. Κι αυτή η θύελλα της καρδιάς που δεν είχε πιά νόημα.
Έχει προετοιμαστεί για το αύριο, όπως ετοιμάζεται κανείς για ένα ταξίδι. Έχει ξεκινήσει για την αυριανή μέρα λες και θα ξεκινήσει για κάποια Αμερική. Τόσα και τόσα πράγματα ατέλειωτα ακόμη, εξακολουθούσαν να τον δένουν με τον ίδιο του τον εαυτό. Και ξαφνικά, βρίσκεται ελεύθερος. Ο Μπερνί σχεδόν φοβάται ανακαλύπτοντας πόσο ελεύθερος είναι, πόσο τρωτός.
……………………
Κάμαρα του πιλότου – αβέβαιο αραξοβόλι - πρέπει να σε ξαναφτιάχνουν συχνά.
…………………
Έπρεπε, μερικές φορές, την ίδια νύχτα, να λύσεις δυό μπράτσα από το λαιμό σου, να νανουρίσεις την πίκρα μιάς νέας κοπέλας –όχι να τη λογικέψεις, όλες είναι πεισματάρες- αλλά να την κουράσεις και κατά τις τρεις το πρωί, κοιμισμένη, να την ακουμπήσεις απαλά στα μαξιλάρια, υποταγμένη –όχι στην αναχώρησή σου αλλά στον πόνο της- και να πεις : «Να που το δέχτηκε. Κλαίει»
……………………
Ερχόμαστε από πολύ μακριά. Τα ρούχα μας έχουν βαρύνει από τη σκόνη του κόσμου, η ταξιδιάρα ψυχή μας αγρυπνάει πάνω στις στάχτες του ίδιου του εαυτού μας. Aγοράζουμε σε πόλεις άγνωστες, με σαγόνια σφιγμένα, με χέρια χωμένα σε χοντρά γάντια. Τα πλήθη κυλούν γύρω μας χωρίς να μας αγγίζουν. Φυλάμε για τις γνωστές πόλεις το άσπρο μας παντελόνι και το πουκάμισο του τέννις.
……………………
Η Σαχάρα ξεδιπλωνόταν –αμμόλοφο σε αμμόλοφο- κάτω από το φως του φεγγαριού.
Στα μέτωπά μας, αυτό το αόριστο φως που δεν φωτίζει τα αντικείμενα αλλά τα χωνεύει το ένα μέσα στο άλλο, έριχνε τρυφερές σκιές. Τα πόδια μας βούλιαζαν στη βελούδινη άμμο. Και βαδίζαμε, έτσι, ξεσκούφωτοι, απελευθερωμένοι από τον ήλιο.
Η νύχτα… αυτή η μάγισσα…
……………………
«Τα ταχτοποίησα όλα…». Χτες βράδυ στο διαμέρισμα : πακέτα βιβλία διπλωμένα μ’ εφημερίδες. Γράμματα καμένα, γράμματα ταξινομημένα, έπιπλα σκεπασμένα με καλύμματα . Το κάθε τι αποχωρισμένο, βγαλμένο από τη ζωή του. Κι αυτή η θύελλα της καρδιάς που δεν είχε πιά νόημα.
Έχει προετοιμαστεί για το αύριο, όπως ετοιμάζεται κανείς για ένα ταξίδι. Έχει ξεκινήσει για την αυριανή μέρα λες και θα ξεκινήσει για κάποια Αμερική. Τόσα και τόσα πράγματα ατέλειωτα ακόμη, εξακολουθούσαν να τον δένουν με τον ίδιο του τον εαυτό. Και ξαφνικά, βρίσκεται ελεύθερος. Ο Μπερνί σχεδόν φοβάται ανακαλύπτοντας πόσο ελεύθερος είναι, πόσο τρωτός.
……………………
Κάμαρα του πιλότου – αβέβαιο αραξοβόλι - πρέπει να σε ξαναφτιάχνουν συχνά.
…………………
Έπρεπε, μερικές φορές, την ίδια νύχτα, να λύσεις δυό μπράτσα από το λαιμό σου, να νανουρίσεις την πίκρα μιάς νέας κοπέλας –όχι να τη λογικέψεις, όλες είναι πεισματάρες- αλλά να την κουράσεις και κατά τις τρεις το πρωί, κοιμισμένη, να την ακουμπήσεις απαλά στα μαξιλάρια, υποταγμένη –όχι στην αναχώρησή σου αλλά στον πόνο της- και να πεις : «Να που το δέχτηκε. Κλαίει»
……………………
Ερχόμαστε από πολύ μακριά. Τα ρούχα μας έχουν βαρύνει από τη σκόνη του κόσμου, η ταξιδιάρα ψυχή μας αγρυπνάει πάνω στις στάχτες του ίδιου του εαυτού μας. Aγοράζουμε σε πόλεις άγνωστες, με σαγόνια σφιγμένα, με χέρια χωμένα σε χοντρά γάντια. Τα πλήθη κυλούν γύρω μας χωρίς να μας αγγίζουν. Φυλάμε για τις γνωστές πόλεις το άσπρο μας παντελόνι και το πουκάμισο του τέννις.
……………………
Ξαναγυρίζουμε δυνατοί, μεστωμένοι, με σιδερένιους μυώνες. Έχουμε παλαίψει, έχουμε υποφέρει, έχουμε διασχίσει στεριές χωρίς άκρη, έχουμε αγνοήσει πολλές γυναίκες, έχουμε παίξει τη ζωή μας κορώνα-γράμματα, μόνο και μόνο για να σβύσουμε από μέσα μας αυτό το φόβο για τις τιμωρίες και τους περιορισμούς που είχε κατατυραννήσει τα παιδικά μας χρόνια και για να μπορούμε να παρακολουθούμε ήρεμοι τον απολογισμό του κάθε Σαββατόβραδου.
μετάφραση :
Άννας Παπαδημητρίου
εκδόσεις :
Λυχνάρι
7 σχόλια:
Καλημέρα quartier
Καλά τα νέα!
¨)
τι υπέροχος ο Αντουάν, αλήθεια, πόσο γράφει "πριγκηπικά", αυτές οι δύο παύλες σε κάθε απόσπασμα, η τεχνική του να ξυπνάει τον αναγνώστη από το λήθαργο της ρομαντικής εικόνας που περίτεχνα πλέκει και μετά ξεπλέκει με δυο λέξεις έμεσες, δηκτικές, να ξεχνάς το παραμύθι,
"έχουμε αγνοήσει πολλές γυναίκες"
@ clelia,
:(
:I
:)
:D
@ tsiailis world,
"έχουμε παίξει τη ζωή μας κορώνα-γράμματα"
"η ταξιδιάρα ψυχή μας αγρυπνάει πάνω στις στάχτες του ίδιου του εαυτού μας"
:)
Γειά σου quartier. Αεροπόρος η ψυχή. Όποιος είδε την πλάση από κει πάνω εννοεί διαφορετικά τη φεγγαράδα. Και η βροχή? Mια λιακάδα μείον πεντακόσια μέτρα. Ωραίος ο Αντου'αν. Να σαι καλά
@ αεροπόρος λοιπόν η ψυχή;
μμμ...
καμιά φορά, μπορεί να γίνει και ναυτόπουλο :)
έτσι όμως κι αλλιώς,
αλητάκος η ψυχή :)
Τα ρούχα μας έχουν βαρύνει από τη σκόνη του κόσμου,
σαν του δικού μας:
σκούριασα μεσ τη νοτιά των ανθρώπων
Τι γινεται με αυτο το Σάββατο?
την ίδια ώρα στον ίδιο χώρο;;;
Θα σου φέρω και τον Κούτσι
Δημοσίευση σχολίου