Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2007

δυό συναντήσεις
στην ίδια μέρα
.
«Έτσι, η Γκρούσα Βαχνάτζε, τον δρόμο πήρε προς βορρά…»
.
.
A circle is a happy thing to be--
Think how the joyful perpendicular
Erected at the kiss of tangency
Must meet my central point, my avaton.
And lovely as I am, yet only 3
Points are needed to determine me.
.
.

Christopher Morley (1890-1957)
.
.
Το βράδυ.

04.50
Ξημέρωμα ποιάς μέρας ;
Πέμπτης.
Πριν λίγο, τελείωσε η δουλειά.
Παρέα, ευτυχώς, το καινούργιο τηλέφωνο – ραδιοφωνάκι, που εγκαινιάστηκε με επιτυχία ετούτη τη βδομάδα.

Στον ουρανό, ένα μικρό, καλοκαιρινό, βροχερό σύννεφο, φορτωμένο καϋμόν αβάσταγο, ζωγραφίζει με την άσπρη του κιμωλία, μες στα σκοτάδια. Έναν κύκλο φτιάχνει. Ελλειπτικό.

Μια λευκή αθωότητα.
Μια κατακόκκινη, σαν ήλιο φλόγα.
Λόγια ζωγραφίζει και μια μουσική πίσω τους.
Κι ένα όνειρο.

Κι εσύ, ας είσαι ένα μικρό, ντροπαλό, μοναχικό μυρμήγκι. Εσύ ανακάλυψες μέσα σου, τούτον τον τρόπο του, τον βαθύτατα ποιητικό.
Κι εσύ, την είδες, της αντρίκιας ψυχής την ποιητική δομή. Μαζί της άνθισες. Γι αυτήνε. Εξ αιτίας της.
Γι αυτήνε το ψαξες το όραμα ενός παράδεισου, μέσα σου.
Εντός εσώπτρου αθλοθέτησες τη ζωή και την όρισες.

Το μικρό, καλοκαιρινό σύννεφο, με την κιμωλία στο χέρι,
Χαιρετά το ποιητικό δρώμενο μέσα σου και το λόγο ύπαρξής του.
Το μικρό, καλοκαιρινό σύννεφο, ταπεινά αποκαλύπτεται
και αυτή τη νύχτα.
.
.
.
.
.





Το απόγευμα που προηγήθηκε.

Καμιά φορά, η ζωή , αυτή η ίδια που σε βουλιάζει, αυτή η ίδια σε πιάνει απ’ το χέρι και σε ξαναβγάζει στην επιφάνεια, ν’ αναπνεύσεις.
Έτσι έγινε, ετούτο το πεζό απόγευμα.
... Την έβαλαν να καθήσει πλάϊ του.
Στην αρχή, δεν τον είδε. Τόσο σεμνή, μετρημένη κι ακίνητη η παρουσία του.
Την τύλιξε όμως αμέσως, η δυνατή αύρα. Σχεδόν αμέσως γύρισε. Ήταν εκεί, αμίλητος, ήσυχος, καθισμένος δίπλα της.
«Καλέ μου», πώς της ήρθε έτσι ξαφνικά και μίλησε στον ενικό, στα λευκά του μαλλιά! Δεν είναι από έλλειψη ευγένειας… Δικόν της τον ένιωσε.
Τον κοίταξε μαγεμένη. Τον φίλησε. Γέλασαν λίγο μαζί. Κουβέντιασαν λίγο. Παρακολούθησαν ώρα το θέαμα.
Ήθελε να του το ρωτήσει. Δείλιαζε, μα η ανάγκη της ήταν πιο μεγάλη.
«Καρδιά μου», του είπε τέλος, άκου θράσος, καρδιά μου, το μυρμήγκι στον Άτλαντα !
"Καρδιά μου, πώς μπόρεσες και το κανες! Πώς μπόρεσες και την κατέβασες εκείνη τη σημαία απ' το Βράχο; Σα να χεις φορτωθεί ένα λαό στην πλάτη σου! αιώνες..."
Την κοίταξε λίγο, μ’ εκείνα τα νεανικά του, τα υπέροχα, τα γαλάζια του μάτια .
Το μυρμήγκι έχυσε δάκρυα. Νότισε η γη. Κι εκείνος του κράτησε το χέρι. Τραγούδησαν παρέα.

4 σχόλια:

roadartist είπε...

Άντε μωρέ. Τι λες τώρα; Φοβερό!
Απλά με μια λέξη αυτό "φοβερό".
Αλήθεια δάκρυσε και μόνο στην ερώτηση; Τι να πω; Καληνύχτα.

quartier libre είπε...

@
όχι, χαζούλα...
εγώ ήμουν το μηρμήγκι που χυνε δάκρυα...
εκείνος όμως μου κράτησε το χέρι.

:)

roadartist είπε...

Είδες όταν σου λέω πως δεν είμαι καλά. Μου άρεσε και μια άλλη σχετική ανάρτηση που έχεις ανεβάσει. Τέτοιοι άνθρωποι γεννιούνται μια στο τόσο.

quartier libre είπε...

@
:) φιλάκι