Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ
.
(όλο το κείμενο)
.
.
μιά ιστορία
μέσα σε μιάν άλλη ιστορία
.
.......
.
θυμάσαι ένα καλοκαίρι, ουουου πάνε χρόνια τώρα, θυμάσαι ένα καλοκαίρι, ξανάπε το παιδί, που σου μίλησα γιά της ανάγκης τα βράδια ; το θυμάσαι, φεγγάρι μου ;
το φεγγάρι κοίταξε το παιδί σκεπτικό. όχι, τέτοιο πράγμα καθόλου δεν το θυμόταν !
τι φεγγάρι θάταν αν κρατούσε στη θύμησή του κάθε παιδιάστικη κουβέντα που άκουγε, ενώ αυτό ξενυχτούσε μες τις ομορφιές της γης, τα βράδυα τ' αυγουστιάτικα !
όχι, το φεγγάρι δεν θυμότανε... κοίταξε το παιδί που ήτανε καθισμένο στο χώμα με σταυρωτά τα χεράκια του, κι έμενε το φεγγάρι απόψε ολωσδιόλου αμίλητο και θλιμμένο.
όμως το παιδί, σαν όλα τα παιδιά, επέμενε :
θυμάσαι, φεγγάρι μου, κάποια νυχτιά που ήσουνε ολοστρόγγυλο, ήταν γλυκά έξω, μοσχομύριζε γιασεμί και γαζία ο τόπος, κι εσύ τότε έσκυψες και μου τραγούδησες ;
θυμάσαι, πως από μακρινούς τόπους που έφεγγες, έφερνες τις νυχτιές και μου διηγιόσουνα τις πιό ωραίες, τις πιό μαγευτικές ιστορίες;
δεν πειράζει, φεγγάρι μου, να μη σε νοιάζει αν τόχεις ξεχάσει εσύ. το θυμάμαι εγώ. κι απόψε που είσαι εσύ θλιμμένο έκανα εγώ κάτι γιά σένα. ορίστε ! έβαλα κι άκουσα το παραμύθι που μου αρέσει, έπειτα πήρα το μαύρο μολύβι μου και το έγραψα πάνω σε άσπρο χαρτί λέξη προς λέξη, ενώ το άκουγα.
γιά σένα τόκανα αυτό.
και θα στο πω τώρα εγώ το παραμύθι, θα στο διηγηθώ εγώ, γιά να σε δω να γελάς, ασημένιο φεγγάρι μου, και γιά να φύγει η σκοτεινιά από τα όμορφά σου μάτια.
άκου λοιπόν : την ιστορία μας, τη διηγιόνται σε μιά μεγάαλη χώρα, που τηνε λένε Ρωσσία, και δεν την έχει γράψει όποιος κι όποιος τυχαίος παραμυθάς, μα την έχει γράψει ένας σπουδαίος μουσικός ! έτσι, αυτή η ιστορία έχει μέσα κάθε λογιώ μουσικά όργανα, που θα παίξουν απόψε γιά σένα ! κάθισα και στην αντέγραψα.
.
στο παραμύθι μας, που το ονομάζουν Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ, γιά κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται, που μιλάει, που τρέχει, που φτεροκοπάει, που κολυμπάει, που κυνηγάει, θα παίζει στην ορχήστρα κι από ένα όργανο.
θα παίζει , ας πούμε, ένα φλάουτο, όταν τραγουδάει ή όταν πετάει το πουλί
θα παίζει ένα όμποε, γιά την πάπια
ένα κλαρινέττο, όταν η γάτα πατάει αθόρυβα στις βελουδένιες πατούσες της
ένα φαγκότο, όταν μιλάει ο παππούς
τρία ολόκληρα κόρνα, θα παίζουν γιά τον γκρίζο λύκο
όλα τα έγχορδα της ορχήστρας, γιά τον μικρό Πέτρο
τα ξύλινα πνευστά γιά τους κυνηγούς που έρχονται απ' το δάσος
και τέλος, τα τύμπανα και η γκρανκάσσα θα βροντούν τις τουφεκιές
.
.
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ
του Sergei Prokofiev.
ένα πρωί που λες, φεγγάρι μου όμορφο, ο Πέτρος ανοίγει την πόρτα του κήπου και βγαίνει στο λιβάδι.
στο πιο ψηλό κλαδί ενός μεγάλου δέντρου βλέπει να κάθεται ένα πουλάκι. Ο φίλος του.
"τι ωραία μέρα ! τι ωραία μέρα !" τιτιβίζει χαρούμενα.
εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξεπροβάλλει μια πάπια. Ευχαριστημένη που βρίσκει την πόρτα του κήπου ανοιχτή, το σκάει και τρέχει να πλατσουρίσει στη λιμνούλα που βρίσκεται μες τη μέση του λιβαδιού
με το που τη βλέπει το πουλάκι, αφίνει το κλαδί του και πάει κοντά της
"τι σόι πουλί είσαι εσύ, που δεν πετάς ;" της λέει
"τι σόι πουλί είσαι εσύ, που δεν κολυμπάς ;" του λέει και βουτάει στη λίμνη
κι όσο τα συζητούσανε, η πάπια τσαλαβουτούσε στο νερό και το πουλάκι φτερούγιζε εκεί τριγύρω...
σε μια στιγμή ο Πέτρος βλέπει με την άκρη του ματιού του μια γάτα να ζυγώνει στα κρυφά μέσα απ τα χόρτα.
σκεφτότανε : "μμμ να μια καλή ευκαιρία, τώρα που είναι απορροφημένοι με τις κουβέντες τους... βλέπω το πουλάκι, να μιά καλή ευκαιρία να το πιάσω. να καλή ευκαιρία να τ’ αρπάξω" πλησιάζει κρυφά κι αθόρυβα με τις βελούδινες πατούσες σαν κλέφτης...
πρόσεξε ! φωνάζει ο πέτρος και το πουλάκι πετάει αμέσως πάνω στο δέντρο
η πάπια βάζει τις φωνές για να διώξει τη γάτα, από τα μέσα της λίμνης
η γάτα όμως στριφογυρίζει γύρω απ’ το δέντρο κι αναρωτιέται:
"τώρα αξίζει τον κόπο ν’ ανέβω εκεί απάνω; Ώσπου να φτάσω θα χει πετάξει το πουλί"
Ξαφνικά εμφανίζεται ο παππούς
"Τι κάνετε εδώ ;" λέει "Αν έρθει ένας λύκος, τι θα γίνει ;"
Ο Πέτρος δε δίνει καμιά σημασία... " Αγόρια σαν κι εμένα, δεν φοβούνται τους λύκους !" λέει
Ο παππούς όμως τον πιάνει απ’ το χέρι οδηγώντας τον προς το σπίτι.
Κλειδώνει την πόρτα του κήπου πίσω του.
Δεν είχε καλά - καλά προλάβει να μπει στον κήπο ο Πέτρος κι ένας μεγάλος γκρίζος λύκος βγαίνει απ’ το δάσος
Μόλις τον βλέπει η γάτα, σαν αστραπή σκαρφαλώνει στο δέντρο
Η πάπια τρομάζει και κράζοντας πετάγεται έξω απ το νερό
Τρέχει να σωθεί αλλά ο λύκος είναι πιο γρήγορος. Την πλησιάζει κοντά, πιο κοντά, όλο πιο κοντά, τη φτάνει και μ’ ένα γκλουπ την καταπίνει
Και να τώρα πώς έχουν τα πράγματα:
Η γάτα πάνω σ’ ένα κλαδί, το πουλί σ’ ένα άλλο κλαδί, όχι πολύ κοντά στη γάτα
Ο λύκος γυροφέρνει το δέντρο και τους κοιτάζει λαίμαργα
Ο Πέτρος εν τω μεταξύ που είδε από τον κήπο τι γινότανε, χωρίς τον παραμικρό φόβο τρέχει στο σπίτι, βρίσκει ένα γερό σκοινί, το παίρνει, σκαρφαλώνει τον πέτρινο τοίχο του κήπου.
Ένα κλαδί που γυρόφερνε ο λύκος έφτανε πάνω από τον πέτρινο τοίχο.
Αρπάζοντας το κλαδί ο Πέτρος ανεβαίνει στο δέντρο και λέει στο πουλάκι : "τρέχα κοντά στο λύκο, πέτα γύρω - γύρω απ το κεφάλι του να τον ζαλίσεις, προσοχή όμως μη σε βουτήξει !"
Το πουλί πετάει κοντά στο λύκο, φτερουγίζει τόσο κοντά του ώστε σχεδόν τον αγγίζει με τα φτερά του, ενώ ο λύκος έξω φρενών πηδάει προσπαθώντας να τ’ αρπάξει
Το πουλάκι όμως είναι έξυπνο. Ο λύκος όσο κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να το φτάσει.
Ο Πέτρος στο μεταξύ φτιάνει μια θηλιά με το σκοινί του, την κατεβάζει προσεκτικά, την περνάει στην ουρά του λύκου και με όλες του τις δυνάμεις τραβάει δυνατά.
Με το που καταλαβαίνει ο λύκος ότι πιάστηκε, αρχίζει να χοροπηδάει απελπισμένα για να ξεφύγει, αλλά ο Πέτρος έδεσε τη άλλη άκρη του σκοινιού στο δέντρο
Όσο πιο πολύ χοροπηδάει ο λύκος, τόσο πιο πολύ σφίγγει η θηλιά γύρω απ’ την ουρά του.
Τότε, μέσα απ το δάσος βγαίνουν οι κυνηγοί που παρακολουθούσαν τα ίχνη του λύκου και πυροβολούσαν.
"Μην πυροβολείτε ! μην πυροβολείτε !" φωνάζει ο Πέτρος. " τον πιάσαμε το λύκο !
Το πουλάκι κι εγώ τον επιάσαμε. Βοηθείστε να τονε πάρουμε στο ζωολογικό κήπο"
Και τώρα, φεγγάρι μου γλυκό, φαντάσου τη θριαμβευτική πομπή !
Πρώτος ο Πέτρος !
Πίσω του οι κυνηγοί τραβώντας το λύκο, τέλος ο παππούς και η γάτα.
Ο παππούς μουρμουρίζει κουνώντας το κεφάλι του : "κι αν ο Πέτρος δεν είχε πιάσει το λύκο, τι θα γινότανε ;"
Από πάνω πετούσε το πουλάκι, κελαηδώντας χαρούμενα "ε, τι σπουδαίοι που είμαστε ο Πέτρος κι εγώ, κοιτάξτε τι πιάσαμε !"
Εάν όμως ακούσεις προσεκτικά, θ’ ακούσεις απ’ την κοιλιά του λύκου την πάπια να φωνάζει, γιατί ο λύκος απ’ τη βιασύνη του την κατάπιε την κακομοίρα ζωντανή.
.
.
.
.
3 σχόλια:
Νομίζω οτι άκουσα όλα τα όργανα της ορχήστρας να πλημμυρίζουν βίαια σαν αποχρώσεις ενός πίνακα που ενώ το χέρι του ζωγράφου άρχισε από αόρατες απαλές πινελιές, ολοκληρώθηκε με όλα τα μαύρα κι όλα τα κόκκινα που έχω δει..Ανάμεσά τους χώθηκαν γκρίζα και καφέ και όλα τα πράσινα, κι όλα μαζί έγιναν ..δική μου ιστορία!
Όσο μιλούσες, κυλούσε ένα ρυάκι με ήχους ανάλαφρης άρπας, αυτή που επιλέγεις όταν θέλεις να πεις μια άλλη ιστορία που κυλάει αδιόρατα μέσα από τις ίδιες αυτές λέξεις. Κι αυτή την ιστορία που κυλάει την είπες χωρίς να την πεις ποτέ! Πράγμα που γίνεται μόνο μέσα στα παραμύθια..
Όση ώρα σε άκουγα, είχε πέσει Σιγή στο Δάσος. Κι αυτό με ξεκούρασε..
Σε φιλώ.
@
είναι ένα παραμύθι που πολύ μου αρέσει,
μα πώς να το πεις, έτσι ξερά μπαμ και κάτω ;
αρχίζεις λοιπόν να εφευρίσκεις και να φλερτάρεις φεγγάρια, αστέρια,
κάνεις διάφορα μαγικά κόλπα :)
δεν είναι τρο με ρό παραμύθι ;!
@
άσε που,
δεν το βρήκα ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ,
μόνο έβαλα τον Χορν να το λέει
και το γραψα λέξη λέξη απ' την αρχή...
αυτό πού το πας ;
εμ, το χω πει εγώ... ποιός είπε πως η τρέλα δεν πάει στα βουνά ;!
στα βουνά πάει !
Δημοσίευση σχολίου