Πέντε η ώρα, που ξημερώνει...
.Οδυσσέας ΕλύτηςΆσμα Ηρωικό και πένθιμο.................................
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μέσ' στον ήλιο
Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά.
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πηε δειλά
Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Μα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Μόλις σταμάτησε για λίγο μέσ' στα δόντια ο θάνατος
Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!
Δ.΄Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
Μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αυτί
Μοιάζει μπαξές που του 'φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπανε "γεια παιδιά " τα ματοτσίνορα
Κι ή απορία μαρμάρωσε . . .
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του ,
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες,
Ακούν με προσοχή.
'Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ' τα πέντε κέδρα
Χωρίς άλλα κεριά
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Κι ανάμεσ' απ' τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά τής μοίρας
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει ή θύμηση!
'Ω μην κοιτάτε ω μην κοιτάτε από που του-
Από που του 'φυγε ή ζωή.
Μην πείτε πως
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή
Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
Ε΄Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Κι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα τής μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μέσ' στη βροχή το δέντρo
Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν
-Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, που 'ναι το παλληκάρι;
Κι όλα τ' αιτόπουλ' απορούν που 'ναι το παλληκάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, που 'ναι ο γιος μoυ;
Κι όλες οι μάνες απορούν που να 'ναι το παιδί
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, που να 'ναι ο αδερφός μου
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν που να 'ναι ο πιο μικρός !
Πιάνουν το χιόνι, καιει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Πάν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Κοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣΤ΄Ήταν ωραίο παιδί.
την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους τής στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
'Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να πάν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μέσ' στα μαλλιά του
Η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατζουνάει τον ήλιο,
Να βάφει τα λουλούδια,
'Η πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν . . .
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνειας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα . . .
………………………
Χυμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Τι να 'ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους - αχ αφήστε την -
Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαιει - αφήστε την -
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
ΘΦέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Καινούρια μάτια - Θέ μου -
Τι τώρα που θα πάν
Να σκύψουν τα κρινάκια τής αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει "γεια σας παιδιά!"
ΙΒ΄Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος.
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Και του μιλούν με μια ψιλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μέσ' στο λάδι του ήλιου
Θαύμα - Τι θαύμα, χαμηλά στη γη
Άσπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Και πιο βαθιά τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
....δύσκολη μέρα
για τις μάνες
.
δεν έχει η γη
φωλιά να μονιάσεις
.
.
.
.
Λόρκα
.
από τον
Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας
.
«στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων»
.
“Τώρα για πάντα πια κοιμάται.
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του.
Και το τραγουδιστό του αίμα
κυλάει σε βάλτους και λιβάδια,
γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων,
άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα,
ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων”.
-----------------------------
¡Que no quiero verla!
Δεν θέλω να το δω!
.
Το φεγγάρι απ' άκρη σ' άκρη.
Άτι από γαλήνια σύννεφα,
και η γκρίζα πλατεία του ύπνου
με ιτιές στους φράχτες.
.
Δεν θέλω να το δω!
.
Η μνήμη μου καίγεται.
Ειδοποιείστε τα γιασεμιά με τη διακριτική λευκότητά τους!
.
Δεν θέλω να το δω!
……….
.
Όχι! Δεν θέλω να το δω!
.
Por las gradas sube Ignacio
con toda su muerte acuestas
.
"Σκαλί σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το θάνατό του φορτωμένος"
.
.
Ανηφορίζει τα σκαλιά ο Ιγνάθιο
μ' όλο το θάνατό του φορτωμένος.
Αναζητούσε την αυγή
και η αυγή δεν ήταν.
Αναζητά τη σίγουρη γραμμή του εαυτού του
και τ' όνειρο τον αποπροσανατολίζει.
Αναζητούσε το θαυμάσιο κορμί του
και βρήκε το αίμα του ανοιχτό.
.
Μη μου λέτε να το δω!
……………
.
Τί απαλός με τα στάχυα!
Τί σκληρός με τα σπιρούνια!
Τί τρυφερός με τη δροσοσταλίδα!
Τί εκθαμβωτικός στη γιορτή!
Τί τρομερός με τις στερνές του σκοταδιού τις σημαιούλες!
Όμως κοιμάται πια για πάντα.
Ήδη τα βρύα και η χλόη με σίγουρα δάχτυλα
ανοίγουν το λουλούδι του κρανίου του.
Και το αίμα του έρχεται κιόλας τραγουδώντας :
τραγουδώντας στα λιβάδια και τους βάλτους,
γλιστρώντας από κέρατα κοκαλωμένα απ' το κρύο,
τρεκλίζοντας χωρίς ψυχή στην ομίχλη,
σκοντάφτοντας σε χιλιάδες οπλές
κόρνο μιας μακρινής, σκοτεινής, θλιμμένης γλώσσας,
για να σχηματίσει μια λιμνούλα αγωνίας
δίπλα στον Γουαδαλκιβίρ των αστεριών.
………….
.
Ω αύρα απ' το αίμα του Ιγνάθιο!
Ω αηδόνι απ' τις φλέβες του!
.
Όχι. Δεν θέλω να το δω!
.
Γιατί δεν υπάρχει κάλυκας να το τιθασεύσει,
δεν υπάρχουν χελιδόνια να το πιουν,
δεν υπάρχει πάχνη αυγής να το παγώσει,
δεν υπάρχει τραγούδι, ούτε κατακλυσμός με κρίνα,
δεν υπάρχει κρύσταλλο να το τυλίξει με ασήμι.
.
Όχι. Εγώ δεν θέλω να το δω!
.
.
.
.
.
τον θρήνο για τον Ιγνάθιο,
τον κοιμίζαμε για χρόνια στο προσκεφάλι μας...
γνωρίζω ότι υπάρχουν καλές μεταφράσεις,
και χρωστάω μιά στον εαυτό μου.
.
.
.
.
υπήρξε λόγος
και σήμερα αναρτήθηκαν
τα δύο υπέροχα ποιήματα
.
.
.
Έγραψα σε ένα κείμενό μου ότι οι Έλληνες έχουμε τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού μας τραγουδιού μέσα στο αίμα μας.
Για του λόγου το ασφαλές, μάζεψα τους 15σύλλαβους από το άσμα.
.
.
-Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
-Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
-Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη,
-Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο
-Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
-Έτσι καθώς τινάζεται μέσ' στη βροχή το δέντρo
-Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, που 'ναι το παλληκάρι;
-Κι όλα τ' αιτόπουλ' απορούν που 'ναι το παλληκάρι!
-Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, που 'ναι ο γιος μoυ
-Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, που να 'ναι ο αδερφός μου
-Πάν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
-Κοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει'
-Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
-Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
-Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
-Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατζουνάει τον ήλιο
-Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
-Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
.
.
.
κάνω χαρά μικρού παιδιού
όταν κάποιος φίλος ανταποκρίνεται έτσι !