Τετάρτη, Δεκεμβρίου 11, 2013

Ξενόπουλος

Ξενόπουλος Γρηγόριος
ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ



Αθήναι, 2 Φεβρουαρίου 1929
Αγαπητοί μου,


Να μια λέξη από κείνες που δείχνουν όλο το μεγαλείο, όλη την ομορφιά της Δημοτικής μας ! Δεν την έχει η Καθαρεύουσα, δεν την έχει η Αρχαία, δεν την έχει ίσως ούτε άλλη γλώσσα στον κόσμο : Βαρυχειμωνιά ! Τι εκφραστική, τι παραστατική λέξη ! Σας δείχνει το βαρύ, το δριμύ χειμώνα σα… να τον βλέπετε.
Αντί να τουρτουρίζετε, όμως, αισθάνεσθε απεναντίας σα μια ζέστα, μια γλύκα, μια ευχαρίστηση.
Είναι η ίδια η ομορφιά της λέξης που σας τη δίνει.
Είναι η ίδια η μεγάλη της παραστατικότητα, αυτή που σας δείχνει γυμνόφυλλα δέντρα να λυγίζουν στο φύσημα του ανέμου, βουνά σκεπασμένα από χιόνι, σταχτιά τοπία μελαγχολικά, και συγχρόνως κάμαρες με κλειστά παράθυρα, προφυλαγμένες, στρωμένες και γελαστές στη λάμψη του αναμμένου τζακιού…
Βαρυχειμωνιά ! Αυτή η λέξη τα λέει όλα : βροχή κι ομπρέλλα, βροντή και κουκούλωμα, χιόνι και γούνα, κρύο και φωτιά, - και μαγγάλι, και ψημένα κάστανα, και παραμύθι της γιαγιάς…

Έλεγαν από καιρό τώρα, πως φέτος θάχωμε βαρυχειμωνιά, μα δεν το πολυπίστευα, γιατί ποτέ δεν πολυπιστεύω μετεωρολογικές προφητείες…
Τελευταία είπαν πως θαρχόταν κι εδώ από την Ευρώπη το «κύμα ψύχους», μα, όσο έβλεπα τα πρώτα χιόνια να λυώνουν κάτω από ένα λαμπρό ήλιο, έλπιζα πως το κύμα θάλλαζε δρόμο. Άκουσα μάλιστα μια μέρα πως στράφηκε κατά τα Βαλκάνια, αφίνοντας την Ελλάδα πίσω του.
Δυστυχώς αυτό μόνο ήταν ψέμα. Το κύμα έφτασε. Τα σημερινά τουλάχιστο σημάδια δεν μαφίνουν αμφιβολία : Πρωί- πρωί μου έφεραν να ιδώ – και να χαρώ – ένα κομμάτι πάγο απ’ την ταράτσα : τη νύχτα είχε παγώσει το νερό που είχε μείνει κει-έξω σε μια λεκάνη… Έπειτα η μικρή Χιονία, η άσπρη μου γατίτσα, μου παρουσιάσθηκε αγνώριστη, μαύρη, μουντζούρα, με τη γούνα της εδώ κι εκεί τσουρουφλισμένη, ελεεινή ! Κρύωνε, φαίνεται, το κακόμοιρο το ζώο, κρύωνε πολύ, και πριν ανάψουμε τις σόμπες, κατέβηκε στην κουζίνα και χώθηκε ολάκερο στην τρύπα εκείνη του τζακιού όπου πέφτουν οι στάχτες και τα καρβουνάκια, καμμιά φορά αναμμένα…
Συγχρόνως έφτασαν στ’ αυτιά μου κλάματα : έκλαιγε ο Αναστασάκης, ένα παιδάκι απ’ τη γειτονιά, τεσσάρω χρονών, και γύρευε της μάννας του να του αγοράση ένα μάλλινο τζιπουνάκι, «σαν κι εκείνο που είχε χαρίσει του Γεωργάκη ο μπάρμπας του».
Θα κρύωνε, φαίνεται, πολύ κι ο καϊμένος ο Αναστασάκης. Πολλές φορές τον είχ’ ακούσει να κλαίη για ψωμί, για γλυκό, για παιχνίδι, μα για ρούχο ποτέ. Απεναντίας όσο πιο λίγα του φορούσαν, τόσο πιο ευχαριστημένος ήταν. Και δεν του άρεσε τίποτα περισσότερο παρά να τρέχη μισόγυμνος στην αυλή ή στην ταράτσα…

Βαρυχειμωνιά, τελείωσε ! Έπρεπε να πάρουμε τα μέτρα μας. Φόρεσα ένα μάλλινο τζιπούνι – εμένα η μαμά μου μου είχε πάρει, - κι είπα νανάψουν όλες τις σόμπες του σπιτιού.
Σε λίγο, καθισμένος μπροστά στο γραφείο μου και γράφοντας χωρίς να νοιώθω καθόλου το κρύο, γύριζα κάθε τόσο κι έβλεπα τη Χιονία ξαπλωμένη μέσα… στο δίσκο της σόμπας, με τη μουρίτσα της κολλημένη σχεδόν στο ζεστό μαντέμι. Δεν κρύωνε πιά ούτε αυτή.
Είχαμε βολευθεί κι οι δυό μας.
Μόνο το φασουλάκι εκείνο, ο Αναστασάκης, εξακολουθούσε να γκρινιάζη και να γυρεύη της μάννας του ένα μάλλινο τζιπουνάκι σαν του Γεωργάκη.
Κάποτε, η φτωχή γυναίκα, που μ’ όλο εκείνο το κρύο έπλενε στην αυλή του πλαϊνού, για να βγάλη το ψωμί της ημέρας της, έχασε την υπομονή. Και σα να ήταν μεγάλος ο Αναστασάκης ή σα να μιλούσε στον εαυτό της, του φώναξε :
-Κακομοίρη μου, θάπρεπε να μη φας εσύ ένα μήνα, για να σου πάρω εγώ τέτοιο τζιπουνάκι !…
Τάκουσε ο Αναστασάκης και, από τη στιγμή εκείνη έπαψε να κλαίη και να γκρινιάζη. Καθόταν όμως συλλογισμένος, αμίλητος, σκοτεινός…
Είχε περάσει έτσι καμμιά ώρα. Η μάννα του είχε ξεχάσει κιόλα τι του είχε πει. Κι άξαφνα, η βαθειά φωνή του παιδιού, της έδωσε ήσυχα-ήσυχα, σοβαρά, την απάντηση:
-Καλά. Εγώ δε θα φάω μία μήνα, για να μου αγοράσης εσύ το τζιπουνάκι.
Τα παιδιά αλλάζουν συχνά τα γένη των ονομάτων.Έτσι κι ο Αναστασάκης έκανε τώρα το μήνα θηλυκό…
Της μάννας του της ήρθε να γελάση, της ήρθε να κλάψη, μα δεν έκανε κανένα από τα δυό, ούτε του είπε λόγο. Εξακολούθησε την πλύση της ως το μεσημέρι. Τη φώναξαν τότε για να φάη στην κουζίνα. Από το φαϊ της, έβαλε λίγο σ’ ένα πιάτο για τον Αναστασάκη. Και τον φώναξε :
-Ε, συ !… κόπιασε να φας !
Ο μικρός ανέβηκε, μπήκε στην κουζίνα, έρριξε μια ματιά στο φαγάκι που τον περίμενε, μα δεν εζύγωσε στο τραπέζι.
-Έλα να φας, σου λέω !
Κι ο Αναστασάκης, με τη βαθειά του φωνή, ήσυχα - ήσυχα και σοβαρά :
-Όχι ! Δε θα φάω μία μήνα, για να μου πάρης τζιπουνάκι.
-Έλα τώρα, κουτεντέ !…
-Όχι ! μία μήνα ! Από σήμερα !
Πόσα τούκαναν, στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν. Επιτέλους βαρέθηκαν και τον άφησαν.
-Να χαθής, πεισματάρικο ! μουρμούρισε η φτωχή μάννα.
Αλλά το φαί μύριζε ωραία κι ο Αναστασάκης κατάλαβε πως πεινούσε πολύ. Δεν μπόρεσε πιά να βαστάξη. Στην κουζίνα οι άλλοι είχαν σχεδόν αποφάει, όταν ο μικρός, μονάχος, χωρίς να του ξαναπή κανένας τίποτα, ζύγωσε το τραπέζι, κάθησε κι άρχισε να τρώη.
-Μπα; Έκαμε τότε η μάννα του, με την ψεύτικη εκείνη ειρωνία της στοργής και του πόνου. Δεν είπες πως δε θα φας μία μήνα;…
Κι ο Αναστασάκης, μπουκωμένος τώρα, μα πάντα με βαθειά φωνή, ήσυχα – ήσυχα και σοβαρά :
-Θ’ αρχίσω από αύριο. Σήμερα πεινάω…

Σας ασπάζομαι
Φαίδων 

Δεν υπάρχουν σχόλια: