Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006


Παρασκευή 15/12/06

Μικρό κομμάτι, από διήγημα.
Signature A.K.

“…Το απόγευμα ήταν δύσκολο.
Ποτέ δεν την δυσκόλεψαν τα νεκροταφεία – σχεδόν ποτέ, δηλαδή -, εκτός απ’ την ημέρα που έφυγε το μωρό...
Η ιστορία με το μωρό, είναι από κείνες που θα σου πει, μια μέρα. Ποια μέρα, δεν ξέρει, όμως, μια μέρα θα στην πει, αυτό είναι βέβαιο. Το ξέρει μέσα της με σιγουριά, κι όταν αυτή πιστεύει τόσο πολύ σε κάτι, θα δεις, που πάντα γίνεται…

… Ποτέ δεν την δυσκόλεψαν τα νεκροταφεία. Κάθε φορά που πήγαινε στο Πρώτο, από παιδάκι, όταν όλη η οικογένεια ακολουθούσε τον επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή, της άρεσε να χαζεύει τ’ αγάλματα.
“η Κοιμωμένη” του Χαλεπά, ήταν μάλλον το καλύτερό της, αλλά της άρεσε να τα παρατηρεί όλα με προσοχή, να καταγράφει στο μυαλό της ένα-ένα τα μαρμάρινα μικρά αριστουργήματα, τα ονόματα, τα κενοτάφια. Αργότερα, όταν μεγάλωσε, άρχισε να μετράει, τόσοι αγωνιστές του 21, τόσοι του 40, τόσοι πρωθυπουργοί, τόσοι πολιτικοί, τόσοι δεσποτάδες, τόσοι ηθοποιοί, τόσοι καλλιτέχνες, τόσα μικρά παιδιά, προτομές, μανάδες, αγαπημένες κι αγαπημένοι, ερωτευμένοι, στιχάκια χτυπημένα με τη σμίλη πάνω στα μάρμαρα, νέοι, γέροι, όλοι εκεί, αναπαύονται ήσυχοι κάτω από τα πανύψηλα κυπαρίσσια, κάτω απ’ τις ρομφαίες αγγέλων, μέσ’ στο ελαφρύ, το ευλογημένο χώμα της Αττικής.
Ένα υπαίθριο μουσείο, το θεωρεί το Πρώτο νεκροταφείο, κι αντί να την τρομάζει, γαληνεύει η ψυχή της κάθε φορά, που η ανάγκη την φέρνει. Οικείος χώρος, γνώριμος.
Κι ο οικογενειακός χώρος, εκείνος που φυλάει μέσα του, όλους τους παππούδες και τους προπαππούδες , ποτέ δεν την τρόμαξε. Μ’ εμπιστοσύνη πηγαίνει πάντα κι ακουμπάει στα μάρμαρα.
… Η θλιβερή οικογενειακή ιστορία εκείνης της εποχής, γύρω στα μέσα του χίλια οχτακόσια, όταν ο πρώτος παππούς, που ήρθε και κατοίκησε στην Αθήνα, έχασε ένα-ένα όλα του τα παιδιά, τα τέσσερα κορίτσια του, κι έπειτα τον μονάκριβο γιό, που τον σπούδαζε στο Παρίσι. Έτσι, με τέτοιες συνθήκες χτίστηκε τούτος ο χώρος. Προτελευταία, έφυγε η μάνα. Τελευταίος ο γέρος, σε βαθειά γεράματα.
Όλη ετούτη η ιστορία, πάνω στα μάρμαρα γραμμένη, σκαλισμένη, “δια χειρός Μπονάνου”.
Τα τέσσερα κορίτσια μόνο κεφάλια. Τέσσερα όμορφα κεφάλια. Η Δέσποινα, η Μαρουσώ, η Φλώρα, η Ειρήνη.
Ο γιός, ο Αντώνης, ο πιο βαθύς φαίνεται καϋμός της μάνας, ολόσωμο παλληκάρι, πιάνει όλο το μνημείο στο κέντρο του, μ’ ένα παλτό μπέρτα, ν ‘ανεμίζει στο πλάϊ.
Κι οι δυό έρμοι γονείς, προτομές μπροστά, σαν κέρβεροι να φυλάν τα παιδιά τους.

Σε τούτον τον οίκο μέσα, κοιμάται και το μωρό.
Όνομα έχει δηλαδή το παιδί, δεν το λένε “μωρό”, αυτή η ίδια το βάφτισε, μ’ αεροβάφτισμα, μα δεν τολμάει να ξεστομίσει τ’ όνομά του.
Μόνο ο αδερφός της, έχει φτιάξει ένα κάδρο, μ’ ένα καράβι να παλεύει σε θύελλα, κι από κάτω, έχει γράψει για όνομα στο καράβι, τ’ όνομα του παιδιού.
Καμιά φορά, σαν το κοιτάνε, κοιτάζονται κι όλας.
Κουβέντα καμιά. Μόνο, τ’ Αγίου Κωνσταντίνου, κάθε χρόνο, στις 21 του Μάη, κοντά στη δική της γιορτή, φτιάνουν γλυκό και κερνάνε κι εκείνοι.
Γιατί, πώς αλλιώς, να το βγαζε το παιδί, που είχε σταματήσει το μυαλό της, όταν βγήκε ο γιατρός την ώρα του τοκετού, και της είπε “το τρίτο παιδί, τελειώνει”…
Μόνη της ήταν απ’ έξω. Ο πατέρας του μωρού ήταν ταξίδι και της νύφης, της έσπασαν τα νερά. Άρον-άρον στο μαιευτήριο.
Με τις ώρες οι κοιλοπόνιες. Κι αυτή, μονάχη απ’ έξω. Ώσπου κάποια στιγμή, βγήκε ο γιατρός, και της είπε “το τρίτο παιδάκι τελειώνει”...
“Να το δω!”, φώναξε αυτή αγριεμένη. Την πήραν μέσα. Ένα πραματάκι τόσο δα, στη θερμοκοιτίδα. Το κοίταζε, σα χαμένη. Και τι να κάνει; Ο γιατρός φίλος της. Του είχε εμπιστοσύνη. Αυτός τις είχε ξεγεννήσει όλες. Τους είχε σώσει παιδιά, όχι αστεία… Τώρα, με τούτο δω, δεν γινόταν τίποτα. Το μωρό τελείωνε.
“πόσο θα πάρει;” τον ρώτησε.
“μπορεί και ώρες”
“θα το βαφτίσω”, είπε εκείνη, και σκεφτότανε μέσα της “καλά που δεν είναι εδώ ο αδερφός μου. πώς να περάσει τέτοιο πράμα;”
Αυτή λοιπόν, του κανε το αεροβάφτισμα. Έστιβε το μυαλό της, να βρει ένα όνομα, να πει στο μωρό. Επαναλάμβανε χαμηλά, συνέχεια : “βαφτίζεται ο δούλος του θεού…” κι εκεί ήτανε το τέρμα της λογικής της , και κανένα όνομα δεν της ερχόταν στο νου, για να ονοματίσει το παιδί. Μήτε ένα ανδρικό όνομα! Άδειο το μυαλό της από ανδρικά ονόματα. Αυτό είναι που λένε “tabula rasa”… Θες απ’ το άγχος της, θες απ’ την απελπισία, μωρέ να μη μπορεί εκείνη την ώρα, να θυμηθεί ένα αντρικό όνομα!
Στο τέλος, το μόνο όνομα που θυμήθηκε ξαφνικά, ήτανε το δικό της όνομα. “Κωνσταντίνα”.
“Κωνσταντίνο θα το πω!” Έλαμψε η ιδέα της απελπισίας, μέσα της. “Βαφτίζεται ο δούλος του θεού Κωνσταντίνος.” Τρείς φορές.
Έπειτα, κάθισε απ’ έξω με τις ώρες, ακίνητη, με σταυρωτά χέρια και περίμενε. Οι ώρες που ζωές έρχονται και ζωές φεύγουν – πριν καλά καλά έρθουν, ξαναφεύγουν. Ήθελε να το κρατάει αγκαλιά, όμως της το απαγόρεψαν. Περίμενε ώρες, μέχρι που γύρισε απ’ το ταξίδι ο αδερφός της. Έπειτα σηκώθηκε αμίλητη κι έφυγε.
Πολλές φορές από τότε, η νύφη της, τη ρώτησε. “πες μου, ήταν όμορφο το παιδί μου;” κι άλλοτε πάλι “πες μας , σε ποιόν έμοιαζε το παιδί”; Αλλάζει θέμα. Κάνει πως δεν τους ακούει. Θα το κουβαλάει όλα τα χρόνια πάνω της, μονάχη της. Κι ας ξέρει σε ποιόν έμοιαζε το παιδί…
Ας είναι…

Και τα θυμήθηκε όλα τούτα, κοντά στη Μαρία, mon capitaine, το απόγεμα της Παρασκευής.
Δύσκολο ήταν το απόγευμα, κι ας μην την τρομάζουν αυτήν τα νεκροταφεία…
“Είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα”. Έτσι, ακριβώς…
Κι ένας δικός της άνθρωπος, ακουμπισμένος στο στέρνο της.
Ώστε λοιπόν, κλαίνε κι οι ζωγράφοι…”

7 σχόλια:

angeliki marinou είπε...

Πανέμορφο. Ποίηση και όμορφος ειρμός. Κάνει και ως αυτοτελής ιστορία.

quartier libre είπε...

αποκύημα φαντασίας, βεβαίως - βεβαίως...

η μόνη πραγματική λέξη που περιέχει το διήγημα, είναι το όνομα "Κωνσταντίνα" (smile)

Andreas Dimitropoulos είπε...

Το ωραίο είναι πως νομίζεις ότι είναι αποκύημα φαντασίας!
Εμένα πάντως με άγγιξες βαθιά και ό,τι με αγγίζει είναι αληθινό.
Σ' ευχαριστώ.

quartier libre είπε...

σ' αγαπώ πολύ, μαρτυριάρη δημ Όσιε (!)...
πού στο διάβολο είσαι εξαφανισμένος;
θυμάσαι τον διαπληκτισμό για το κτήριο ή κτίριο;
ακόμα δεν βρήκα την άκρη...

Andreas Dimitropoulos είπε...

Τρισαθλία κόρη, δεν είμαι εξαφανισμένος. Εργαζόμενος είμαι. Μα ... αληθώς είχαμε διαπληκτιστεί δια το κτήριο και το κτίριο; Πως είναι δυνατόν. Τα πράγματα είναι τόσον σαφή: δεν υπάρχει κτίριο. Ο οργολάβος έκτισε κτίσμα οικητήριο ή ευκτήριο (κατά πως γράφει ο παμμέγιστος), άρα κτήριο. Ο οργολάβος θα ηδύνατο να κτίσει κτιστήριο (και όχι κτίριο), αλλά δεν το έκαμε.

Σ.σ.: παμμέγιστος=Γ. Μπαμπινιώτης

Roadartist είπε...

Ταυτίστηκα..
...σε ένιωσα απίστευτα..
Και επίσης τα νεκροταφεία μου ασκούν μια απίστευτη έλξη (...) και απίστευτη ηρεμία..

quartier libre είπε...

@ road art ist,

έτσι όπως σεριανάς πέρα-δώθε,
θα με κάνεις να μπερδέψω τα χρόνια...

:)