Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

les lilas sont fleuris


Merci à vous
d’ être là!

Dans mon jardin…

.

Να λοιπόν, που σιγά-σιγά άρχισε να ξεμυτάει η πεταλούδα.
Όχι πως ξεθάρρεψε, μπα, όχι.
Τα χάλια της είχε κι αυτή η ψυχούλα. Μήνες ολάκερους, βαθειά κουρνιασμένη στο κουκούλι. Ό, τι έκανε να ξεμυτίσει, βοριάς παγωμένος κι οξύθυμος φύσηξε την κρυφή, την στιλπνή υφή του μεταξιού και κόντεψε να το σκίσει με τα παγωμένα καπρίτσια του.


-Σώπα! Σώπαινε, βοριά, του μήνυσε εκείνη τρομαγμένη. Σώπα! Σώπαινε βοριά! Δεν σκέφτεσαι πως μπορεί λάθος να φυσάς; Δε σου περνάει απ’ τον πεισμωμένο θυμό σου; Σώπα! Σώπαινε, βοριά, μπορεί λάθος να κάνεις… Λάθος φυσομανάς… Λάθος! Λάθος πικρό και κρύο, κι άγριο… Λάθος… Σώπα! Βοριά μου, σώπαινε! Λάθος άλλο μην κάνεις…

Μα αυτός, αν άκουγε,
Βοριάς δε θα ταν…

Λιοντάρι δε θα τανε κι αγέρας μαχητής...


Τρελός αγέρας αφέντης, να σέρνει το χώμα στο διάβα του, και τις πέτρες, και τα μικρά χαλίκια, που τρομαγμένα στιβάζονταν στις άκριες τη νύχτα.
Νύχτα ατέλειωτη, κι εκείνος να χυμάει τρελά, να κάμει να ξεσκίσει το κουκούλι,
τυφλός, αγροίκος, παγωμένος, άξεστος, αρσενικός βοριάς, κύρης βοριάς, θηρίο.

Πέρασε ο χρόνος.
Η πεταλούδα εκεί.
Μια μάζευε, μια τέντωνε τα μικρούλια φτερά της. Αγόγγυστα.
Περίμενε… Με υπομονή… Μήνες ολάκερους, υπομονή μες στο κουκούλι.
Εκεί έξω ήτανε θύελλα. Ανεμοδούρα , χαλασμός.
Κι εκείνη τρομαγμένη. Σε απόγνωση. Ύφαινε νήμα με τα δάκρυά της. Μέρα και νύχτα. Μέρες και νύχτες ατέλειωτες. Λευκές. Περίμενε.
Μικρά κρυστάλλινα νήματα ύφανε, τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Κλωστή μεταξωτή, κατάλευκη, στου φεγγαριού τη χάση.
Γερή κλωστή, αψεγάδιαστη, στο έμπα της άνοιξης. Κλωστή με πόνο ζυμωμένη, με κόπο ζωής μασουρεμένη.

-Πονάει, βοριά, μεταμορφώνομαι, δε θέλω μικρή κάμπια να μαι.
Βασίλισσα κάνε με. Ψυχή. Άσε με να πετάξω. Ελεύθερη. Χρωματιστή. Ηλιόλουστη. Το χάδι σου άπλωσέ μου, Κύρη, στα φτερά . Άσε να βγω, να ερωτευτώ τον ήλιο, στα μάτια να τον δω.

Πώς έγινε για μια στιγμή κι άνοιξε το γαλάζιο απέραντο;
Πώς έγινε σε μια στιγμή κι η καταιγίδα κόπασε;
Πώς έγινε κι η αύρα η πρωϊνή λυπήθηκε τα δάκρυά της;
Κι έσκυψε πάνω της…
Αλήθεια, πώς;

Και να λοιπόν, που άρχισε εκείνη να ξεμυτάει .
Κι όχι να πεις πως ξεθάρρεψε, μπα, όχι.
Πάντα fragile, μικρά πετάγματα, διστακτικά.


ΖΩΗ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: