Signature
A.K.
A.K.
Έκλειψη
-της ψυχής της Σελήνης-
Σάββατο βράδυ, του Μάρτη τρείς,
και έτη δύο χιλιάδες επτά, μετά τη γέννησή σου, Χριστέ .
Έντεκα η ώρα, παρά δέκα, μετρώντας τον χρόνο συμβατικά.
Στο μπαλκόνι της Άννας.
Το όνομα, που δεν κατάφερα να μισήσω, γιατί τ’ αγάπησα τόσο...
Άννα, στέκομαι στην ακρούλα κι έχω μπροστά, το παιδικό μου βουνό.
Σκοτεινιά. Πλάϊ μου ο όγκος του. Αν απλώσω το χέρι, ίσως και να τ’ αγγίξω.
Α, όχι, δε φοβάμαι τα σκοτάδια του. Μονάχα τα σκοτεινά σπίτια με τρομάζουν. Όχι το σκοτεινό βουνό. Είναι κομμάτι μου. Μέρος απ’ τις πατούσες, απ’ τα γόνατα, απ’ τα μάτια μου κι απ’ τις γρατζουνιές των παιδικών μου χρόνων στα ξερόκλαδά του. Μέρος απ’ το μυαλό κι απ’ την ψυχή που άλωσες , είν’ ετούτο το βουνό.
Στέκομαι στο μπαλκόνι της Άννας και κοιτάω το φεγγάρι.
Ακόμα ολόκληρο.
Φωτεινό και πικρό. Σταματημένο μια μέρα ολόκληρη , στο δρομάκι με τον αριθμό πέντε.
Θα ταν κι αυτό, άλλη μια illusion, άλλο ένα απ’ αυτά, που κυνικά , θα λέγαμε «παιχνίδι φαντασίας».
Λάθος κατάλαβα. Ο αριθμός πέντε να μ’ αποκαρδιώνει, κι όλα ένα παιχνίδι φαντασίας.
Λάθος κατάλαβα. Ίσως και να μαι ένα λάθος ολόκληρη.
.
Σάββατο βράδυ, του Μάρτη τρείς,
και έτη δύο χιλιάδες επτά, μετά τη γέννησή σου, Χριστέ .
Έντεκα η ώρα και μισή, μετρώντας τον χρόνο συμβατικά..
Στο μπαλκόνι της Άννας.
Η νοτιοδυτική πλευρά του φεγγαριού απέκτησε μια μικρούλα σκιά.
Άρχισε το φαινόμενο της έκλειψης να γίνεται αντιληπτό δια γυμνού οφθαλμού.
Δεν ξέρω αλήθεια γιατί με γοητεύει, το φως που σκιάζεται…
Σε ανάστροφη πορεία βρίσκομαι. Ανακλαδίζομαι προς τα μέσα. Ερμιά.
Άννα, εσύ νίκησες.
Βλέπω το φως που σκιάζεται. Διακρίνω στα σκοτεινά, την αλήθεια γύρω.
Άννα, εσύ νίκησες.
Κάνει κρύο στο μπαλκόνι. Και στο σκοτεινιασμένο δρομάκι. Και στον παρατημένο αριθμό, πέντε.
Κρυώνω.
.
Σάββατο βράδυ, του Μάρτη τρείς,
και έτη δύο χιλιάδες επτά, μετά τη γέννησή σου, Χριστέ .
Μεσάνυχτα, πάντα συμβατικά.
Στο μπαλκόνι της Άννας.
Μισή η σελήνη.
Κι όμως, πίσω απ’ τη σκιά, αυτή υπάρχει ολόκληρη. Με πέτρες και χώμα.
Ώστε, πρόκειται λοιπόν, στ’ αλήθεια, για illusion…
Απατηλό φαινόμενο.
Απατηλά λόγια. Απατηλοί ψίθυροι. Απατηλά δάκρυα. Ζωή απατηλή.
Σαν εκείνο το παραμύθι. Που μύριζε φρέσκο μελάνι, χαρτί και δάκρυα. Που έφτυνε αίμα και τρέλα. Κι εσύ, αν το διάβασες, δεν το πίστεψες, κι αν το πίστεψες, σου ήταν αδιάφορο, ξένο. Το παραμύθι ενός ξένου.
Η σελήνη είναι ήδη μισή. Και κάνει κρύο στο μπαλκόνι.
Μυαλό μου, τι φωτιές άναψες για να ζεσταθείς, ψυχή μου, πώς κάηκες στις φλόγες τους…
.
Κυριακή ξημέρωμα, του Μάρτη τέσσερις,
και έτη δύο χιλιάδες επτά, μετά τη γέννησή σου, Χριστέ .
Μεσάνυχτα και μισή, μετρώντας τον χρόνο συμβατικά, πάντα.
Στο μπαλκόνι της Άννας.
Μια ζουμερή, κίτρινη φέτα πεπονιού το φεγγαράκι. Λαμπρή όμως φέτα.
Τι κρίμα, που δεν είσ’ εδώ να την καμαρώσεις. Τι κρίμα, να βλέπεις χώρια τις ομορφιές τούτου του κόσμου… ή ίσως δεν τις βλέπεις και καθόλου… ή ίσως, να μιλάς γι αυτές, κουβεντιάζοντας πάντα μαζί της…
Θα φύγω.
Θα φύγω, τ’ αποφάσισα, κοιτάζοντας μόνη, ετούτη την κίτρινη φέτα πεπόνι.
Γιατί, τι αξία έχει το φως, το βουνό, το σκοτάδι, η νύχτα, κι ετούτη η έκλειψη, αν δεν μπορούμε να τα δούμε, από ένα μικρούλι μπαλκόνι;
.
Κυριακή ξημέρωμα, του Μάρτη τέσσερις,
και έτη δύο χιλιάδες επτά, μετά τη γέννησή σου, Χριστέ .
Μία το ξημέρωμα, μετρώντας τον χρόνο συμβατικά, πάντα.
Στο μπαλκόνι της Άννας.
Δεν υπάρχει πιά φεγγάρι.
Δεν βλέπω πια φεγγάρι, μ’ ακούς;
Άκουσες άραγε ποτέ;
Ή όλα μια αυταπάτη; Ο έρωτας στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, του φεγγαριού που είναι καμωμένο από πέτρες και χώμα κι ουράνια σκόνη. Πιο γήινο απ’ τη Γη… Το φεγγάρι.
Θυμάμαι μια φορά, τα λόγια
«πιο πολύ από το αν με πίστευες λιγάκι, θα σαν όλα αληθινά, εγώ έχω να πω, δίχως τη δική σου αγάπη γρήγορα περνά ο καιρός…»
Άννα, καλή μου, για σένα ...
Κι η αγάπη παρκαρισμένη στο δρομάκι, μια ολόκληρη μέρα, στον αριθμό πέντε, μιά ολόκληρη, τεράστια στιγμή, μιά ολόκληρη, μικρούλα ζωή, – παιχνίδια που παίζει η επιθυμία, η ανάγκη, το μυαλό -…
Κι η νύχτα, δίχως φεγγάρι, σε ολική έκλειψη.
Κι η νύχτα, δίχως φεγγάρι, σε ολική έκλειψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου