Κυριακή 17 Αυγούστου, του 08.
-μικρό βιντεάκι ασπρόμαυρο,
σε πλάνο αργό,
κάτι σαν προσωπικό youtube , θα μπορούσες να το πεις-
Γιατί, οι τέλειοι «πολιτιστικοί» περίπατοι, κάτι περίπατοι δηλαδή, που φορτίζουν τις εσωτερικές μας μπατταρίες για καιρό,ένας περίπατος λόγου χάριν, στον Κεραμεικό ή στη Ρωμαϊκή αγορά της Αθήνας, ένας περίπατος στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένας περίπατος ... ας μην πάρουμε τώρα σβάρνα τις πολιτιστικές βόλτες της πρωτεύουσας, γιατί όμως, οι τέλειοι πολιτιστικοί περίπατοι, κατά κανόνα εξελίσσονται στο ημίφως;
Διονυσίου Αρεοπαγίτου στο ημίφως.
Συναντάς πρώτα λευκό γιασεμί να κρέμεται μέσα στις σκάλες του metro, ανεβαίνεις στο πλατύσκαλο και βλέπεις κόσμο μαζεμένο.
Καραγκιόζης.
Ο Μέγα Aλέξανδρος και ο κατηραμένος όφις.
« Έλα, μωρό μου, πες τι θα παίξουμε απόψε στον κόσμο; Θα παίξουμε τον Aλέξανδρο το Mακεδόνα.
MIPIKOΓKOΣ: Aπόψε θα παίξουμε παράσταση τον Aλέκο με τα κυδώνια...»
...............................
«Kαλώς το φίλο μου το Xατζηαβάτη! Σε ήθελα, βρε παιδί μου. Στον ουρανό σε έψαχνα και στη γη σε βρήκα! Mην κάθεσαι διόλου παρά πήγαινε να τελαλήσεις κατά διαταγή του πολυχρονεμένου μας πασά. Άκου και θα πεις: "Kατά διαταγήν του πασά, όποιος μπορέσει να φονεύσει τον κατηραμένο όφη, που είναι στο αραχνιασμένο σπήλαιο, θα παίρνει εκατό λίρες μπαξίσι, τη βεζυροπούλα για σύζυγο καί, μετά το θάνατο του πασά, θα λαμβάνει και τον θρόνον".
«Kαλώς το φίλο μου το Xατζηαβάτη! Σε ήθελα, βρε παιδί μου. Στον ουρανό σε έψαχνα και στη γη σε βρήκα! Mην κάθεσαι διόλου παρά πήγαινε να τελαλήσεις κατά διαταγή του πολυχρονεμένου μας πασά. Άκου και θα πεις: "Kατά διαταγήν του πασά, όποιος μπορέσει να φονεύσει τον κατηραμένο όφη, που είναι στο αραχνιασμένο σπήλαιο, θα παίρνει εκατό λίρες μπαξίσι, τη βεζυροπούλα για σύζυγο καί, μετά το θάνατο του πασά, θα λαμβάνει και τον θρόνον".
XATZHABATHΣ: Mάλιστα, άρχοντά μου, τρέχω ο καημένος... Tα δυο μου ματάκια θα βγάλω για την ευγενεία σας...
TAXYP: Πάρε αυτό το φερμάνι και, μόλις τελειώσεις την εργασία σου, θα έρθεις στο σαράι να πληρωθείς.
XATZHABATHΣ: Eυχαριστώ, πολυχρονεμένε μου! O Θεός να σας έχει καλά, να κόβει μέρες από μένανε καί να δίνει χρόνια στην αφεντιά σας. Δεν είναι ανάγκη για λεφτά, άρχοντά μου...
TAXYP: E, Xατζηαβάτη, άνθρωπος που εργάζεται πρέπει και να πληρώνεται. Πήγαινε, αντίο και δουλειά καλή.
XATZHABATHΣ: Στο καλό, άρχοντά μου, στο καλό πολυχρονεμένε μου! Πέτρα να μη βρεθεί να σκοντάψετε, στο καλό
...................
XATZHABATHΣ: Δόξα σοι ο Θεός, που βρήκα δουλίτσα για σήμερα. Tι κάθομαι τώρα και δεν αρχινώ να τελαλώ... Aκούσατε, ακούσατε! αγάδες, πασάδες, ντερβισάδες, Pώσοι, Πρώσσοι, Mπόερες, Oθωμανοί... Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Σέρβοι, Pουμάνοι, Πολουνοί!...
XATZHABATHΣ: Δόξα σοι ο Θεός, που βρήκα δουλίτσα για σήμερα. Tι κάθομαι τώρα και δεν αρχινώ να τελαλώ... Aκούσατε, ακούσατε! αγάδες, πασάδες, ντερβισάδες, Pώσοι, Πρώσσοι, Mπόερες, Oθωμανοί... Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Σέρβοι, Pουμάνοι, Πολουνοί!...
KAPAΓKIOZHΣ: (Mέσα από την καλύβα μ' ένα χασμουρητό). Ποιος ουρλιάζει όξω απ' την παράγκα μου και θα μου ξυπνήσει την οικογένεια, ο γρουσούζης!...
XATZHABATHΣ: Aκούσατε, ακούσατε...
KAPAΓKIOZHΣ: Nα, που να δαγκώσεις τη γλώσσα σου, γρουσούζη!XATZHABATHΣ: Kατά διαταγήν του πολυχρονεμένου μας πασά, όποιος σκοτώσει...
KAPAΓKIOZHΣ: Που να λυσσάξεις, τζαναμπέτη... Φέρε εδώ αυτόνε...
XATZHABATHΣ: Θα πάρει τη βεζυροπούλα για σύζυγο, εκατό λίρες μπαξίσι και μετά το θάνατο του πασά θα λαμβάνει και τον θρόνον.(Συγχρόνως πέφτει στο κεφάλι του ένα καταβρεχτήρι).Πω, πω... και δάγκωσα τη γλώσσα μου...
KAPAΓKIOZHΣ: (Bγαίνοντας έξω απ' την παράγκα). Tι έχεις, μωρέ γρουσούζη, και ουρλιάζεις απ' έξω απ' την καλύβα μου σαν καραβίσιος σκύλος;
XATZHABATHΣ: Φτου, φτου... Nα, βρε παιδάκι μου, τελαλώ.
KAPAΓKIOZHΣ: Kαι τι είσαι κόκορας και λαλάς;
XATZHABATHΣ: Tελαλώ, είπα. Mήπως είσαι εύκολος να τελαλήσουμε μαζί; Θα πάρουμε τέσσερις λίρες -δυο εσύ, δυο εγώ.
KAPAΓKIOZHΣ: Aν είναι για λίρες, τότε πάμε!...
XATZHABATHΣ: Άκου, λοιπόν, τι θα λες. Ό,τι λέω εγώ θα λες κι εσύ: "Aκούσατε, ακούσατε!..."
KAPAΓKIOZHΣ: Aυτά τ' ακούσαμε. Παρακάτω.(O Xατζηαβάτης επαναλαμβάνει τα προηγούμενα).
KAPAΓKIOZHΣ: Eεε... σιγά, μωρέ! Ένα τσουβάλι λόγια μια χαψιά τα 'κανες. Ένα ένα.
XATZHABATHΣ: Kατά διαταγήν του πασά...
KAPAΓKIOZHΣ: H συνταγή του πατσά... είναι...
XATZHABATHΣ: Όποιος φονεύσει...
KAPAΓKIOZHΣ: Όποιος χωνέψει...
XATZHABATHΣ: Tον καταραμένο όφη...
KAPAΓKIOZHΣ: Tο σκουριασμένο κόφτη...
XATZHABATHΣ: Θα παίρνει εκατό λίρες μπαξίσι...
KAPAΓKIOZHΣ: Θα τρώει ξύλο που θ' αξίζει...
XATZHABATHΣ: Tη βεζυροπούλα για σύζυγο...
KAPAΓKIOZHΣ: Θα παίρνει διαζύγιο...
XATZHABATHΣ: Kαι μετά το θάνατο του πασά θα λαμβάνει και τον θρόνον...
KAPAΓKIOZHΣ: Aφού φουσκώσει απ' τον πατσά, θα διαβάσει την εφημερίδα τον "XPONON".
XATZHABATHΣ: Λοιπόν, καλή δουλειά, Kαραγκιόζη, και καλή αντάμωση.
KAPAΓKIOZHΣ: Tώρα μάλιστα! Θα σκάσω εγώ τα ποδάρια μου να γυρίζω στις γειτονιές και να φωνάζω... Kαι δε λαλάω όξω απ' το σαράι να μ' ακούσει και ο πασάς να μου στείλει το Bεληγκέκα να μου δώσει κανένα φράγκο παραπάνω... Aλλά πώς τα λέει αυτός ο τζαναμπέτης... Tώρα το πρώτο δε θυμάμαι, αλλά όλα τ' άλλα τα 'χω... ξεχασμένα. A! θυμήθηκα: "Aκούσατε, ακούτε! αυγουλάδες, πατσάδες, χρυσοχοί, χασάπηδες, λορδοκόμοι και φτωχοί... Όποιος έχει βαρέλια για σουβάντισμα, καρέκλες για τρόχισμα, σκάφες για σιδέρωμα, άλλος στον καλό τον τροχιτζή...
ΠAΣAΣ: (Aκούγεται απειλητικός από το σαράι).Nτερβεναγά, ποιος ουρλιάζει κάτω; Πήγαινε γρήγορα και τσάκισέ του τα κόκαλα κοντά κοντά...
KAPAΓKIOZHΣ: Tο ατμόπλοιο αναχωρεί σήμερα για τις τέσσερις ηπείρους: Γύθειον, Kωνσταντινούπολη και Aμέρικα. (O Kαραγκιόζης βλέπει τα τσαρούχια του Bεληγκέκα, ξαφνιάζεται και τραγουδά): "Tσαρούχια βλέπω, ξύλο θα φάω. Θα με πάρει ο άνεμος από τις κλοτσιές".»
Γελάνε, όπως τότε, που είτανε παιδιά και στήνανε στα δέντρα τους μπερντέδες.
Γελάνε, όπως τότε, που είτανε παιδιά και στήνανε στα δέντρα τους μπερντέδες.
Τον πιάνει αλαμπρατσέτα και κινάνε από κεί.
Στο ημίφως.
Οι γερανοί που ξεσπίτωσαν τ’ αγάλματα. Όλα τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο; Πανσέληνος δίχως εκλειψη απόψε.
Δυό κιθάρες.
«Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα
Στο ημίφως.
Οι γερανοί που ξεσπίτωσαν τ’ αγάλματα. Όλα τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο; Πανσέληνος δίχως εκλειψη απόψε.
Δυό κιθάρες.
«Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα
και στο πρώτο μας το στέκι την αυγούλα γύρισα
Κάποια άλλη μ' είχε μπλέξει με καμώματα
σ' αγαπώ κι ήρθα κοντά σου πριν τα ξημερώματα
Πριν ακόμα σβήσουν τ' άστρα εξεπόρτισα
αχ να βρω τα δυο σου χείλη που ποτέ δε χόρτασα»
Μιά «μικρή πολυκατοικία», με νεοελληνικές καρυάτιδες!
«εγώ, υπέγραψα, της λέει, υπόγραψε κι εσύ».
«δεν είμαι απολύτως σίγουρη, γι αυτό που πρέπει να γίνει...»
Μιά «μικρή πολυκατοικία», με νεοελληνικές καρυάτιδες!
«εγώ, υπέγραψα, της λέει, υπόγραψε κι εσύ».
«δεν είμαι απολύτως σίγουρη, γι αυτό που πρέπει να γίνει...»
Ένας κουκλοπαίκτης στη γωνιά του δρόμου, κάτω απ’ το φανάρι, βγάζει από μιά τετράγωνη κούτα μιά τεράστια μαριονέττα. Και σπάγγους.
Τη ζήλεψε.
Εκεί, κάτω απ’ τη γέφυρα της Ιουδήθ, που μετονομάσθηκε σε γέφυρα του Καρόλου, πήγε και ξαναπήγε στο εργαστήρι του γέρο Gepeto, να βρει μιά τέτοια μαριονέττα, να σ’ αρέσει.
Θα δινε και την τελευταία της koruna, να βρει μιά μαριονέττα να σ’ αρέσει...
Μα δείλιασε. Η δειλή. Δείλιασε.
Αν δεν την ήθελες τη μαριονέττα, θα την κράταγε αυτή στο σπίτι. Και θα ταν έπειτα μιά ανοιχτή πληγή κάθε μέρα, να την βλέπει. Κι αυτή, άλλες πληγές, δεν τις αντέχει. Έτσι, δείλιασε...
Στο Český Krumlov, που κατασκευάζουν μολυβένια παιχνίδια, σου πήρε εκείνον τον μολυβένιο στρατιώτη. Έναν μικρό massif μολυβένιο. Θαρραλέο , γονατιστό με αξιοπρέπεια, στο ένα γόνατο. Τον έχει τυλιγμένο μικρό δεματάκι σε απλό, οικολογικό χαρτί, και στο συρτάρι του μπουφέ.
Αν τον δεις, θα καταλάβεις...
Το φεγγάρι ήδη έχει σκαρφαλώσει πάνω στον Παρθενώνα.
Κόσμημα στα σκοτάδια.
Έλα να σταθούμε λίγο στην πεζούλα.
... ας είμαστε λίγο προνοητικοί, λέει μέσα της...
Εκείνος την παρατηρεί αμίλητος. Καταλαβαίνει. Κομμάτι της παιδικής του ζωής είναι... πώς να μην καταλαβαίνει;
Τη ζήλεψε.
Εκεί, κάτω απ’ τη γέφυρα της Ιουδήθ, που μετονομάσθηκε σε γέφυρα του Καρόλου, πήγε και ξαναπήγε στο εργαστήρι του γέρο Gepeto, να βρει μιά τέτοια μαριονέττα, να σ’ αρέσει.
Θα δινε και την τελευταία της koruna, να βρει μιά μαριονέττα να σ’ αρέσει...
Μα δείλιασε. Η δειλή. Δείλιασε.
Αν δεν την ήθελες τη μαριονέττα, θα την κράταγε αυτή στο σπίτι. Και θα ταν έπειτα μιά ανοιχτή πληγή κάθε μέρα, να την βλέπει. Κι αυτή, άλλες πληγές, δεν τις αντέχει. Έτσι, δείλιασε...
Στο Český Krumlov, που κατασκευάζουν μολυβένια παιχνίδια, σου πήρε εκείνον τον μολυβένιο στρατιώτη. Έναν μικρό massif μολυβένιο. Θαρραλέο , γονατιστό με αξιοπρέπεια, στο ένα γόνατο. Τον έχει τυλιγμένο μικρό δεματάκι σε απλό, οικολογικό χαρτί, και στο συρτάρι του μπουφέ.
Αν τον δεις, θα καταλάβεις...
Το φεγγάρι ήδη έχει σκαρφαλώσει πάνω στον Παρθενώνα.
Κόσμημα στα σκοτάδια.
Έλα να σταθούμε λίγο στην πεζούλα.
... ας είμαστε λίγο προνοητικοί, λέει μέσα της...
Εκείνος την παρατηρεί αμίλητος. Καταλαβαίνει. Κομμάτι της παιδικής του ζωής είναι... πώς να μην καταλαβαίνει;
Ξάφνου, η πανσέληνος φώτισε το δρόμο, το βάδισμα, τις μαρμάρινες αρχαίες πεζούλες... γέμισε ο τόπος φωνές τζιτζικιών, τριζόνια. Αηδόνια, κορυδαλλοί. Ένας μικρός γκιώνης πέρασε κι η κουκουβάγια των παιδικών τους χρόνων...
Συνέχισαν να βαδίζουν. Αυτός σιωπηλός. Ξέρει να σέβεται τ’ αηδόνια. Την κράταγε πάντα απ’ το μπράτσο. Αυτή, με μιά λεξούλα υποθετική στα χέρια, που απάντησε στο δρόμο της το πεφταστέρι των ευχών, κι έγινε ό, τι της άρμοζε, κτητική. Ροζ μαλλί της γριάς. Οι δρόμοι γέμισαν καραμελωμένα κόκκινα μηλαράκια . Οι σκέψεις της καλοκαιρινή ομίχλη. Διάφανη...
Έκαναν σχεδόν αμίλητοι την κούρμπα, και βγήκαν στην οδό Άστιγγος. Παλαιοβιβλιοπωλεία. «αυτό, του λέει, θέλω να κάνω κάποτε... παλιά βιβλία».
«και πού έμαθες, τη ρωτάει, να κάνεις εσύ τέτοια δουλειά;» γελάνε... είναι ένα συνομωτικό γέλιο.
Εδώ, στην άκρια, εκεί που η Άστιγγος συναντάει την Ερμού, είχε άλλοτε ένα μπακαλικάκι. Το μεγάλο μπακάλικο, τα χρόνια εκείνα, ήταν ο Πλατόπουλος, στο εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων απέναντι. Ετούτο εδώ , στη γωνιά της Άστιγγος, ήταν ένα μικρό μπακαλικάκι, μιά σταλιά, μα σαν έγινε παιδί, την εμπιστεύονταν –γιατί δεν είχε δρόμο να διασχίσει- και την έστελναν να ψωνίζει μικροπράματα...
Θυμάται, που της έκανε εντύπωση... φάτσα στον τοίχο ψηλά, μπαίνοντας στο μαγαζί, είχε μιά διαφήμιση. Ένας καλόγερος καβάλλα στο μουλάρι. Πίσω του, στο μοναστήρι, ένας άλλος καλόγηρος, είχε σηκώσει το ένα χέρι και φώναζε «Ακάκιε, τα μακαρόνια να είναι Μίσκο»! πώς της άρεσε αυτή η διαφήμιση ! μιά γλυκειά γεύση αθωότητας, κρατάει ακόμα στο στόμα της...
Σ’ αυτήν εδώ την ταράτσα, είχε άλλοτε μιά κληματαριά. Τώρα αυτός, έχει βάλει σε γλάστρα μιαν ελιά, μα την βρήκαν απόψε απότιστη και ξεραμένη.
Σκαρφαλώνει σα γάτα τη σιδερένια σκάλα. Μιά μέρα, θα σε φέρει εδώ. Το παρελθόν, δεν μπορεί να υπάρξει πιά μόνο του, δίχως εσένα. Το παρελθόν έγινε ένα μαζί σου. Το παρόν επίσης.
Ανάβουν τα φώτα, στρώνονται έξω, στις καρέκλες. Αμίλητοι πάντα.
Τώρα αυτή, έχει μπροστά της τον τοίχο του ιδρύματος Μαρία Κάλλας. Πάνω απ’ τη στέγη του βλέπει το αστεροσκοπείο, λίγο αριστερότερα τον λόφο του Φιλοπάππου φωτισμένο, φάτσα μπροστά οι Κολώνες της ζωής της, αριστερότερα ο Λυκαβηττός. Πάνω το φεγγάρι. Μέσα της εσύ. «κι εγώ χρυσόβουλο κρατάω, από καιρούς βυζαντινούς». Αυτή, μαγεμένο πουλί στη στέγη. Εσύ, μαγικός αυλός.
Υπάρχει στον τοίχο μιά επιγραφή. Amor y muerte.
Κατέβηκαν κάποτε. Περπατάει τα πλακάκια, στις μύτες των παπουτσιών της. Μη, μην της πληγωθεί κανένα πλακάκι ! τα πλακάκια που στέκουν εκεί δεκάδες χρόνια τώρα, κι οι άνθρωποι έφυγαν, κι άλλοι άνθρωποι έφυγαν, κι άλλοι άνθρωποι έφυγαν, κι άλλοι θα φύγουν, κι ίσως κι αυτή φύγει, και τα πλακάκια, μαύρο άσπρο, άσπρο μαύρο, θα είναι εκεί. Πατάει στις μύτες, μην της πληγωθεί κανένα πλακάκι... Στοργή στα πλακάκια, παρακαλώ ! σαν την τρελλή του φεγγαριού...
Ζητάει ν’ ανέβουν λίγο προς το mezzoπάτωμα. Ξέρει, δεν έχει νόημα, μα είναι ξεροκέφαλη,και θ’ ανέβει.
Η παλιά ξύλινη σκάλα και μικρά πόδια με σοσόνια, να παίζουν στα σκαλιά κουτσό και να τρεχαλάν πάνω κάτω, ξανά πάνω, ξανά κάτω, Ακάκιε, μην έρθεις χωρίς Μίσκο μακαρόνια...
Δεκατρία σκαλιά, πλατύσκαλο. Για δες, ποτέ δεν τα είχε μετρήσει... κι άλλα εφτά, πλατύσκαλο. Κι άλλα έξι, πλατύσκαλο.
Κι η ίδια πάντα πόρτα, με τα καρρέ και το κρύσταλο. Το ίδιο πάντα ζωγραφιστό ταβάνι. Ένα παράθυρο βιτρώ, κοιτάει μέσα απ’ τα βιτρουδάκια, οι Κολώνες της ζωής της αντίκρυ.
Δεν έχει θλίψη όμως , απόψε.
Είναι γιατί, αυτή η λέξη η υποθετική, απάντησε στο δρόμο της το πεφταστέρι των ευχών, κι έγινε ό, τι της άρμοζε, κτητική.
9 σχόλια:
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!!!
ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ... ΠΡΩΙΝΟ
ΠΕΡΙΠΑΤΟ... ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΝΤΗΝ ΜΑΡΤΙΝ,
ΝΑΤ ΚΙΝΓΚ ΚΟΟΥΛ,ΜΠΙΛΙ ΧΟΛΙΝΤΕΥ... BLUE MOON...!!
Χ.Α.
@ το μουσικό κουτί πάλιωσε
and, σκέφτομαι να το διαγράψω
ΟΧΙ...ΟΧΙ,ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΨΩ!
...ΤΟ ΑΝΤΕΓΡΑΨΑ... ΑΛΛΑ ΓΙΑΤΙ ΕΣΥ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΓΡΑΨΕΙΣ;; ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ... ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΩ ΟΛΑ
ΑΥΤΑ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΣΟΥ ΒΑΖΩ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΔΙΣΚΟΥΣ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ!!
ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΠΑΝΩ-ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ:
ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΑΝΟΠΤΗ ΣΟΥ,ΚΑΝΕΙΣ ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΔΙΑΤΑΞΗ. ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΛΙΚ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΑΚΙ ΠΟΥ
ΕΧΕΙΣ ΔΙΑΣΩΣΕΙ ΤΟ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ ΚΑΙ ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΤΗΜΕΝΟ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΚΛΙΚ
ΜΕ ΤΟ ΜΑΟΥΣ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΑΚΙ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ.
ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ,ΤΟ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ ΘΑ ΒΡΕΘΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠ'ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠ'ΤΑ ΛΙΝΚΣ.ΕΤΣΙ ΑΜΕΣΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ,ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ... ΡΙΞΕΙ ΕΝΑ ΔΙΣΚΟ,Ν'ΑΚΟΥΕΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΑ ΣΕ ΔΙΑΒΑΖΕΙ...ΤΙ ΟΜΟΡΦΑ!!
Χ.Α.
Πολύ τρυφερό
Πολύ όμορφο.
Χαιρετώ.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΟ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ ΣΗΜΕΡΑ,
ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΩΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ,ΧΑΘΗΚΕ ΩΣ ΔΙΑ ΜΑΓΕΙΑΣ,ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ ΜΠΛΟΓΚΣ;;
@ δεν πειράζει...
ας το προς το παρόν, και βλέπουμε...
το έχει ξανακάνει !
δεν σε προλαβαίνω να σε διαβάζω φιλενάδα μου!
πανέμορφη φιλενάδα μου!
@ ange !
Δημοσίευση σχολίου