Τρίτη, Απριλίου 10, 2007

ΤΟ ΤΟΛΕΔΟ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

'Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»;

'Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις.



AΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ



«ΤΡΕΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ» :

Α'
ΔΟΞΑΡΙ ΕΙΜΑΙ
ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ,


ΤΕΝΤΩΣΕ ΜΕ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΠΙΣΩ.

Β' ΜΗ ΜΕ ΠΑΡΑΤΕΝΤΩΣΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ,
ΘΑ ΣΠΑΣΩ.

Γ' ΠΑΡΑΤΕΝΤΩΣΕ ΜΕ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΣ ΣΠΑΣΩ ! ………………

Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν' αποχαιρετήσω; τι ν' αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους;

………………

Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, να της ξομολογηθώ;

....................................................................


Θα του μιλήσω θαρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.
Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.

Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.
«Νά τος... νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.
ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. '
Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
'
Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. '
Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ' μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
'Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς !...

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
'Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου;

Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις;

Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να 'ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ' εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. 'Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ' ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
'Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; 'Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «'Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ' ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.
'Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
δώσε μου την ευκή σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια: