Όχι, εγώ, δεν θα διεκδικήσω όσα μετά μεγίστης σπουδής κι επιμονής, όλοι οι «φίλοι» διεκδικούν.
Εγώ, δε θα μιλάω.
Εγώ, δε θα μιλάω.
Δε θα διεκδικήσω τον τίτλο του φίλου του πιο πιστού.
Που έχει τα βράδια έξω τόση δουλειά, και που αφίνει σύξυλα τα πάντα και τους πάντες, όποιοι κι αν είναι αυτοί, κατεβαίνει τρεχάλα τα σκαλιά, και με την ψυχή στο στόμα προλαβαίνει πάντα στο τσακ το ρολόϊ που χτυπάει.
Το προλαβαίνει όμως πάντα. Μα πάντα…
Ναι, ναι, για τη Σταχτοπούτα, ο λόγος!
Που έχει τα βράδια έξω τόση δουλειά, και που αφίνει σύξυλα τα πάντα και τους πάντες, όποιοι κι αν είναι αυτοί, κατεβαίνει τρεχάλα τα σκαλιά, και με την ψυχή στο στόμα προλαβαίνει πάντα στο τσακ το ρολόϊ που χτυπάει.
Το προλαβαίνει όμως πάντα. Μα πάντα…
Ναι, ναι, για τη Σταχτοπούτα, ο λόγος!
Όχι, εγώ δε θα διεκδικήσω στάλα, απ’ ό, τι αλλού δίνεται μετά μεγίστης απλοχεριάς...
Δε θα καταδεχτώ να μπω σε συγκρίσεις.
Ο πιο παλιός, ο πιο πιστός, η πιο μικρή, η πιο μεγάλη, η πιο αγαπητή, η πιο δικιά μας κι η πιο ξένη, δεν έχουν στην παλάμη τους τη χαρακιά της δικής μου ζωής.
Δε θα καταδεχτώ να μπω σε συγκρίσεις.
Ο πιο παλιός, ο πιο πιστός, η πιο μικρή, η πιο μεγάλη, η πιο αγαπητή, η πιο δικιά μας κι η πιο ξένη, δεν έχουν στην παλάμη τους τη χαρακιά της δικής μου ζωής.
Ούτε μιά θάλασσα κάθε νύχτα στα μάτια τους...
Δε θα καταδεχτώ, λοιπόν.
Μόνο θα συνεχίσω να κατεβαίνω τις σκάλες τρέχοντας, σκορπώντας τακούνια δεξιά – αριστερά, πασχίζοντας να προλάβω, τον χτύπο του ρολογιού.
Θα μπαίνω στο σπίτι.
Θα φοράω τα παλιά μου ρούχα.
Δίπλα στο τζάκι, στην παλιά πολυθρόνα θα κάθομαι
Δε θα καταδεχτώ, λοιπόν.
Μόνο θα συνεχίσω να κατεβαίνω τις σκάλες τρέχοντας, σκορπώντας τακούνια δεξιά – αριστερά, πασχίζοντας να προλάβω, τον χτύπο του ρολογιού.
Θα μπαίνω στο σπίτι.
Θα φοράω τα παλιά μου ρούχα.
Δίπλα στο τζάκι, στην παλιά πολυθρόνα θα κάθομαι
και θα περιμένω σιωπηλά ν’ ακούσω το κλειδί στην πόρτα.
.
.
.
.
κάπου,
είχα σημειωμένο κάτι που έγραψε ο Ταγκόρ,
σε μιά γυναίκα...
το ξέθαψα.
Το γραψα, το σβησα, το ξαναγράφω...
le jardinier d' amour
De peur que je n'apprenne à te connaître trop facilement, tu joues avec moi.
Tu m'éblouis de tes éclats de rire pour cacher tes larmes.
Je connais tes artifices.
Jamais tu ne dis le mot que tu voudrais dire.
De peur que je ne t'apprécie pas, tu m'échappes de cent façons.
De peur que je te confonde avec la foule, tu te tiens seule à part.
Je connais tes artifices.
Jamais tu ne prends le chemin que tu voudrais prendre.
Tu demandes plus que les autres, c'est pourquoi tu es silencieuse.
Avec une folâtre insouciance, tu évites mes dons.
Je connais tes artifices.
Jamais tu ne prends ce que tu voudrais prendre.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου