A.K.
.
.
Κι η μάνα, που έλεγε πάντα , όταν πονάς, τα δόντια θα σφίγγεις, να μη σ’ ακούει κανείς. Να μην ουρλιάζεις, παιδί μου. Σιγανά. Αυτό είναι το πρέπον. Αυτή είναι η αρχοντιά.
Κι ένα σαξόφωνο, αυστηρό, σώπασαν όλοι για ν’ ακούσουν, καθώς έσχιζε τον αέρα. Βουβάθηκε η πλατεία. Ένα τόσο δα σαξόφωνο, κυρίαρχος στα μάρμαρα, στη θάλασσα απέναντι, και στην καρδιά τους. Σαξόφωνο κυρίαρχος στο πέλαγο , στα γλαροπούλια, στις φυλλωσιές.
Κι η μάνα, που έλεγε πάντα, είσαι το παιδί μου το καλύτερο. Η θυγατέρα η χαϊδεμένη. Το θάρρος μου. Ποτέ να μη λυγίσεις, θάρρος μου. Ποτέ, θάρρος μου, εσύ μη μου λυγίσεις ποτέ.
Και ξύλινα, μουσικά κουτιά. Für Elise . Τους δίνεις μια στροφή, κι ο ήχος βγαίνει σαν τζίνι. Α λα Τούρκα. Für Elise. Α λα Τούρκα. Και ξανά η Ελίζα. Tο βιολί ανάμεσα ώμο και σαγώνι. Für Elise.
Κι η μάνα, του σύμπαντος η σταθερά. Της νύχτας η σταθερά. Της μέρας η σταθερά. Της αγάπης η σταθερά. Της ψυχής η σταθερά. Της παρουσίας η σταθερά. Της κραυγής η σταθερά. Η σταθερά της αλήθειας.
Κι ένα ασημένιο νόμισμα απ’ τις ανασκαφές της Σαμοθράκης. Με μια απεικόνιση. Οι αχιβάδες του Άντεν , τα κοράλλια του Άντεν. Ένα ακροκέραμο μαρμάρινο, της Αμφίπολης. Πολύχρωμα κουφάρια αχινών. Και μια ανεμώνα του βυθού, φυτρωμένη σε βότσαλο.
Κι η μάνα, μοσχομπίζελα και γαρυφαλλιές. Κεράκια αναριχώμενα, χιώτικα γιασεμιά, και φούλι. Η μάνα, σιγανή, αμίλητη, να σε κοιτάει μονάχα και να διαβάζει. Τις τροχιές των αστεριών. Και τις γραμμές της ερημιάς, στις παλάμες .
Κι ένα σαξόφωνο, αυστηρό, σώπασαν όλοι για ν’ ακούσουν, καθώς έσχιζε τον αέρα. Βουβάθηκε η πλατεία. Ένα τόσο δα σαξόφωνο, κυρίαρχος στα μάρμαρα, στη θάλασσα απέναντι, και στην καρδιά τους. Σαξόφωνο κυρίαρχος στο πέλαγο , στα γλαροπούλια, στις φυλλωσιές.
Κι η μάνα, που έλεγε πάντα, είσαι το παιδί μου το καλύτερο. Η θυγατέρα η χαϊδεμένη. Το θάρρος μου. Ποτέ να μη λυγίσεις, θάρρος μου. Ποτέ, θάρρος μου, εσύ μη μου λυγίσεις ποτέ.
Και ξύλινα, μουσικά κουτιά. Für Elise . Τους δίνεις μια στροφή, κι ο ήχος βγαίνει σαν τζίνι. Α λα Τούρκα. Für Elise. Α λα Τούρκα. Και ξανά η Ελίζα. Tο βιολί ανάμεσα ώμο και σαγώνι. Für Elise.
Κι η μάνα, του σύμπαντος η σταθερά. Της νύχτας η σταθερά. Της μέρας η σταθερά. Της αγάπης η σταθερά. Της ψυχής η σταθερά. Της παρουσίας η σταθερά. Της κραυγής η σταθερά. Η σταθερά της αλήθειας.
Κι ένα ασημένιο νόμισμα απ’ τις ανασκαφές της Σαμοθράκης. Με μια απεικόνιση. Οι αχιβάδες του Άντεν , τα κοράλλια του Άντεν. Ένα ακροκέραμο μαρμάρινο, της Αμφίπολης. Πολύχρωμα κουφάρια αχινών. Και μια ανεμώνα του βυθού, φυτρωμένη σε βότσαλο.
Κι η μάνα, μοσχομπίζελα και γαρυφαλλιές. Κεράκια αναριχώμενα, χιώτικα γιασεμιά, και φούλι. Η μάνα, σιγανή, αμίλητη, να σε κοιτάει μονάχα και να διαβάζει. Τις τροχιές των αστεριών. Και τις γραμμές της ερημιάς, στις παλάμες .
4 σχόλια:
ωραίο κείμενο! πόσο φορτώνει η μάνα! σε κοιτάει στα μάτια, κι εσύ της λές: εντάξει, αντέχω. κι αυτή φορτώνει. κι όταν εσύ είσαι έτοιμη να καταρεύσεις, τότε με νοήματα συνεννοείστε, πως ήρθε η ώρα να φύγεις, φορτωμένη μ'όλα τα σακιά με τα όνειρα, τα πρέπει, τα έτσι είναι αυτά, που σου έχει δώσει η μάνα. και τότε μόνο την αποχωρίζεσαι, όταν ξέρεις ότι δε θα αντέξεις άλλο.
Κι όμως μια ΚΑΛΗμέρα θα 'χουμε κι ας δοκιμάζεται αντοχή μας!
Aaaaaaaa
αφήνω μηνύματα και χάνονται.
πανέμορφο κείμενο.
να μου είστε όλοι, καλά
Δημοσίευση σχολίου