Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008

Απόψε με ξύπνησε ο αέρας.

Δεν ήθελα ν’ ανοίξω τα μάτια να δω τι ώρα είναι, κατάλαβα όμως πως είναι ακόμα πολύ νωρίς.
Κανένας θόρυβος απ’ τα γύρω σπίτια, καμιά ένδειξη, έστω ήχου, που να λέει ότι άρχισαν να ξυπνάν οι άνθρωποι. Αέρας δυνατός μονάχα και δέντρα που οι κορφές τους σειόνταν κι έτριζαν.

Τρόμαξα, είναι μονάχα μιά λέξη, που δεν μπορεί ν’ αποκριθεί εντελώς στην αλήθεια.
Στεκόμουν εκεί στο κρεββάτι, ακίνητη, ν’ αφουγκράζομαι έξω τον αέρα, αυτό το στοιχειό της φύσης...

Εσύ, Καπετάνιε, ξέρεις πως δεν τους φοβάμαι τους αέρηδες...
Έχω μάθει χρόνια στις θάλασσες να ξεχωρίζω την ορμή, τη δύναμη, την κατεύθυνσή τους, τη διάρκεια. Πούθε έρχονται, πώς μας χτυπάνε, πώς να γυρίσουμε το καράβι για να τους έχουμε σύμμαχο στη ρότα μας, κι όχι εχτρό.
Απόψε όμως, με τούτον τον άνεμο μες στα κλαδιά, τ’ ομολογώ τρόμαξα. Στεκόμουν ακίνητη στα σκοτάδια...

Κάποια στιγμή, άκουσα να περνάει το αυτοκίνητο που μαζεύει απ΄τη γειτονιά τα σκουπίδια. Έτσι κατάλαβα ότι είναι η ώρα τεσσεράμιση. Ακριβώς τέσσερις και μισή αχάραγα περνάει κάθε ξημέρωμα.
Αφουγκράστηκα λίγο ακόμα. Σε λίγο ένα κοτσύφι, το πρώτο της ημέρας, κι από λίγο κι άλλο, κι άλλο. Και μιά δεκαοχτούρα, έπειτα κι άλλη μιά. Νυσταγμένα είναι κι αυτά ακόμα.
Σε λίγο, το πρώτο λεωφορείο. Άρα, η ώρα πήγε πέντε...

Σηκώθηκα. Έβαλα ένα ποτήρι κρύο γάλα και το πίνω λίγο-λίγο.
Ο αέρας σα να κόπασε μιά στάλα.
Σκέφτομαι ότι μπήκαμε στο καλοκαίρι, κι όταν φυσάει κινδυνεύει πάνωθέ μας το βουνό.
Πώς να τα προστατέψεις τα βουνά; Πώς να τα προστατέψεις, βουνά κι ανθρώπους, απ’ τη μανία της φύσης;
Τι ανθρώπινη θέληση, τι σιδερένια αντοχή, τι θωράκιση και τι καλοτυχιά να χρειάζεται, για να μην τα πάρει όλα σβάρνα ο άνεμος και τα κάνει στάχτη;

Θεέ μου, αν είσαι,
κοντά μας είσαι, άραγε;

3 σχόλια:

Unknown είπε...

εγώ θέλω να είναι κοντά σου ο θεός γιατί σ'αγαπάω.

sinnefo rain είπε...

Είναι...

quartier libre είπε...

μετά από σχεδόν δεκαπεντάωρο
γυρνάω κουρέλι
και βρίσκω αυτό !
τυχερή είμαι
που σας έχω φίλες :)