Αποσπάσματα από το "Άξιον εστί" (1959)
του Οδυσσέα Ελύτη
. «Νύχτα πάνω
στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω από τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο
ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και
τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα,
μονάχα σοβαροί και αμίλητοι. Φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία
εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα
ρούχα μας και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν αίματα. Τι μας
είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση
ανυπόφερτο. Τέλος κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι
κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού
ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από
στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χει συνήθειό του στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε
το φως.
Τότες,
χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε
όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους –
ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση.»
"Η Μεγάλη Έξοδος"
Τις ημερες εκεινες εκαναν συναξη μυστικη τα παιδια και λαβανε την αποφαση,
επειδη τα κακα μαντατα πληθαιναν στην πρωτευουσα, να βγουν εξω σε πλατειες
με
το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : μια παλαμη τοπο κατω απο τ' ανοιχτο
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.
Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια,
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.
Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια,
οι
νεοι με τα πρησμενα ποδια που τους ελεγαν αλητες. Και ακολουθουσανε αντρες
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.
Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και φορες τρεις με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει :
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.
Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και φορες τρεις με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει :
μια
πηχη φωτια κατω απ' τα σιδερα, με τις μαυρες κανες και τα δοντια του ηλιου.
Οπου
μητε κλωνος μητε ανθος, δακρυο ποτε δεν εβγαλαν. Και χτυπουσανε οπου να 'ναι,
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε.
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε.
Σαν να μην
ητανε αλλος δρομος πανω σ' ολακερη τη γη, για να περασει η Ανοιξη παρα μοναχα
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια
που
τους ελεγαν αλητες, και οι αντρες, και οι γυναικες, και οι λαβωμενοι με τον
επιδεσμο
και τα δεκανικια.
Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.
και τα δεκανικια.
Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.