Κυριακή, Σεπτεμβρίου 02, 2007

Σεπτέμβρης, πρώτη, δύο χιλιάδες επτά.


Μικρό οδοιπορικό


Τα όμορφα χωριά άσχημα καίγονται



Ο ακριβής προορισμός , μας ήταν αρχικά άγνωστος. Κανείς δεν είχε εκ των προτέρων αποφασίσει, για τίποτα.
Το ραντεβού μας ήταν στην Μεγαλόπολη, κι από κει, θα βλέπαμε…
Σ’ ένα μικρό, οκταθέσιο βαν, και πίσω μας ν’ ακολουθεί το μικρό φορτηγάκι, με τα είδη πρώτης ανάγκης.

Προς Τρίπολη.
Η φωτιά, έχει ζυγώσει τον δρόμο απ’ την αριστερή πλευρά, πέρασε στο μεσαίο διάζωμα πάνω απ’ τις πικροδάφνες, τις καψάλιασε, κι έπειτα πέρασε στα δεξιά, απ’ όπου ξεχύθηκε κι έκαψε τα βουνά.
Άλλοτε, σχολίασε ο οδηγός του μικρού πούλμαν, η πυρόσβεση γινόταν με το αλυσσοπρίονο.
Οι υπόλοιποι, κοιτάμε τα καμένα, βουβοί.
.
Ναι, εγώ ήμουν που σου μίλησα, πρωί-πρωί, χαράματα, πριν ξεκινήσω.
Είναι γιατί ξεκινούσα τούτο το οδοιπορικό, με σφιγμένη καρδιά,
κι είναι, γιατί είχα ανάγκη πριν φύγω, να μου πεις «Άντε παιδί μου, την ευχή μου να χεις, πήγαινε. Να προσέχεις.»
Μα όπως εσύ δεν μιλάς, κι είσαι πιά μακριά, ήρθα κοντά εγώ, κι ακούμπησα την ανάγκη , σαν φιλί, σ’ εκείνη την αδιόρατη ρυτίδα του μετώπου.
Ίσως όταν ξυπνήσεις το δείς. Κι ίσως να αναρωτηθείς. Ναι, εγώ ήμουνα, πολύ πρωινή, λίγο φοβισμένη, λίγο αναστατωμένη.

Βαδίζουμε προς τον ορεινόν όγκο του Μαίναλου.
Πινακίδα μπροστά μας «Σήραγγα Αρτεμισίου 1400 μ.»
«Στο Αρτεμίσιο, μας λέει ο γιατρός, υπάρχουν σημάδια, όπου φαίνονται οι αρχαίες καροτροχιές. Το άνοιγμα του άξονά τους, είναι το ίδιο, που έχει μια σημερινή, σιδηροδρομική γραμμή».
Ο γιατρός είναι υπεύθυνος, για την σημερινή αποστολή.
Αυτός την οργάνωσε.
Έχει μαζί του κι έναν χάρτη, όπου κοιτάζουμε συνέχεια, ώστε να προσεγγίσουμε με ακρίβεια το σκοτεινό αντικείμενο της θλίψης μας…
Η ατμόσφαιρα στο πουλμανάκι είναι ακόμα χαλαρή. Διηγούνται διάφορα. Ο γιατρός –που γνωρίζει τον χώρο λόγω εντοπιότητας-, μας λέει για την αρχαία Νεστάνη.
Tο όνομα Νεστάνη προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη νόστος-νοστία-νοστέα-Νεστάνη.
Πάνω σε μικρό λόφο δίπλα στο χωριό, σώζονται τα αρχαία ερείπια της Νεστάνης, και πελασγικό τείχος. Σ’ αυτήν τη θέση, υπήρχε τον Μεσαίωνα σημαντική κωμόπολη, με όνομα Τσιπιανά ή Κηπιανά (CIPIANA), που από τον 13ο αιώνα είχε οχυρωθεί από τους Φράγκους και τους χρησίμευε σαν ορμητήριο.
Συζητάνε ακόμα, για τον αχλαδόκαμπο, που σ’ όλη μου τη ζωή, πίστευα πως ονομάστηκε έτσι από τα αχλάδια.
Αχ! λαδόκαμπος όμως ήταν!

Δεξιά μας, η σιδηροδρομική γραμμή, προς Ασέα.
Η Ασέα, είναι το χωριό, του ευλογημένου Γκάτσου.
Γίνεται στα γρήγορα και μια προσέγγιση στο «Αμοργός», που δεν παίρνει το όνομα από το Κυκλαδονήσι, μα από το «αμέργω» «αμέλγω», συλλέγω δηλαδή, δρέπω, η Σαπφώ έχει χρησιμοποιήσει το ρήμα «αμέργω», για την συλλογή λουλουδιών, «άμοργμα» θα πει «σύλλεγμα».
Περνάμε στροφές δύσκολες, που θυμίζουν τον κωλοσούρτη.
Σκίνα, πουρνάρια, βατόμουρα, γκορτσές, δεξιά φεύγει ο δρόμος για Βαλτέτσι.
Που και που, λίγα φτενά αμπελάκια.
Μπήκαμε για τα καλά, στα καμμένα. Η πινακίδα, λέει «πηγές Αλφειού».
Μαύρη γη.
Διασχίζουμε την Κάτω Ασέα.
Λόφοι, βουνά, πλαγιές, μαύρα. Μαύρη γη.
Ξαφνικά, βλέπω δυό γεράκια να πλανάρουν. Η μόνη ένδειξη ζωής στη φύση –εκτός δηλαδή απ’ τ’ αυτοκίνητα με τους ανθρώπους, που τρέχουν στον δρόμο.
Ο γιατρός λέει, ότι βρίσκουν και τρώνε ψοφήμια.
Ένα τέταρτο έξω απ’ τη Μεγαλόπολη, δίπλα μας, καπνίζει ακόμα.
Διαβαίνουμε, μέσα σε χρώμα σταχτί.
Αλλού μαύρο, αλλού ανοιχτό σταχτί, σταχτί σκούρο.
Περνάνε Steyer με στρατό.
Όπως το βλέπεις το έδαφος πλάϊ σου, καμένο, δίχως ρίζες πιά να το κρατάνε, ανοχύρωτο, σκέφτεσαι πως με την πρώτη βροχή θα φύγει μες στον δρόμο.
Κάτω στον κάμπο, θολούρα. Κάπνα.
Ελιές βαλσαμωμένες. Κοκαλωμένες. Και το χώμα, δεν είναι πιά χώμα, μα γκρίζα στάχτη.
Γύρω μυρουδιά, μπροστά θολούρα.
Φτάνουμε Μεγαλόπολη. Μουριές στην πλατεία. Πράσινες μουριές!

Ο δρόμος, από Μεγαλούπολη, προς Ζαχάρω.
Οι βόρειες άκριες του Ταϋγετου. Μου φαίνεται απίστευτο. Είναι καμένο το σύμπαν.
Κάμπος γκρίζος, βουνά μαύρα.
Βουνά γκρίζα, κάμπος μαύρος.
Τίποτε άλλο, όσο φτάνει το μάτι. Μήτε χλωρίδα, μήτε πανίδα απόμεινε.
Τόπους τόπους, αχνίζει ακόμα.
Κοιτάζουμε όλοι σιωπηλοί. Και τι να λες;
Τούτη την απόλυτη καταστροφή, σχεδόν αχόρταγα την κοιτάζεις, όπως, όταν βλέπεις την απόλυτη πρασινάδα κι ομορφιά.
Που και που, σου ρχεται η μυρωδιά από κάτι άλλο. Ζωϊκή μυρωδιά.

Είμαστε στις στροφές της Τσακώνας, λέει ο γιατρός.
Κάτω, ο Μελιγαλάς σώθηκε.
Δόθηκε όμως μεγάλη μάχη. Ο άνθρωπος σώμα με σώμα, με το στοιχειό της φύσης, τη φωτιά.
Σκέφτομαι, ίσως ήταν καλύτερα, να ήταν πραγματικός πόλεμος.
Κα νο νι κός.
Απείρως μικρότερες θα ήταν οι ζημιές.
Ίσως λιγότεροι νεκροί. Και πάντως, θα είχε σωθεί η γη, τα φυτά, τα ζώα.
Πάμε προς Καλό Νερό. Έπειτα, στη Ζαχάρω.
Κοιτάμε τον χάρτη. Ζευγολατιό, Δώριον. Εδώ γύρω, κρατήθηκε ο κάμπος. Τα δέντρα όρθια.
Απ’ το Κοπανάκι, περνάς για τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα.
Ο γιατρός, μας δίνει πληροφορίες. Στο κάστρο της Ιθώμης, οι Χριστιανοί συνεχίζουν να λιτανεύουν, κατά το αρχαίο έθιμο της λιτάνευσης του Ιθωμάτα Δία.
Απ’ την κορφή της αρχαίας Μεσσήνης, υπάρχει απ’ ευθείας οπτική επαφή με τον ναό του Επικούρειου. Μ’ αρέσουν αυτά που ακούω.
Εδώ, η περιοχή της ορεινής Κυπαρισσίας, τα κατάφερε κι έσωσε την βλάστησή της.
Λέπρεο
Φασκομηλιά
Ταξιάρχες
Φυγαλεία
Τα χωριά της δεξιάς μεριάς, έως πάνω, μέσα, στο βάθος της Αρκαδίας , χωριά καμένα. Έρμα βουνά.

Ζαχάρω.
Στην τεράστια δημοτική αποθήκη, μεγάλη σαν ένα εργοστάσιο, η ατμόσφαιρα θυμίζει εμπόλεμη κατάσταση.
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ.
Διμοιρίες του Ερυθρού Σταυρού, Πρόσκοποι, Εθελοντές, Δήμος, διαχειρίζονται από κοινού την ανθρωπιστική βοήθεια.
Μαγειρεμένη τροφή και εμφιαλωμένο νερό, στον πληθυσμό που προσφύγεψε στον τόπο του, και είδη πρώτης ανάγκης.
Η υδροδότηση στα χωριά απαγορεύεται, ως να εξετασθούν και να χουν ασφάλεια τα δείγματα όλων των πηγών.
Αυτή η περιοχή, καταστράφηκε στο 90%.
Το φορτηγάκι κολώνει, να ξεφορτώσει ό, τι μάζεψε ο κόσμος.
Οι υπόλοιποι, ανεβαίνουμε στον Δήμο.
Η συνάντηση με τον άντρα που διοικεί αυτόν τον δήμο, με τα 25 δημοτικά διαμερίσματα και οικισμούς, είναι για μένα ένα καλό μάθημα ζωής
.
Ο Πανταζής Χρονόπουλος, είναι ένα σκληρό δείγμα αντρός. Γερό σκαρί. Απ’ αυτούς που πάνε μόνοι τους τα πράγματα, και δεν σύρονται απ’ αυτά.
Τον είδαμε τις μέρες της κόλασης, που βγήκε και είπε «Μπήκαμε κόντρα, μέσα στη φωτιά. Έτσι σωθήκαμε». Τώρα κάθομαι ταπεινά, πλάϊ στη δύναμη του αντρός κι ακούω την αφήγηση, με τις αισθήσεις όλες τεντωμένες.
- «Ολική καταστροφή της περιοχής.
Ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες δέντρα κάηκαν, εδώ γύρω.
Περιμένω βροχές, και θα ρθουν πλημμύρες.
Γίνονται μελέτες, φτιάχνουμε φράγματα κι ανοίγουμε μεγάλες λεκάνες, για να ανακόψουμε το νερό, που θα ρθει.
Στις μελέτες, μας βοηθάει το Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Περιμένουμε κατολισθήσεις.
Αναδασώσεις πρέπει να γίνουν. Να χαραχτούν απ’ την αρχή, δρόμοι. Καινούργιες καλλιέργειες, κι ανακατανομή της γής, για να κρατηθεί εδώ ο πληθυσμός.

Κι ύστερα, πιο προσωπικά :
Με ειδοποίησαν. Πήγα να δω.
Εγκλωβιστήκαμε.
Άνθρωποι αλλόφρονες.
Τους φώναζα :
-μέσα στη φωτιά. κόντρα στη φωτιά να σωθούμε, να βγούμε.
-τρελλός είσαι; μου λέγανε
τότε έγινε αυτό.
έπειτα έγινε το άλλο.
ύστερα έγινε το άλλο.
έπειτα βρήκα εκείνον.
ύστερα βρήκα εκείνους, τους άλλους έπειτα.
αυτό είναι έτσι, το άλλο αλλιώς…»

(Ακούγαμε ακίνητοι.
Συγχωράτε με, αυτά, δεν θα σας τα πω.
Ίσως να μην μπορώ κι όλας να σας τα πω, όσα άκουσα, μα ίσως δεν θέλω κι όλας.
Εγώ εδώ, θα σας βάζω εικόνες ελπίδας, πράσινες φουντωτές ελιές, ευκάλυπτους και κουκουναριές, νερά, ζωντανά ζώα, ανθρώπους ζωντανούς, κι όχι κερένιες κούκλες...
Δεν θέλω να σας πω, ό, τι από πρώτο χέρι άκουσα, και ας με πείτε κακό ανταποκριτή… ώχου, αδερφέ! δεν θέλω…)

Φεύγουμε.
Διασχίζουμε το δάσος του Καϊάφα.
Αναρωτιόμαστε, πώς γίνεται και κάηκε τούτο το δάσος, αφού είναι ακριβώς, μέσα στη θάλασσα !
Οι κορμοί εσωτερικά φλέγονται ακόμα. Καπνίζουν, έπειτα από σχεδόν μια βδομάδα. Βγάζουμε φωτογραφίες.
Δεν υπάρχει φωτιά. Μονάχα στάχτη , ευκάλυπτοι και πεύκα ξαπλωτά, κορμοί που βγάζουν απ’ τα σπλάχνα καπνό.
Τίποτε άλλο.
Παρεκτός μυρουδιά καμένου.
Κάτω Σαμικό. Πάμε προς τη θάλασσα.
Τόπους-τόπους, λίγη δροσιά. Καλαμπόκια, μπαμπάκια.

Αποφασίστηκε ν’ ανέβουμε στα δυό χωριά που καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Στο ένα απ’ τα δύο, απ τα 58 σπίτια, κάηκαν τα 50.
Κουμουθέκρα (Αρτέμιδα) και Μάκιστος.
Μάκιστος και Κουμουθέκρα.
Ανεβαίνοντας το βουνό, έχεις θέα όλον τον τόπο γύρω, και τ’ απέναντι βουνά.
Μας φαίνεται απίστευτο, το μοναχικό μαύρο.
Δεν υπάρχει ζωή. Τίποτα ζωντανό δεν υπάρχει
Μονάχα οι άνθρωποι, που σκαρφαλώνουν την άσφαλτο, σαν εμάς.
Τα δέντρα εδώ, πεθαίνουν όρθια, με τον καπνό, να βγαίνει απ’ τα σπλάχνα τους.
Σαν γλυπτά, άφυλλα, γυμνά, μοναχικά κλαδιά, χέρια, που υψώνονται στον ουρανό.
Κρανίου τόπος.
Μυρίζει ρετσίνι.

Ώου
Ώου
Σταματάμε.
Αστυνομία
Μια οικογένεια στα μαύρα, ανεβάζει παπά, για να κάνει μνημόσυνο στην πλαγιά...
Η πυροσβεστική, τουμπαρισμένα σίδερα, μ’ ένα φρέσκο στεφάνι από δάφνη κρεμασμένο.
Σα ν’ ακούω την προηγούμενή του αφήγηση, εδώ δα, έφυγαν οι εννιά.
Εδώ δα, έφυγαν οι δεκατρείς.
Εδώ δα…
Εδώ δα…
Ετούτο, δεν αντέχεται. Λυγίζουν όλοι.
Ξαναμπαίνουμε. Πάμε πιο πάνω.
Σ’ αυτό το χωριό, αναγνωρίζουμε τα μπαλκόνια, τους δρόμους, τα σπίτια, τις γωνιές, τα σημεία…
Σα να ναι σπίτια μας, δρόμοι μας, μπαλκόνια μας, γωνιές και σημεία που ξεδιπλώναμε και τρέχαμε με τις μάνικες.

Απερίγραπτο.










4 σχόλια:

ange-ta είπε...

Αχ φιλενάδα μου,
πώς το άντεξες!
αυτό τα ταξείδι.

quartier libre είπε...

χτες, το άντεχα.
σήμερα, σιγά-σιγά καθώς το δυιλίζω, δεν αντέχεται, ange-ta μου.

o είπε...

υποκλίνομαι.

quartier libre είπε...

γονατιστοί είμαστε όλοι, μπρος στο φοβερό...
μέχρι τώρα, ξέραμε ότι πεθαίνει ο άνθρωπος.
εδώ όμως, πεθαίνει η ΓΗ!