Κυριακή, Ιουνίου 10, 2007

Απ' τα δημοτικά τραγούδια
της Θεσσαλίας

Μοιρολόγια


Το κυπαρίσσι το ψηλό
στην άμμο φυτρωμένο
δίχως δροσιά δροσίζεται
δίχως αέρα σειέται.

Φκιάνει τα φύλλα του πράσινα
και τον καρπό του γαλάζιο
φκιάνει σταφύλια ροζακί
να το ’παιρνε κι η μάνα μου
μην είχε κάνει εμένα

παίρνω την άκρη απ’ το γιαλό
την άκρη απ’ το ποτάμι
βρίσκω λημέρια κλέφτικα
…παλιά χορταριασμένα

................................................

Κι ένα πουλί θαλασσινό
καθόταν και την κλαίει
την έκλαιγε, την έλεγε
το λέει σαν μοιρολόι

Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ
βουλιέμαι να το βάψω
κι αν το πετύχω στη βαφή
πολλές καρδιές θα κάψω.

Θα κάψω τον πατέρα μου
θα κάψω τη μανούλα μου
θα κάψω τα παιδάκια μου
θα κάψω και τα ’γγόνια μου

Εγώ στολίστηκα κι αρματώθηκα
κάπου κίνησα να πάω
κάπου κίνησα να πάω
στο πανηγύρι στον Αϊ Νικόλα.

Στο πανηγύρι στον Αϊ Νικόλα
τα παιδάκια δεν αφήνουν
κάτσε μάνα ακόμα απόψε
να χορτάσουμε κουβέντα
να χορτάσουμε κουβέντα
κι αύριο πρωί πη(α)γαίνεις

Ανάθεμα τις μάγισσες
που ξέρουν και μαγεύουν
μου ράψαν τα ματάκια μου
με μια κλωστή μετάξι.

άλλο

Και το θεό παρακαλώ
να βρέξει μια βροχούλα
για να σαπίσουν οι κλωστές
ν’ ανοίξουν τα ματάκια

Κι αν με πονάτε βρε παιδιά
κι αν θέλετε με βλέπετε
κινάτε, ελάτε στην εκκλησιά
τροΐρω στο κλουβί μου

Να με ρωτάτε πως περνώ
το πως καλοπορεύω
εδώ γάμος δε γίνεται
ούτε και πανηγύρι

Εδώ το λένε μαύρη γη
και ραχλιασμένο χώμα
που τρώει τα παλικάρια
που τρώει και μικρά παιδιά
μαζί με τις μανάδες.


συντροφικότητος
και
τιμής
ένεκεν

3 σχόλια:

sinnefo rain είπε...

Την καλησπερα μου, περναω καθε μέρα από εδω,αν δεν περασω κατι δεν μου πάει καλά.

Τίποτα είπε...

Ε, δαχτυλίδι μου χρυσό
και βελουδένιο μου κοντό
ομπρέλα μου μεταξωτή
που 'χες τον ίσκιο τον παχύ
κι αποσκιαζόμαστε κι εμείς.
Σου στέλνω χαιρετίσματα
μ' ένα κουτί λεβάντα
να λούζεσαι βράδυ πρωί
να με θυμάσαι πάντα.

Κι άλλο

Για ιδέστε τον παλιό-Χαρο
πού 'ρθε να ξεπεζέψει
στου μαθημένου την αυλή
στου πικραμέν' την πόρτα.

Κι άλλο

Άνοιξε χείλι μου πικρό
γλώσσα φαρμακωμένη
και πες το λόγο που ήξερες
και που σουν μαθημένη

Κι άλλο

Μάνα, στο περιβόλι μας
και στις αμυγδαλιές μας
εκεί, μάνα, καθόμουνα
και κένταγα μαντήλι.
Εκεί περάσαν τρεις αητοί
και τρεις καλοί λεβέντες.
Ο ένας με μήλο με βαρεί
κι άλλος με δαχτυλίδι
κι ο τρίτος ο μικρότερος
μια πιστολιά μου ρίχνει.
Το μήλο, μάνα, τό 'φαγα,
το δαχτυλίδι τό 'χω,
την ασημένια μπιστολιά
'δω στα πλευρά την έχω.

Από τα Μανιάτικα Μοιρολόγια. Συλλογή-εισαγωγή-σχόλια της Βούλας Δαμιανάκου. Επικαιρότητα, 1997.

quartier libre είπε...

εγώ, συννεφιά μου,
νομίζεις ότι δεν περνάω από σας;