Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2015


το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον  (κεφ. Β. 7 – 16) : 


«και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι.
Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φύλακας της νυκτός επί την ποίμνην αυτών και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν•
και είπεν αυτοίς ο άγγελος, μη φοβείσθε ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία
και εγένετο ως απήλθαν απ’ αυτών εις τον ουρανόν οι άγγελοι, και οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο Κύριος εγνώρισεν ημίν.
Και ήλθον σπεύσαντες, και ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη».





Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο συμπληρώνει την εικόνα (κεφ. Β, 9 – 11) : 

«και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον• ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα, και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, 
και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν».










Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2015




Λίγο
από την ποίηση
του Χρήστου Αναγνωστόπουλου


Σ’ ευχαριστώ που μ’ ανάθρεψες, με τους
λεπτούς τρόπους των μυστικών.


22.5
τότε σ’ αγάπησα περισσότερο, κείνες τις
λίγες φορές που μιλούσες ελάχιστα κι η
κουβέντα σου απ’ την ήττα είχε πάρει, της προσευχής.


31.5
περνώ από τα πράγματα, όπως το παιδικό
κεφαλάκι από τα χέρια που το βλογούν :
τα δέχομαι όλα.












PABLO NERUDA
.
λίγοι στίχοι (αποσπάσματα)
από τα


ΕΙΚΟΣΙ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

8.




Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
…………………………………..


Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει.
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.

……………………………..


Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.





Πέμπτη, Νοεμβρίου 26, 2015

από το βιβλίο
“1821,
Η ΑΡΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ”
.
Αθηνάς Κακούρη
Εκδ. Πατάκη
1η έκδοση - 2013
8η έκδοση - 2015
.
Κεφάλαιο :

Η ουσία του Τουρκικού προβλήματος 


..........................................................

Το θέμα ( έλεγε ο Καποδίστριας, στα 1821 στους εκπροσώπους της Ευρώπης, συγκεντρωμένους στο Λάϋμπαχ ) έπρεπε να μπει σε ευρύτερη βάση :
Είναι άραγε δυνατόν να συνυπάρξουν οι Ευρωπαίοι με τους Τούρκους "χωρίς αυτοί να εγγυηθούν το απαραβίαστο της χριστιανικής θρησκείας και τη διάκριση ενόχων και αθώων;" 

...........................................................

Είναι δυνατόν να ζήσουν δίπλα δίπλα και αρμονικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ευρώπη (εν έτει 1821) , εάν πρώτα οι Τούρκοι δεν εγγυηθούν ότι τη χριστιανική θρησκεία θα τη θεωρούν απαραβίαστο δικαίωμα των πολιτών τους (μ' άλλα λόγια ότι δε θα εξοντώνουν κι ούτε θα κατατρέχουν τους υπηκόους τους που είναι χριστιανοί μόνο και μόνο επειδή είναι χριστιανοί) - και ότι θα διακρίνουν μεταξύ ενόχων και αθώων (μ' άλλα λόγια ότι, όταν γίνεται μιά αναταραχή, δεν θα προβαίνουν σε γενικές σφαγές, αλλά θα ανακρίνουν, θα δικάζουν και θα καταδικάζουν μόνον τους ενόχους, χωρίς να διώκουν τους αθώους ;)

.............................................................

Στα 1821, λοιπόν, κι ενώ μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης είχαν ξεσπάσει σφαγές δεκάδων χιλιάδων χριστιανών στην Πόλη και στα κοντινά μέρη, ο Καποδίστριας έθεσε στους διπλωμάτες της Ευρώπης ένα καίριο ερώτημα : Είναι δυνατόν η Ευρώπη να συνυπάρξει με την Οθωμανική Αυτοκρατορία "χωρίς αυτοί ( οι Τούρκοι ) να εγγυηθούν το απαραβίαστο της χριστιανικής θρησκείας και τη διάκριση ενόχων και αθώων";
Ο Μέττερνιχ όμως, με τη βοήθεια των Άγγλων, που θεωρούσαν τα συμφέροντά τους συνυφασμένα με τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας - ο Μέττερνιχ και οι Άγγλοι λοιπόν απέφυγαν να συζητηθεί αυτό το θέμα - η ουσία δηλαδή των διωγμών
.............................................................


Ο Τσάρος διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Σουλτάνο γιά τις σφαγές. Οι Τούρκοι, με εξασφαλισμένη τη σιωπηρή υποστήριξη των Άγγλων και των Αυστριακών, τον αγνόησαν. Ο Τσάρος απέσυρε τον πρεσβευτή του από την Κωνσταντινούπολη. Παραπέρα όμως δεν προχώρησε. 




σημείωση quartier libre :
oποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις 
είναι εντελώς συμπτωματική 
και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα









Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2015


solidarité

γιά ό, τι φοβερό συμβαίνει στους ανθρώπους






 

Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2015



από το βιβλίο

“1821,

Η ΑΡΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ”

Αθηνάς Κακούρη

Εκδ. Πατάκη

1η έκδοση - 2013
8η έκδοση - 2015



Κεφάλαιο :

ΤΙ ΠΑΡΕΛΑΒΕ ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ





ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ !


Τον Ιανουάριο του 1828 έφτασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας.

Τα παρακάτω, όπως μας τα μεταφέρει ο Γεώργιος Τερτσέτης :

«Σύντομα οι γραμματείς – οι υπουργοί σαν να λέμε – του έδωσαν (στον κυβερνήτη Καποδίστρια) τις αναφορές τους.

Ο Γραμματεύς των Εσωτερικών και Αστυνομίας Αναστάσιος Λόντος είπε ότι το κράτος αποτελείται όλο κι όλο από την Αίγινα, τον Πόρο, τη Σαλαμίνα, την Ελευσίνα, τα Μέγαρα και μερικά νησιά του Αιγαίου, που τα κρατούν πειρατές.

Ο Γραμματεύς επί των Οικονομικών Αθανάσιος Λιδωρίκης είπε ότι τα ταμεία είναι αδειανά, ότι τα κατάστιχα τα σχετικά με το εσωτερικό δάνειο των 5.000.000 είναι νοθευμένα, ότι υπάρχουν καταχρήσεις, πλαστοπαρτίδες, ελλείψεις, λάθη και ανωμαλίες. Ότι η δεκάτη στα νησιά του Αρχιπελάγους έχει προεισπραχθεί. Ότι καθυστερούνται οι μισθοί των μελών του Νομοθετικού. Ότι οι μαστόροι που διόρθωσαν το σπίτι όπου θα κατοικούσε ο Κυβερνήτης ήταν απλήρωτοι.

Ο Γραμματεύς επί της Δικαιοσύνης Μ. Σούτσος είπε ότι Δικαστήρια δεν υπάρχουν.

Ο Γραμματεύς επί των Στρατιωτικών Αλέξανδρος Βλαχόπουλος είπε ότι στρατός δεν υπάρχει. Ούτε πολεμοφόδια.

Ο Γραμματεύς επί των Ναυτικών Γεώργιος Γλαράκης είπε ότι στόλος δεν υπάρχει. Τα μόνα πλοία που ανήκουν στην Ελλάδα , δηλαδή η φρεγάτα «Ελλάς» και η κορβέττα «Έλλη» είναι παροπλισμένα.

Στρατός και στόλος δεν υπήρχε αλλά παντού στη χώρα και στις θάλασσες τριγύριζαν 300.000 κλέφτες και 2.000 πειρατές. Αυτούς τους τεράστιους αριθμούς, μας τους δίνει ο Νικόλαος Δραγούμης στις Ιστορικές του Αναμνήσεις, κι αυτό δεν σημαίνει πως είναι σωστοί – πώς θα ήταν δυνατόν να μετρηθούν μέσα στη γενική εκείνη αταξία ;- δείχνουν όμως το μέγεθος του προβλήματος.»





ακολουθεί συνέχεια 














Παρασκευή, Νοεμβρίου 06, 2015



Ανάμεσα στην προηγούμενη αναφορά 
στο εξαιρετικό βιβλίο της Αθηνάς Κακούρη


"1821
Η ΑΡΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ"  





και στην επόμενη αναφορά γιά το ίδιο βιβλίο,
θεώρησα σκόπιμο να προηγηθεί εδωδά το παρακάτω απόσπασμα
από το αγαπημένο (και πάντα δραματικά επίκαιρο...) 
ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
της Πηνελόπης Δέλτα




Στρατός και στόλος, παρών !


- από το ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ –



Της Πηνελόπης Δέλτα

- Πατέρα, είπε τότε το Βασιλόπουλο, χθες βράδυ βρήκα ένα γράμμα στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μα δεν ξέρω να διαβάσω και σου το έφερα.
Ο Βασιλιάς το πήρε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε:
«Εξοχώτατε! Αλλον από σένα δεν περιμένω σήμερα να έλθει στο σπίτι μου, κι επειδή δεν προφθαίνω να έλθω εγώ στο δικό σου, σου αφήνω τούτο το γράμμα εδώ, για να το βρεις αμέσως και να μάθεις πως τρέχω και τρέχεις το μεγαλύτερον κίνδυνο. Το Βασιλόπουλο, που μοιάζει λεονταράκι και αετουδάκι, ξέρει πως δεν πούλησες την αλυσίδα. Ξέρει και μερικά άλλα, που μπορούν να σε βλάψουν αν μείνεις εδώ. Εγώ το στρίβω αμέσως με την αλυσίδα και πάγω στου Αρχοντα θείου, όπου ελπίζω, ύστερα από μερικές πληροφορίες που θα του δώσω για την κατάντια του Κράτους μας, να τον καταφέρω να με βοηθήσει με το στρατό του, να κατακτήσω το ωραίο κτήμα που δε θέλησε να μου χαρίσει ο Βασιλιάς, και που είναι πέρα από το ποτάμι. Σα θέλεις, έλα να με βρεις. Φέρε μαζί σου τα διαμαντένια ποτήρια του Βασιλιά και τα τελευταία διαμαντικά της Βασίλισσας που βρίσκονται στο κελάρι σου και που αξίζουν κάμποσα φλουριά. Μη φοβάσαι τίποτα, μάχη δε μπορεί να γίνει χωρίς στρατιώτες, η νίκη είναι δική μας. Μόνο φύγε αμέσως. Ο πιστός σου Λαγόκαρδος»
Ο Βασιλιάς σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το γιο του από πάνω από τα γυαλιά του.
- Τι θα πει αυτό; ρώτησε παραζαλισμένος.
Το Βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα απάνω-κάτω και γύρισε πάλι στο Βασιλιά.
- Θα πει, πατέρα, πως το γράμμα αυτό ήταν γραμμένο για τον Πανουργάκο. Θα πει πως ο Λαγόκαρδος είναι όχι μόνο μπερμπάντης, αλλά και προδότης, και πως σε λίγες μέρες, σε λίγες ώρες ίσως, τα στρατεύματα του Άρχοντα θείου μας μπορούν να εισβάλουν στο Κράτος μας. Θα πει κι ένα άλλο: πως αυτός μοιάζει να ξέρει πράματα που δεν ξέρομε μεις, δηλαδή πως δεν έχομε στρατό και πως δε θα γίνει καμιά αντίσταση στα σύνορα.
- Τι κάθεσαι και λες! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Δεν έχομε, λέει στρατό! Κολοκύθια με τη ρίγανη! Χιλιάδες στρατιώτες ρίχνω στο βασίλειο του θείου μου, οπόταν θελήσω. Κι εκατό καράβια, όλο σίδερο σκεπασμένα, κατεβάζει το ποτάμι με την πρώτη μου προσταγή! Δεν έχομε, λέει, στρατό! Θα τον κρεμάσω να τον φαν τα όρνια, τον πρώτο που θα τολμήσει να ξαναπεί τέτοιο λόγο!
Κι έξω φρενών ο Βασιλιάς έσπρωξε την κορώνα στην κορυφή του κεφαλιού του, και με μεγάλα βήματα πήγε και ήλθε δυο-τρεις φορές στην κάμαρα. Το Βασιλόπουλο κοίταξε με μάτια λυπημένα το γαϊδουρίσιο κεφάλι, που από πάνω από την κονσόλα, με την τενεκεδένια κορώνα περασμένη ανάμεσα στ' αυτιά του, έμοιαζε να τους κοροϊδεύει.
- Πατέρα, είπε στο τέλος, φώναξε τον αρχιστράτηγο. Εκείνος θα μας δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε.
Ο Βασιλιάς χτύπησε το κουδούνι κι ευθύς παρουσιάστηκε ο υπασπιστής Πολύδωρος.
- Φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο, διέταξε ο Βασιλιάς, και ξανάρχισε πάλι το νευρικό του περίπατο.
Ο υπασπιστής υποκλίθηκε κι έκανε να φύγει. Μα στην πόρτα σταμάτησε.
- Αφέντη... μουρμούρισε, δεν ξέρω ποιος είναι ο αρχιστράτηγος.
- Δεν ξέρεις; φώναξε με θυμό ο Άρχοντας. Δεν ξέρεις; Και αλλάζοντας τόνο:
- Χμ... ουτ' εγώ δεν ξέρω πια πώς τον λένε... Τι ήθελε τώρα να πάγει να σκοτωθεί ο τενεκές ο Πανουργάκος! Αυτός τα φρόντιζε και τα ήξερε όλα αυτά στα πέντε δάχτυλα!... Φώναξε λοιπόν τον πρωτοβεστιάριο Κατρακυλάκο.
Ο Πολύδωρος υποκλίθηκε κι έφυγε. Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψε με τον πρωτοβεστιάριο. Ο κυρ-Κατρακυλάκος ήταν κοντός και χοντρός, με πρισμένα κρεμαστά μάγουλα, και τόσο μεγάλη κοιλιά, που δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από πόρτα ή από έπιπλο κοντά χωρίς να σκουντουφλήσει.
- Κατρακυλάκο, είπε ο Βασιλιάς επιτακτικά, φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο.
- Αφέντη, αποκρίθηκε ο Κατρακυλάκος, μάταια προσπαθώντας να λυγίσει τη μέση του για να υποκλιθεί. Αφέντη, πάνε δυο χρόνια που δεν έχομε πια αρχιστράτηγο.
Ο Βασιλιάς παρά λίγο να πνιγεί από την αγανάκτηση του. Όλο του το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι, και μελάνιασε.
- Τι λες;... Τι λες; ψέλλισε, και η φωνή του κόπηκε και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει.
- Αφέντη, επανέλαβε ατάραχα ο Κατρακυλάκος, ο τελευταίος μας αρχιστράτηγος ήταν ο κυρ-Μασκαρόπουλος. Είναι παραπάνω από δυο χρόνια που ξεπούλησε το σπίτι του και πήγε στα ξένα, όπου όλοι τον ξέρουν για τον πιο πλούσιο τραπεζίτη.
- Και πού βρήκε τα φλουριά; βροντοφώνησε ο Βασιλιάς.
- Μυστήριο, Αφέντη μου.
- Φώναξε αμέσως το στόλαρχο, διέταξε νευρικά ο Βασιλιάς.
Και άρχισε πάλι να περπατά απάνω-κάτω. Μα καθώς γύρισε, με τα χέρια σταυρωμένα και το μέτωπο σκυμμένο και συννεφιασμένο, σκουντούφλησε στη βαρελόμορφη κοιλιά του κυρ-Κατρακυλάκου, που δεν είχε προφθάσει να την παραμερίσει.
- Τι κάνεις λοιπόν; Φώναξε, σου είπα, το στόλαρχο! είπε θυμωμένα.
Χωρίς να ταραχθεί, δοκίμασε πάλι να υποκλιθεί ο πρωτοβεστιάριος.
- Δεν έχομε στόλαρχο, Αφέντη, είπε ήσυχα.
Ο Βασιλιάς έπεσε στο σοφά. Τα γόνατα του κόπηκαν, μαζί και η φωνή του, κι έμεινε αφανισμένος.
- Τι γίνηκε ο στόλαρχος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Μεγαλέμπορος στα ξένα, Αφέντη μου, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος. Κάνει σίδερα.
- Πού βρήκε και αυτός τόσα φλουριά; φώναξε φρενιασμένος ο Βασιλιάς.
- Τα έκανε τώρα τελευταία.
- Μα με τι; Με τι;
- Με τα σίδερα των καραβιών.
Ο Βασιλιάς ανατινάχθηκε. Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι έτρεξε κατά την πόρτα.
- Τρελάθηκαν όλοι! Όλοι! φώναξε.
Και βλέποντας τον υπασπιστή Πολύδωρο στην πόρτα:
- Σήμανε το προσκλητήριο αμέσως, διέταξε, να μαζευθεί ο στρατός όλος, απ' όλες τις άκρες του βασιλείου!
Και βγήκε τρεχάτος, με το μανδύα του που πετούσε απλωμένος πίσω του, σα φουσκωμένο πανί καραβιού. Το Βασιλόπουλο τον ακολούθησε, και πίσω μακριά, λαχανιασμένος και ολοστρόγγυλος, κατρακυλούσε ο πρωτοβεστιάριος. Ο Πολύδωρος, από τον πύργο, εσήμανε το προσκλητήριο με τη μεγάλη σάλπιγγα. Ο Βασιλιάς και ο γιος του έτρεξαν χωρίς να σταματήσουν ως τους στρατώνες. Εμπρός στην πόρτα βρήκαν το γερο-φρούραρχο, αγουροξυπνημένο και μισοντυμένο, σαστισμένο, σαν αποβλακωμένο. Γύρευε να καταλάβει την έννοια του σκοπού της σάλπιγγας, που τόσα χρόνια δεν την είχε ακούσει.
- Πού είναι οι στρατιώτες; Σύναξε τους όλους εδώ, αμέσως! πρόσταξε ο Βασιλιάς.
Τα γόνατα του γερο-φρούραρχου κόπηκαν κι έπεσε χάμω καθιστός. Δεύτερη φορά, από πάνω από τον πύργο, ο υπασπιστής εσήμανε το προσκλητήριο. Κι έξαφνα, στη γωνιά της πλατείας, από ένα κρασάδικο βγήκε ένας κουτσός, έτρεξε στους στρατώνες, τράβηξε από κάτω από το στρώμα του μια σκουριασμένη λόγχη χωρίς μύτη, και φθάνοντας κούτσα - κούτσα μπροστά στο Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, παρουσίασε τα όπλα.
- Τι είναι αυτός; ρώτησε ο Βασιλιάς.
- Ο στρατός, Αφέντη, αποκρίθηκε ο κουτσός.
- Δεν έχω όρεξη για αστεία, είπε ο Βασιλιάς. Ξέρεις σε ποιον μιλάς;
- Στον Αφέντη μου και Βασιλιά μου, αποκρίθηκε πάλι ο κουτσός, χωρίς ν' αλλάξει τη στάση του.
- Λοιπόν εξαφανίσου πριν θυμώσω. Τώρα θα βγει ο στρατός, και κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν πρέπει να είναι στη μέση.
- Εγώ είμαι ο στρατός, Αφέντη, είπε πάλι ο κουτσός.
- Είναι τρελός ή αυθάδης; ρώτησε ο Βασιλιάς, γυρίζοντας στο φρούραρχο που έμενε καθισμένος εκεί που είχε πέσει, με τα πόδια γυμνά μες στις πατημένες του παντούφλες.
Ο γέρος χωρίς να κουνήσει, αποκρίθηκε ζαλισμένα:
- Ούτε τρελός ούτε αυθάδης. Είναι ο στρατός.
- Πού είναι η φρουρά; Πού είναι το ιππικό και οι λογχοφόροι; ρώτησε σιγά το Βασιλόπουλο, νομίζοντας πως από την τρομάρα του ο φρούραρχος τα είχε χάσει.
Αλλά ο γέρος άπλωσε το χέρι κι έδειξε τον κουτσό.
- Να η φρουρά, να και ο στρατός, αποκρίθηκε. Άλλο στρατιώτη δεν έχω. Ανεβείτε, σα θέλετε, στους στρατώνες, να δείτε αν σας λέγω ψέματα.
Κι επειδή Βασιλιάς και Βασιλόπουλο έμεναν ακίνητοι, μη θέλοντας να πιστέψουν, ο γέρος εξακολούθησε:
- Θυμάστε ακόμα τα παλιά χρόνια, Αφεντάδες μου. Πέρασαν και πάνε και ούτε θα ξανάρθουν πια.
Εκείνη την ώρα κατάφθανε ο κυρ-Κατρακυλάκος, κόκκινος και ιδρωμένος από το τρέξιμο. Ο Βασιλιάς του έδειξε το γερο-φρούραρχο, που εξακολουθούσε να κάθεται χάμω, και με το χέρι του έκαμε νόημα πως έπαθε το κεφάλι του.
- Δεν είναι καλά, είπε σιγά.
- Καλά είναι, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος, και σου λέγει την αλήθεια. Δεν έχει στρατιώτες...
- Μα τι παραμύθια λες! διέκοψε ο Βασιλιάς που άρχισε πάλι να θυμώνει. Ας φωνάξει τους αξιωματικούς και θα σου δείξω εγώ τι είναι ο στρατός μου.
Και γυρίζοντας στο γέρο:
- Φέρε ευθύς το στρατηγό... το στρατηγό... πώς τον λεν; Δεν πειράζει τ' όνομα, φέρε ένα στρατηγό, ξεφώνισε εξαγριωμένος.
- Δεν έχει εδώ στρατηγό, Αφέντη, αποκρίθηκε τρέμοντας ο φρούραρχος.
- Λοιπόν φώναξε το σωματάρχη!
- Δεν έχει σωματάρχη!
- Φώναξε όποιον θέλεις, μα φώναξε κάποιον! ξεφώνισε ο Βασιλιάς έξω φρενών.
- Όλοι εδώ είμαστε, Αφέντη! είπε ο γέρος με ύφος αξιοθρήνητο.
- Μα ο στρατός...
- Δεν έχει στρατό πια, πέρασε ο στρατός, τελείωσε ο στρατός, του κάκου τον γυρεύεις, Αφέντη μου! Μείναμε μεις οι δυο, ο μάγειρας μου κι εγώ!
Ο Βασιλιάς έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.
- Τρελάθηκα εγώ; Μήπως δεν καταλαβαίνω;... Μα λες παραμύθια! ξέσπασε πάλι με θυμό. Ξέρω πως έχω στρατό, γιατί κάθε χρόνο πληρώνω γι' αυτόν...
Και αλλάζοντας τόνο:
- Τι πληρώνω γι' αυτόν; ρώτησε τον πρωτοβεστιάριο.
- Δεν ξέρω, Αφέντη. Τους λογαριασμούς αυτούς τους έκανες με τον αρχικαγκελάριο. Εγώ δεν τους έβλεπα ποτέ.
- Πληρώνω... χμ... πληρώνω πολλά, εξακολούθησε ο Βασιλιάς νευρικά. Και για το στόλο μου πληρώνω... άλλα τόσα. Πού είναι ο στόλος; Στα καράβια θα βρίσκονται και οι στρατιώτες! Πού είναι τα καράβια; Κανείς δεν ήξερε να του πει.
Με τη γωνιά του μανδύα του σκούπισε τον ιδρώτα που έστεκε σα χάντρες στο μέτωπο του.
- Πάμε στο ναύσταθμο, πρόσταξε.
Και με το γιο του, βιαστικά πήγε στον ποταμό, ενώ πίσω, μακριά, κατρακυλιστά, ακολουθούσε ο δυστυχισμένος ο πρωτοβεστιάριος. Έφθασαν στο ποτάμι που έτρεχε ήσυχο και διάφανο, ανάμεσα στις πράσινες δασωμένες όχθες, όπου σπίτι δε φαίνουνταν, όσο μακριά και αν πήγαινε το μάτι. Μόνο δυο παλιοφελούκες δεμένες στην ξηρά μ' ένα μακρύ σκοινί, κουνιούνταν τεμπέλικα στ' ασημένια νερά, ενωμένες και βασταγμένες πλάγι-πλάγι με μια καρφωμένη φαρδιά σανίδα.
Στην πλώρη της μιας κοιμούνταν ένας κουλός με το στόμα ανοιχτό. Ο Βασιλιάς κοίταξε πάνω και κάτω του ποταμού, μα άλλο δεν είδε παρά χορτάρι πράσινο, δέντρα πολλά, και μερικές πέτρες πεσμένες από έναν ερειπωμένο τοίχο, μαύρες πια από τον καιρό και την υγρασία.
- Πάμε παρακάτω, είπε κι έκανε μερικά βήματα.
Μα δε βρήκε καράβια, ούτε ναύσταθμο.
- Ξέρεις εσύ πού είναι; ρώτησε ο Βασιλιάς τον κυρ-Κατρακυλάκο, που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του.
- Δεν ξέρω, Αφέντη, ποτέ μου δεν ήλθα τόσο μακριά, αποκρίθηκε λαχανιασμένος. Μα να ρωτήσομε αυτόν τον ψαρά που κοιμάται.
Και βάζοντας τα χέρια εμπρός στο στόμα, σα χωνί, φώναξε:
- Ε!... βαρκάρη!... ξύπνα!...
Ο κουλός αργοκούνησε το μόνο του χέρι, μα δεν ξύπνησε.
- Στάσου, είπε το Βασιλόπουλο.
Και τραβώντας το σκοινί, πλησίασε τις φελούκες στη γη.
- Βαρκάρη! Ε, βαρκάρη! φώναξε πάλι ο κυρ-Κατρακυλάκος.
Ο κουλός ξύπνησε, ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια.
- Τι τρέχει; ρώτησε με νυσταγμένη φωνή.
- Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε ο Βασιλιάς.
Μ' έναν πήδο σηκώθηκε ο κουλός και χαιρέτησε στρατιωτικά.
- Παρών! φώναξε.
- Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε πάλι ο Βασιλιάς νομίζοντας πως δεν είχε καταλάβει.
- Παρών! επανέλαβε ο κουλός λίγο πιο δυνατά, χωρίς να κόψει το χαιρετισμό του.
- Δεν καταλαβαίνει! είπε αποθαρρυμένος ο Βασιλιάς. Άνθρωπε μου, ακούς τι σου λέγω; Πού είναι τα καράβια και οι ναύτες;
- Παρών, παρών, παρών, ξεφώνισε ο κουλός με τόση δύναμη, που πρήστηκαν οι φλέβες του λαιμού του, ενώ σα σανίδα τεντωμένος εξακολουθούσε να χαιρετά στρατιωτικά.
Το Βασιλόπουλο προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του.
- Γυρεύομε τα καράβια του Βασιλιά, εξήγησε.
- Παρών! επανέλαβε ο κουλός. Ο Βασιλικός στόλος, «Τρομάρα» και «Αντάρα», παρών! Το ναυτικό της Αφεντιάς του του Βασιλιά, παρών!
Ο Αστόχαστος αναπήδησε.
- Τι; φώναξε με φρίκη. Τι ονόματα είπες;
- «Τρομάρα» και «Αντάρα», η τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα μου. Στη διάθεση σας, σα θέτε να τις επισκεφθείτε, είπε ο κουλός μ' ένα χαμόγελο που χώριζε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο.
Το Βασιλόπουλο χλώμιασε.
- Και ο ναύσταθμος; Πού είναι ο ναύσταθμος; ρώτησε.
- Παρών! αποκρίθηκε πάλι ο κουλός, δείχνοντας τις μαυρισμένες πέτρες που έφθαναν ως το ποτάμι.
- Στάσου, είπε νευρικά ο Βασιλιάς παραμερίζοντας το γιο του. Δε σε καταλαβαίνει. Άκου δω, άνθρωπε μου, πες μου πού κάθεται ο στόλαρχος;
Ο κουλός άπλωσε το χέρι του κατά τη δύση.
- Στα ξένα, είπε σύντομα.
- Και ο ναύαρχος... ο ναύαρχος... ένας ναύαρχος που να πάρει η ευχή!
- Δεν έχομε τέτοιο πράμα εδώ.
- Κυβερνήτες, ναύτες, καράβια, για το Θεό, που είναι όλα αυτά;
- Παρών, είπε πάλι ο κουλός.
Και δείχνοντας με καμάρι τις φελούκες:
- Στόλος, παρών.
Ύστερα χτυπώντας το στήθος του:
- Κυβερνήτης, ναύτης και τα λοιπά, παρών! Άλλο μη γυρεύεις, Αφέντη, δεν έχει.
Μάζεψε από μέσα από τη φελούκα του μια σανίδα και την έσπρωξε στη στεριά, όπου τη στήριξε.
- Κοπιάστε στο παλατάκι μου, είπε με το φαρδύ του χαμόγελο, λυγισμένος ως κάτω και απλώνοντας το χέρι του στο στήθος με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά. Δούλος σας, Αφεντάδες μου!
- Πάμε σπίτι, πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, εμάθαμε όσα θέλαμε να ξέρομε.
Και με σκυφτό κεφάλι πήραν το δρόμο του πύργου
 
 
 




σημείωση του αντιγραφέα :
με την ελπίδα,
να μπορέσουμε ΓΡΗΓΟΡΑ 
ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ
ΤΗΝ ΓΑΪΔΟΥΡΟΚΕΦΑΛΗ !

(όποιος έχει διαβάσει 
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
θα καταλάβει τι εννοώ...)