Πέμπτη, Φεβρουαρίου 22, 2007

Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919).
Λάδι σε μουσαμά, 130 εκ. x 170 εκ.
Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός».
Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880.
Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής.
.
.
.

Γκιά, Τζαμάλα, γκιά
.
.
.


Ο αέναος κύκλος της ζωής, ο τροχός του χρόνου, οι εποχές, η ζωή των ανθρώπων των σπαρτών, των ζωντανών, η γονιμότητα της Γης η ίδια η ιεροπραξία της ζωής αντανακλώνται, συμπυκνώνονται, συμβολοποιούνται, και θεατροποιούνται μέσα από λαϊκό δρώμενο της Τζαμάλας.
Ένα τελετουργικό έθιμο που -και αυτό- έρχεται από τα βάθη των αιώνων, εκπροσωπώντας τις δυνάμεις που στέλνουν την καρποφορία και ευφορία και αναπαριστώντας το δράμα και την κωμωδία της ζωής μέσα από τον αρχέγονο συμβολισμό του θανάτου και της ανάστασης.
Ο ωραίος νέος και ο άσχημος γέρος παλεύουν μεταξύ τους για να κερδίσουν την Καντίνα. Η θανάτωση του νέου από το γέρο είναι προσωρινή. Οι θρήνοι της Καντίνας θα τον αναστήσουν. Το νέο ζευγάρι θα θριαμβεύσει. Έτσι η ελπίδα θα μείνει ζωντανή. Ο ουρανός θα στείλει τη βροχή, η γη θα σπαρθεί και γόνιμη πλέον θα καρπήσει. Η καλή σοδειά, η καλοχρονιά και η αποτροπή κάθε κακοδαιμονίας θα επιτευχθούν.
.
.
.
Δροσίνης 1 8 8 3 : Γ.Α.Α Δροσίνης, "Αι απόκρεω εν Αθήναις",
Εστία 1883, σσ. 121 -126

.

.

.

Βαθιά, τη νύχτα


Βαθιά, τη νύχτα τα μεσάνυχτα,
με τ’ ανοιχτά φτερά του ονείρου,
πετά η ψυχή μου, σκλάβα ελεύθερη,
στους μυστικούς κόσμους του Απείρου,
τη νύχτα βλέπει όλα τ’ αθώρητα,
που απόκρυβεν η πλάνα μέρα
τη νύχτα ακούει όλα τ’ ακούσματα
στον ατρικύμιστον αέρα.
Βλέπει των κάστρων τα φαντάσματα
και τα λευκά στοιχειά των κάστρων
κι ακούει των δέντρων το μεγάλωμα
και το περπάτημα των άστρων.

.

.

Τι λοιπόν;

.


Τι λοιπόν, της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνη ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι’από ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίσαμε
τάφου γή θα μας έχη χωρίση;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε καί βλέπουμε
τούτο μόνο ζωή μας το λέμε;
Κι’αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
καί χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ’ο,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνη;
Τίποτ’άλλο; Στερνό μας απόριμμα
τό κορμί που πετιέται και λυώνη;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζη;
Κι’ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρα απ’ τον τάφο αρχίζη;
Η ψυχή ταξειδεύτρα μεσ’ τ’άπειρο
σταλαμίδα νερού μήπως μοιάζη;
που ανεβαίνη στα νέφη απ’ τα πέλαγα
κι’απ’τα νέφη στούς κάμπους σταλάζη;
Μήπως ο,τι θαρρούμε βασίλεμμα
γλυκοχάραμα αυγής είναι πέρα;
Κι’αντί ν’άρθη μια νύχτα αξημέρωτη
ξημερώνει μιά αβράδυαστη μέρα;
Μήπως είναι η αλήθεια στο θάνατο;
Κι’η ζωή μήπως κρύβη την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζη μήπως πέθανε
κι’είναι αθάνατο ο,τι έχει πεθάνει;


Φωτερά σκοτάδια (1915)
Γεώργιος Δροσίνης


Cosa, dunque, il confine della nostra vita
lo indicherà un cipresso dritto?
E di ciò che abbiamo visto, sentito, toccato
Ci avrà separato la terra del sepolcro?
Ciò che tocchiamo, sentiamo e vediamo
questo solo chiamiamo vita nostra?
E questo tremiamo di perderlo
e, perduto, lo piangiamo sui sepolcri?
A ciò che tocchiamo, sentiamo e vediamo
il mondo della nostra vita finisce?
Nient’altro? Ultimo nostro resto
il corpo che viene gettato e si scioglie?
Qualcosa che non si tocca, né si sente, né si vede
non è che fiorisce sotto i sepolcri?
E ciò che dentro di noi si nasconde sconosciuto
non è che comincia dopo il sepolcro?
L’anima viaggiatrice nell’infinito
non è che assomiglia ad una goccia d’acqua
che sale sulle nuvole dagli oceani
e dalle nuvole gocciola sui campi?
Non è forse ciò che chiamiamo tramonto
che sia una dolce aurora al di là?
E invece di arrivare una notte senza alba
arriva una giornata senza fine?
Non è forse che la verità sia nella morte?
E la vita non è che nasconda l’inganno?
Ciò che diciamo che vive non è che sia morto
ed è immortale ciò che è già morto?


Bui luminosi (1915)
Giorgio Drossinis

να έχετε

έναν γλυκόν ύπνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: