Κυριακή, Νοεμβρίου 09, 2014

 I.
Άρθρο της


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  02/11/2014 05:45

Tα λαϊκά παραμύθια και η εθνική αφύπνιση

Σήμερα «Το Βήμα», στο πλαίσιο της σειράς «Μια φορά κι έναν καιρό», προσφέρει στους αναγνώστες του ένα έργο αναφοράς και υψηλής αναγνωστικής απόλαυσης και αξίας, τα «Ελληνικά παραμύθια», σε εκλογή του Γ. Α. Μέγα
Tα λαϊκά παραμύθια και η εθνική αφύπνιση


«Τα "Παραμύθια" εξεδόθησαν για τα παιδιά. Μα αν ξεφυλλίσουν το βιβλίο αυτό κι' οι μεγάλοι, μόνον ωφέλεια θα ιδούν [...], θα γίνουν καλλίτεροι» γράφει ο Φώτος Πολίτης στο «Ελεύθερον Βήμα» στις 2.12.1927 παρουσιάζοντας την πρόσφατη πρώτη έκδοση των «Ελληνικών Παραμυθιών» του Γεωργίου Α. Μέγα. Στο ίδιο σημείωμα εκφράζει τη βαθιά του πίστη στη δύναμη της νεοελληνικής παράδοσης, η οποία μπορεί να αναβαπτίσει την ελληνική κοινωνία, να τη βελτιώσει ηθικά και πνευματικά, δεδομένου ότι «θα σε βοηθήσει να γνωριστής ακόμη και με τον εαυτό σου», άρα είναι εργαλείο αυτογνωσίας. Το δε παραμύθι που «ζη πάντα στο στόμα του λαού», λέει η σημαντική αυτή μορφή του ελληνικού Μεσοπολέμου, μπορεί να οδηγήσει «σε δρόμους χαράς και λυτρωμού» από την τυραννία της καθαρεύουσας.

Ο δευτερότοκος γιος του Νικολάου Γ. Πολίτη - του εισηγητή του όρου «λαογραφία» στην Ελλάδα το 1884, του ιδρυτή και θεμελιωτή της ως αυτόνομης επιστήμης - εμφανίζεται έτσι πιστός στο πνεύμα του πατρός του, του οποίου πεποίθηση αποτελούσε η ανάγκη αναψηλάφισης της εθνικής ταυτότητας προκειμένου η χώρα να αρθεί στο επίπεδο των ευρωπαϊκών κρατών και πάγιο αίτημά του ήταν η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Ο Ν. Γ. Πολίτης υπήρξε τέκνο του οξυμμένου λαογραφικού ενδιαφέροντος που δημιουργήθηκε μετά τη δημοσίευση του ιστορικού έργου του Αυστριακού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράγερ τη δεκαετία του 1830. O περιηγητής που έκτοτε θεωρήθηκε η προσωποποίηση του μισελληνισμού διακήρυσσε πως το ελληνικό έθνος είχε εξαφανιστεί διά της σλαβικής και αλβανικής διείσδυσης στον ελλαδικό χώρο κατά τον Μεσαίωνα. Προκειμένου να αντικρουστεί η άποψη αυτή, που εν πολλοίς ακύρωνε την εθνική υπόσταση του νεοσύστατου τότε κράτους, αναπτύχθηκε έντονο ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό, όπως συνέβη σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς την εποχή της εθνικής τους αφύπνισης, και άρχισε η συλλογή δημώδους υλικού (παροιμίες, τραγούδια, ήθη και έθιμα, μύθοι κ.τ.λ.), που εθεωρείτο ότι εξέφραζε το πνεύμα του έθνους, «ίνα χρησιμεύση προς απόδειξιν ότι οι νυν κατοικούντες την Ελλάδα εισίν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», σύμφωνα με άρθρο στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα» το 1852.

Νεκροί για τη γλώσσα

Το νήμα αυτό, που ξεκινά τον 19ο αιώνα, στις αρχές του 20ού πιάνει ο μαθητής του Ν. Γ. Πολίτη, ο λαογράφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Γεώργιος Α. Μέγας, που ανδρώνεται την εποχή του Εθνικού Διχασμού, όπου πλέον το γλωσσικό ζήτημα έχει λάβει εθνική διάσταση με ακραιφνώς ιδεολογικό περιεχόμενο. Το 1927, οπότε εκδίδονται για πρώτη φορά τα «Ελληνικά παραμύθια», ύστερα από το διάλειμμα της βενιζελικής μεταρρύθμισης (1917-1919), επισήμως έχει επικρατήσει το πνεύμα του καθηγητή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Μιστριώτη, ο οποίος όχι απλώς υπερασπιζόταν με πάθος την καθαρεύουσα ως αντιστάθμισμα στον «μαλλιαρισμό» αλλά και πρωτοστάτησε στα αιματηρά επεισόδια όπου υπήρξαν νεκροί για τη γλώσσα (θλιβερό ελληνικό προνόμιο αυτό): στα «Ευαγγελικά» του 1901 και στα «Ορεστειακά» του 1903. Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1925, η Εκκλησία - σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο, την Αρχαιολογική Εταιρεία και με εκπροσώπους εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα, στην Ενωση Αθηναϊκών Περιοδικών και αλλού - έχει οργανώσει «Εθνικόν Συνέδριον προς καταπολέμησιν των εχθρών και των διαφθορέων της θρησκείας, της γλώσσης, της οικογενείας, της ιδιοκτησίας, της ηθικής, της εθνικής συνειδήσεως, της πατρίδος», όπου οι έννοιες συγχέονται σκοπίμως και οι υπερασπιστές της δημοτικής γλώσσας καταδικάζονται ως εκφραστές αντεθνικής συμπεριφοράς.

Κάλλιστον κληροδότημα

Η γλώσσα στην οποία ο λαογράφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Μέγας μεταγράφει τα λαϊκά παραμύθια τα οποία συγκέντρωσε, «όπου ήτο ιδιωματική, προσηρμόσθη εις τον κοινόν τύπον», σύμφωνα με τις Σημειώσεις του - που επέχουν θέση Επιμέτρου και έχουν συνταχθεί σε ήπια καθαρεύουσα γλώσσα -, στη δεύτερη έκδοση του έργου το 1956, στην οποία προστίθενται 14 επιπλέον παραμύθια. Φροντίζει, λοιπόν, υιοθετώντας μια ρέουσα δημοτική γλώσσα, τα κείμενα «να διατηρούν όλην την χάριν αφελούς λαϊκής διηγήσεως», αλλά -διαφοροποιούμενος από τον δάσκαλό του Ν. Γ. Πολίτη - δεν κρατά τα τοπικά ιδιώματα.

Για να δηλώσει την εκ μέρους του πρόθεση, πάντως, ο Μέγας επικαλείται πρώτα μια φράση του δασκάλου του, σύμφωνα με την οποία τα εκλεκτά μνημεία της δημώδους λογοτεχνίας «συντελούν εις την συντήρησιν των καλλίστων κληροδοτημάτων της πατρίου κληρονομιάς» και αποκαλύπτουν στον λαό τους θησαυρούς του. Ακολούθως, καταθέτει ότι τα παραμύθια που επιλέγει φροντίζει «να έχουν αρετάς αφηγηματικάς και συγχρόνως να προσαρμόζωνται εις την σύνθεσιν και την φράσιν και προς παιδαγωγικούς σκοπούς», άρα, χαρίζοντας στα παιδιά χαρά και απόλαυση, να γίνονται αποτελεσματικό εκπαιδευτικό εργαλείο.

Ετσι, ο Μέγας, ο οποίος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση και συνέταξε αρκετά αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο, εκφράζει την πεποίθηση ότι τα παραμύθια αποτελούν επωφελή αναγνώσματα για τα παιδιά και παίρνει την εξέχουσα θέση που του αναλογεί στη διάσωση και στην καταγραφή των ελληνικών παραμυθιών. Η σχετική προσπάθεια είχε ξεκινήσει τον 19ο αιώνα με την έκδοση δύο συλλογών ελληνικών λαϊκών παραμυθιών, με την επιμέλεια του αυστριακού διπλωμάτη Johann Georg von Hann η πρώτη (Λειψία, 1864) και του δανού φιλολόγου Jean Pio η δεύτερη (Κοπεγχάγη, 1879). Ο Μέγας ήταν ο πρώτος που παρουσίασε λαϊκές αφηγήσεις ταξινομημένες όχι με άξονα τοπικό ή γεωγραφικό, χρονολογικό ή θεματικό, αλλά σύμφωνα με το διεθνές σύστημα Aarne-Τhompson. Για να διευκολύνει μάλιστα τον μελλοντικό ερευνητή, στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζει τον τύπο στον οποίο ανήκει κάθε παραμύθι (μύθος ζώων, παραμύθι ή ευτράπελη διήγηση), την προέλευσή του και τις παραλλαγές του.

Στα παραμύθια καθαυτά θα αναφερθούμε την επόμενη εβδομάδα στο σημείωμά μας με την ευκαιρία της έκδοσης του δεύτερου τόμου των «Ελληνικών παραμυθιών» (1962) από «Το Βήμα».


Το διενθές σύστημα ταξινόμησης

Ως είδος του λαϊκού πολιτισμού, τα προφορικά παραμύθια εμφανίζονται, σε παραλλαγές, σε περισσότερους από έναν τόπους και σε διαφορετικές εποχές. Γύρω στο 1910, και με την αντίληψη της παγκοσμιότητας του παραμυθιού εγκαθιδρυμένη, θεωρήθηκε σημαντικό να μελετηθεί διεθνώς το πού και το πότε διαδόθηκε ένα παραμύθι προκειμένου να μελετηθεί, ιστορικά και συγκριτικά, το είδος αυτό που συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, τη λογοτεχνία των λαών. Ετσι δημιουργήθηκε το διεθνές σύστημα ταξινόμησης Aarne και Thompson, που πήρε το όνομά του από τους εμπνευστές του, όπως το εισηγήθηκαν στο έργο The Types of the Folktale. Βάσει του συστήματος αυτού συντάχθηκαν οι εθνικοί κατάλογοι των παραμυθιών σε κάθε χώρα. Στην Ελλάδα το σημαντικό αυτό έργο ανέλαβε ο Γεώργιος Μέγας, ο οποίος συγκέντρωνε τις δημοσιευμένες και αδημοσίευτες παραμυθιακές παραλλαγές και έτσι στην αναθεωρημένη έκδοση του διεθνούς καταλόγου το 1961 εκπροσωπείται και το ελληνικό παραμύθι.

Εικόνες και εικονογράφοι

Οι εικόνες που κοσμούσαν την έκδοση του 1927 έφεραν την υπογραφή του ήδη καταξιωμένου, στα 32 του χρόνια, ζωγράφου και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου. Στην κριτική του ο Φώτος Πολίτης ήταν εκθειαστικός: «Ενας ρυθμός ελληνικός στη σύλληψη και στη σύνθεση της κάθε εικόνας, βγαλμένης ολόισια μέσα από την περίφημη βυζαντινή παράδοση, κυριαρχεί σ' ολόκληρο το ζωγραφικόν όραμα». Ο πολυβραβευμένος Κόντογλου, ηγετική φυσιογνωμία της Γενιάς του 1930, στο πλαίσιο του αιτήματος της ελληνικότητας εκ μέρους της γενιάς του, αναζήτησε ένα εικαστικό ιδίωμα που είχε τις ρίζες του στην αγιογραφία και στη λαϊκή παράδοση. Ανάμεσα στους μαθητές του, στους οποίους συγκαταλέγονται ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος, ήταν και ο γεννημένος το 1929 Ράλλης Κοψίδης, ο οποίος μαθήτευσε κοντά του από το 1953 έως το 1959. Ο Κοψίδης, το έργο του οποίου επίσης συνομιλεί με τη λαϊκή παράδοση και το πνεύμα της Ορθοδοξίας, ανέλαβε την εικονογράφηση των 14 επιπλέον παραμυθιών που προσέθεσε ο Μέγας στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου το 1956.

Η κυρία Ελένη Κεχαγιόγλου είναι φιλόλογος - επιμελήτρια εκδόσεων και έχει επιμεληθεί τη σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό» που προσφέρει «Το Βήμα».



 εξαίρετο το άρθρο !
εξαίρετο το εγχείρημα -τότε και τώρα -
κι εξαίρετη η προσφορά όλων τους !

(ακολουθεί)






Δεν υπάρχουν σχόλια: