Κυριακή, Μαρτίου 23, 2008
Σάββατο, Μαρτίου 22, 2008
Πέμπτη, Μαρτίου 20, 2008
διάβασα απόψε
σε μιά συμπαθητική ποιητική βραδιά,
δυό που μου αρέσουν :
1.
Κι αναρωτιέμαι εδώ δα καθιστή
Φθαρτή εγώ
Ένας μικρός, λαβωμένος, μολυβένιος στρατιώτης,
Πίνακες με μεγάλα μάτια
Νaïf, άφθαρτοι
Καθώς η naïvité
Με τ’ άσπρο της πουκάμισο φορεμένο
Ώμοι γυμνοί
Καθώς οι μικρές πορσελάνες limoges
Και το Ρωμαϊκό γυαλί
Άφθαρτα όλα κι αιώνια,
Το νήμα το μεταξωτό , και το μαλλί, και το βαμβάκι,
Η πορφυρή κλωστή κι η χρυσή
Στον αργαλειό δουλεμένη
Στο χέρι κεντήματα
Entre deux βελονάκι στο λινό,
Κι η ανάλαφρη μυρουδιά του ανθρακίτη, απ’ τα παλιά,
Όλα άφθαρτα,
Τα περσικά, ζωγραφιστά με πενάκι
Και σκούρο μπλέ,
Όλα άφθαρτα
Τα κιούπια πηλός και μπακίρι
Τα κοχύλια και τα κουφάρια των αχινών
Προσεχτικά βγαλμένα ένα ένα, αρμυρά και πολύχρωμα
Και του Τζιζάν τα κοράλλια
Και τα ξύλινα, απ’ τον κορμό της τριανταφυλλιάς,
Όλα άφθαρτα
Μόνο το πρόσωπό μου φθαρτό,
Σημαδεμένο
Με τις λαβωματιές του μικρού στρατιώτη
Εκείνο το πρόσωπο
Που κάποτε, όχι μακριά,
Εσύ ονομάτισες
αιώνιο
.
.
.
.
.
2.
-μην έχοντας καμιά σημασία ο χρόνος ο σεπτός,
ο παραβιασμένος-
Ο της αγάπης
μέγας
πάμπλουτος,
ο προλετάριος
της πνευματικότητας
εγώ
.
Φτωχούλης του θεού,
καιόμενος
ευωδιάζοντας
σε θυμιατά της ιεράς Ασίζης,
ή, Σιέννα της αυστηράς,
– σχήμα θαλάσσιας αχιβάδας
εγώ
.
Εγώ ανύπαρκτος
στα όνειρα της θερινής σου ανάπαυσης
κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε έντονο φούξια
ατλάζι μαξιλάρι
.
Μηδαμινή παρουσία – απουσία
της ζωής
σου
εδώ εγώ, ο οφείλων στη γη των ανθρώπων,
στη γη των ψυχών,
των χορδών του βιολιού, του μπουζουκιού
και του πορφυρού πάθους της Μεσογείου
.
ιδου εγώ, λοιπόν,
ο οφείλων πάντοτε
ως τάμα
στις πέτρες των δρόμων
στης ασφάλτου το κάμα
στις κροκάλες της θάλασσας
και στις θύνες του ήλιου
σου
τα δύο μου γόνατα
θρυμματισμένα.
.
.
αν είχα κι άλλο χρόνο,
θα διάβαζα κι ετούτα :
.
3.
τρυφερές κορυφές με το χαμηλό πράσινο
ίσα για να μοσχομυρίσουν σκίνο τα κατσίκια
που μασουλάν επίμονα
μαύρα, λιανά.
Σκέφτομαι, μη δεν είναι οι κορυφές τρυφερές,
μα είναι η προσμονή, της οδού που πορεύομαι
Εγώ κι εσύ μαζί
Σώμα και αίμα
Σε τόπο μυστικό
Εσύ, που στις σπουδές σου όλες
Μ’ έχεις εκεί, σιμά,
Στ΄ αριστερό πλευρό σου πλάϊ,
Σαν μικρό σβώλο πέτρινο, λιβάνι του Taif,
να ευωδιάζω.
.
.
.
κι αυτό
.
4.
.
Γυναίκα από σίδερο
Τόσο ευάλωτη μες στην παλάμη του θεού
Τόσο εύθραυστη μες στην παλάμη σου
Τόσο ραγισμένη μέσα στο στόμα σου
Μαγκωμένη στο τείχος των δοντιών σου
Διαλυμένη στο οξύ απ' το σάλιο σου
Κρυμμένη κάτω απ' τις λέξεις σου,
απ' τα σύμφωνά σου, απ' τα φωνήεντα,
τα ερωτηματικά σου,
τις τελείες, τ' αποσιωπητικά, τα κόμματα
.
Γυναίκα εύθραυστη
αγέρας κι υποψία
στα επιφωνήματά σου,
στο χαμηλό σου γέλιο,
τον στεναγμό σου,
την ανάσα,
το ρουθούνισμα
.
Γυναίκα από σίδερο
- ρινίσματα
κολλημένα κατάσαρκα στο σώμα σου
στο στήθος σου επάνω
αριστερά
φτιάχνουνε κίτρινο αστέρι
ανήμερο
.
.
κι αυτό
.
5.
.
Κοιτάζω τη χαρακιά που σκάλισες
βαθειά μες στην παλάμη μου
Άθικτη. Ανεξίτηλη.
Γνωρίζεις, άραγε,
πως η γραμμή της ζωής μου είν’ ετούτη;
.
.
.
κι αυτό
.
6.
.
Καθώς τούτη η άγκυρα
έδεσα.
Σκέφτομαι τι δύναμη έχει η άγκυρα
και τα βράχια στο βυθό ριζωμένα.
Πώς δένουν ατσάλι και πέτρα σκέφτομαι,
και σκοτεινός βυθός
να κρύβεσαι,
να ρχομαι εγώ ύστερα
να σε ψάχνω
απ' όλα τα τραγούδια σου,
είναι κι άλλα, που αγαπάω,
μα έτσι κι αλλιώς
δεν θα προλάβαινα απόψε να διαβάσω άλλο...
Ο άντρας, ξύπνησε στη μέση της νύχτας, έντρομος, κάθιδρος, διαλυμένος, με το όνειρο στα μάτια... Περπατούσε, λέει, στην Αθήνα. Στο πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι απ' το Hilton, έξω απ' το δασάκι του Ευαγγελισμού, με κατεύθυνση προς το Σύνταγμα. Πήγαινε ήσυχα στη δουλειά του... Απ' την αντίθετη κατεύθυνση του πεζοδρόμιου, ερχόταν προς αυτόν μια κυρία ηλικιωμένη, καλά ντυμένη. Ξαφνικά, η κυρία μόλις έφτασε δίπλα του, τον σταμάτησε και του έδωσε ένα φάκελο. «Είναι μια πρόσκληση», του είπε. Ο άντρας άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε από μέσα μια απλή, άσπρη κάρτα, πρόσκληση για ένα κονσέρτο. Ήταν ολόκληρο τ' όνομα της πάνω, όμορφα γραμμένο, καθαρό, ευανάγνωστο. Πρόσκληση σε κονσέρτο για πιάνο. Για κείνη τη μέρα, κι εκείνην ακριβώς την ώρα! Ο άντρας αλαφιάστηκε... «Πώς έχει αυτή κονσέρτο κι εγώ είμαι εδώ; Πώς θα παίξει αυτή, αν δε με δει εκεί; Προλαβαίνω να πάω; Πώς έχει αυτή κονσέρτο κι εγώ είμαι αλλού;»
Sep 28, 2006
Το αυθεντικό όνειρο
Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2008
Οι μικρές θλίψεις στη μέση στην αυλή με τους φοίνικες.
Κι άλλοτε, αγκαλιές γελαστές, καθισμένες σε παγκάκια ή σε όρθια στάση, μπροστά από περικοκλάδες και λευκά αγαλματίδια de la Vierge .
Η Στέλλα, η Νατάσσα , η Δέσποινα,
η Βάντα, η Χαρούλα, η Φάνη,
η Μαργετίνα, η Νίκη, η Θέκλα,
η Νέλυ, η Μυρσίνη, η Ορσαλία,
η Βίκυ, η Έλεν, η Λίλα,
η Καλύνη, η Νινέτα, η Μήτση,
η Γεωργία, η Μαρία.
Σαν αρώματα πασχαλιάς και βιολέτας
Αυτό το πράγμα είναι η απουσία.
Να ξέρεις ότι αυτές είναι εκεί, ήταν εκεί, κι όμως, να μην είναι.
Ατέλειωτα πήγαιν έλα και πονηρά μυστικά
Σε διαδρόμους σκοτεινούς και στενόμακρους
Μπροστά σε σκάλες πλατειές
Σε ξύλινες πόρτες βαρειές
Σε βιτρώ χρωματιστά π’ αστράφτουν στον ήλιο
Σε βιτρώ που ξανάγιναν σήμερα γυαλί σπασμένο
Και άμμος , κι έρημος και καραβάνι στο βάθος
Γιατί αυτό είναι η απουσία
Καραβάνι να φεύγει στο βάθος
Et oui, ma soeur,
Tous ces objets inanimés, qui ont donc leur âme
Des rubans, des tabliers, un choeur, une harpe
Et l’ autre choeur, celui de l’ Egypte
“un cherubin dit un jour à mon âme, si tu savais…”Si tu savais, mon âme, un jour
Να ανεβαίνεις σκαλιά, κι άλλα σκαλιά,
Κι ακόμα κι άλλα, ως να φτάσεις σε μιά ταράτσα
Να κάθεστε πλάϊ- πλάϊ, να κοιτάτε τα βράδια τη σκοτεινιά του βουνού.
Αυτό είναι η απουσία
Εκείνο το χέρι βράχος,
Δευτέρα, Μαρτίου 17, 2008
Κι εγώ ΑΣΦΑΛΩΣ επιρρεπής στο παιχνίδι :))
Τώρα εσείς,
τις οίδε, τι βαθυστόχαστα πράματα αναμένετε, να γράψουμε…
Χε,χε :))
Το πρώτο βιβλίο πίσω απ’ το portatif,
δίπλα στο δεξί μου χέρι και στο ποντίκι,
σκαρφαλωμένο πάνω-πάνω στην ετοιμόρροπη στοίβα,
είναι ένα μεσαίου μεγέθους,
σε γλυκό βαθύ καφέ,
δερμάτινο – μαλακό δέρμα, χαραγμένο
“genuine Italian leather – 100% bovine leather”
κι όλο μέσα γραμμένο με μελάνι στο χέρι
(για σκέψου, είχα σκεφτεί κάποτε, να το εκδώσω ως έχει!)
πάμε λοιπόν !
διαβάζω στη σελ. 123
6η περίοδος
το σουρώνετε σε καθαρό γυάλινο μπουκάλι, με φίλτρο γαλλικού καφέ ή τουλπάνι, ως να βγει διαυγές, κρυστάλλινο.
7η περίοδος
το καλό φιλτράρισμα παίρνει ώρες, μην κουραστείτε.
8η περίοδος
παλιά συνταγή της μαμάς μου, προτείνω να κάνετε τη διπλή δόση,
και καλή επιτυχία.
.
Και
Δίνω πάσα για παιχνίδι σε :
- précieux
- des roses
- ira
- theatre
- flinafos
- barbar
- ange-ta
- bel ami
- ο παλιός είναι αλλιώς
- βαρδάρης
- τρυφερός άνεμος
- νέα συγγραφέας
- arleta mio
- teacher
- babis
- περιηγήσεις ένδον
Κυριακή, Μαρτίου 16, 2008
Χίλια διακόσια είκοσι ένα (1221)
δεν έχουν νόημα
την Κυριακή της Ορθοδοξίας !
.
η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει την Αναστύλωση των Εικόνων.
Την Κυριακή αυτή, αποτελούν μέρος του λειτουργικού,
αφορισμοί κατά
Το 787,
το «Συνοδικόν της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας»,
-τα πρακτικά δηλαδή των αποφάσεων της Ζ’ Συνόδου-,
διατύπωσαν κείμενα αφορισμών και τα καθιέρωσαν
ως μέρος της επίσημης ακολουθίας της ημέρας
ανάθεμα τρις , επί επτά φορές !
σεβόμαστε την παράδοση της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας
δεν μπορούμε όμως να μην εκφράσουμε
την ισχυρή αντίρρηση του απλού πολίτη,
ως προς το να συνεχίζονται σήμερα, * όπου συνεχίζονται,
.
Τω καιρώ εκείνω,
εξυπηρέτησαν προφανώς, τον σκοπό, για τον οποίο διατυπώθηκαν.
Σήμερα, * όπου και όταν εκφωνούνται, μονάχα απορία και δυσαρέσκεια προκαλούν στο Χριστεπώνυμο πλήρωμα.
Παρασκευή, Μαρτίου 14, 2008
να σπάσεις
Α, ρε κόσμε γυάλινε !
Και να φτιάξω
μια καινούργια κοινωνία
άλληνε;
(γιατί τάχατες ;
ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΘΑ ΝΑΙ
αυτή η κοινωνία η «άλληνε»);
Εν έτει 2003, η ομιλούσα ανακάλυψε το διαδίκτυο.
Ξέρετε πώς γίνονται αυτά…
Ενώ έχεις τις δουλειές σου, τις ασχολίες σου, τις συνήθειές σου, τις σταθερές σου, τα καλά και τα κακά σου, ό, τι τέλος πάντων έχεις ή δεν έχεις να ασχολείσαι στη ζωή, να σου, ξαφνικά, τσουπ, σου εμφανίζεται τούτος ο νέος τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας.
Τον ξέρετε καλά, εσείς φίλοι, αυτόν τον τρόπο...
Τον λίγο καινούργιο, τον λίγο απελευθερωμένο, τον λίγο intellectuel, τον λίγο virtuel, τον λίγο ρεαλιστικό, τον λίγο του εσωτερικού ψαξίματος, τον λίγο ακίνδυνο, τον λίγο επικίνδυνο, τον λίγο αμφισβητούμενο, τον λίγο ρομαντικό, τον λίγο μοντέρνο, τον λίγο τρυφερό, τον λίγο σκληρό, τον λίγο φιλικό, τον λίγο εχθρικό, τον λίγο απελευθερωτικό…
Τι είναι «απελευθερωτικό», όσον αφορά στην διαδικτυακή επικοινωνία;
Σίγουρα όχι, το να κρύβεσαι κάτω από μιάν υποτιθέμενη ανωνυμία, να βρίζεις και να βγάζεις τα απωθημένα σου πάνω στους άλλους.
Αυτό είναι απλά και ξεκάθαρα αντικοινωνικό και πρόστυχο.
Δεν συνάδει με το ήθος που πρέπει να επικρατήσει σε τούτους τους χώρους και που έχουμε ευθύνη όλοι εμείς, να το διαφυλάξουμε και να το επιβάλλουμε.
Άλλο είναι, το απελευθερωτικό αυτού του χώρου :
Σκέψου, το λοιπόν, να σου αρέσει μέσα σου, ας πούμε η ποίηση, μα να είσαι λέει ένας άνθρωπος, που ασχολείται επαγγελματικά με άλλα πράγματα, «στεγνά».
Με πράγματα «στεγνά», θέλω να πω, όχι ενασχόληση περί τις τέχνες ή κλάδους ανθρωπιστικούς, μα με εμπόριο, με οικονομία, με λογιστική, με ναυτιλία, με πολιτική, με ασφάλειες, με μηχανολογικά, με συνδικαλισμό, με πωλήσεις, με τραπεζική εργασία, με χρηματιστηριακή εργασία, κ.τ.λ.
Και σκέψου, λέει, εκεί που είσαι με τον πελάτη και προσπαθείς να του πουλήσεις την υπηρεσία σου, να του φτιάξεις ένα συμβόλαιο ή να του φτιάξεις τη χαλασμένη βρύση ή να μιλάτε για τραπεζικές συναλλαγές ή να βρίσκεσαι σε αίθουσα όπου συνδικαλιστές ανταλλάσσουν επιχειρήματα μετά υβρεολογίου, σκέψου λέμε, ν’ αρχίσεις να τους απαγγέλεις Ελύτη. Ή Σαπφώ. Η ψαλμούς από την Παλαιά Διαθήκη.
Χα !
Το σκέφτεστε;
Θα απασφαλίσουν οι άνθρωποι ! θα χάσετε και τους πελάτες :) !
Από αυτήν την άποψη – και όχι μόνο -, το παρόν καινούργιο δίκτυο επικοινωνίας παύλα έκφρασης, είναι για αρκετούς ανθρώπους απελευθερωτικό.
Ανοίγεις μισο ανώνυμα ή επώνυμα - αν οι συνθήκες της ζωής σου στο επιτρέπουν -, έναν δικό σου, προσωπικό χώρο, και δίχως να ενοχλείς τους άλλους, εκφράζεσαι όπως εσύ αγαπάς.
Και βέβαια, στο διαδίκτυο, δεν έχουμε να κάνουμε μονάχα με διευκόλυνση της έκφρασης , της μάθησης και τη διάδοση της πληροφορίας…
Εδώ, εξ ίσου ισχυρός ρόλος, είναι και αυτός της επικοινωνίας…
Θυμάμαι, το 2003, την πρώτη χρονιά δηλαδή, που ασχολήθηκα με το διαδίκτυο.
Πάρα πολύ διστακτικά στην αρχή, πλησίασα σ’ ένα από τα βήματα δημόσιου διαλόγου, σ’ ένα forum, που μου φάνηκε έγκυρο και αξιόπιστο, και όπου, κάποιοι άγνωστοι μεταξύ μας, σχηματίσαμε αυθόρμητα μια παρέα συζήτησης λογοτεχνικής και όχι μόνον…
Θέλω να σας μεταφέρω μονάχα ένα στιγμιότυπο συζήτησης και προβληματισμού της εποχής εκείνης.
Απασχολούμενη ήμουν τότε, με αυτό που αποκαλώ «στεγνά» ζητήματα στη ζωή.
Και άσχετη απ’ αυτά, τα καινούργια…
Συζητούσαμε λοιπόν στο forum με τη φίλη Ph…, και της είπα, θυμάμαι, κάπως έτσι :
«Μην ασχολείσαι και πολύ με το διαδίκτυο, μη δένεσαι, ΔΙΟΤΙ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ ! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ… Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΕΞΩ!»
Κι αυτή ήταν η πρώτη διαδικτυακή κατραπακιά, που έφαγα, διότι η απάντηση, μου ήρθε τότε θυμωμένα : Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ !
Ήταν το πρώτο μάθημα που πήρα, σχετικά.
Θα συμφωνήσω σήμερα.
Η ζωή είναι παντού, όπου βρίσκονται οι άνθρωποι.
Κι εδώ γύρω, βρίσκονται άνθρωποι.
Πίσω από κάθε (ψευδ) ώνυμο, υπάρχει ένας αληθινός άνθρωπος, με ψυχή και σάρκα.
Με τα καλά μας, με τα κακά μας, με τις παραξενιές, τις αλήθειες και τα ψέματά μας.
Με τα βάσανα, τις χαρές και τους πόνους μας.
Με τους αγώνες τους καθημερινούς, τις στεγνές δουλειές μας, την σκληρότητα, το μυαλό και τις ευαισθησίες μας.
Έτσι είναι…
Κι απ’ εδώ, όπως κι απ’ αλλού άλλωστε, έχεις την ευκαιρία να κάνεις τις επιλογές σου, με τους ανθρώπους.
Κι έχουμε , ως γνωστόν, αρκετοί ταιριάξει μεταξύ μας, σε ζωντανή, φιλική συντροφιά και παρέα, και μερικές φιλίες από αυτές, εξελίχθηκαν απ’ τις καλύτερες…
Αφορμή γι αυτές τις σκέψεις,
μου έδωσαν δυό καίριοι προβληματισμοί, που διετύπωσαν δυό syn bloggers.
σκέψεις ελάχιστες,
Στο διαδίκτυο
από την πρώτη μέρα λειτουργίας
το δήλωσα :
τούτο το blog
πρεσβεύει
τη συμμετοχική δημοκρατία.
έτσι,
.
Με χτύπησε κατάκαρδα πνοή ανυψώνουσα πελάγη
απο χείλη αγγείου χαρακιές στη μνήμη
γελαστός πυρετός ωραίος βηματισμός
μαίανδροι επί υδρίας άνυδρο ξεδίψασμα καίει η άμμος τα πέλματα
οδοιπορικό και στίβει παλιό οπωρικό
χυμώδες
κάστρα ανατέλλουν μέσα από ομίχλη
ΕΣΥ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΓΗ ΠΟΥ ΑΙΩΝΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΑΣΑΙ , ΓΗ ΑΘΩΡΗΤΗ;
Βολβοί ανοίγουν στο φως πράσινες φλόγες πυρκαγιά πόνος ματιών
Τι κέρασμα θέ μου κατευθεία από την κερασιά ανθισμένο
γυάλιζε ουρανός στο ρακοπότηρο
Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2008
a.k.
Ταξίδι
-τρείς μέρες σκάρτες-
με τη βροχή να χτυπάει στα τζάμια
και Gustav Mahler
κι άλλοτε
«Ορέ, να γίνω γης να με πατάς,
γιοφύρι να περάσεις…»
Σάββατο 8 Μάρτη του 08
Γελαστά είν’ τα βράχια.
Κι οι σκιές στο όρος Αιγάλεω τρυφερές, σαν το λευκό σου τρυφερό πουκάμισο,
που φοράω κατάσαρκα σήμερα και μου κρατάει ζεστασιά στο κορμί.
Παπαρούνες που είδα εγώ – παράπονό μου, κόκκινα μικρά λιβάδια
Ένα κομμάτι ξύλο, γλυμμένο απ’ τη θάλασσα
Χείλη από σπασμένο κανάτι πήλινο
Κι ένα μικρό θραύσμα ανασκαφής απ’ την αρχαία Αμφίπολη.
Κοχύλια γραμμωτά.
Κοχύλια με γεωμετρικά σχήματα κρύβω στις δυό μου τσέπες, επιμελώς
Κοχύλια με σχήματα Escher, να επαναλαμβάνονται σε απόλυτη συμμετρία.
Άσπρη γραμμή μέσα στο γκρι, γκρι γραμμή μέσα στο καφέ
Άσπρη γραμμή μέσα στο γκρι, γκρι γραμμή μέσα στο καφέ
Γελαστά είν’ τα βράχια.
Κι οι σκιές στο όρος Αιγάλεω τρυφερές.
Τίποτα πιά, δεν είναι όπως πριν…
Οι κουτσουπιές άνθισαν
Κι οι μαργαρίτες άπλωσαν στα Γεράνεια όρη.
Το χιόνι που λιώνει στις κορφές
Ποτίζει τα πυράκανθα του ποταμού Ασωπού
Και τις τσιτόνιες του.
Ο ηλεκτρικός από τώρα θα κυλάει
Σε σιδηροτροχιές κατάσπαρτες
Απ’ τα κίτρινά σου τα ήμερα
Οι βρούβες θάλασσα
Κι ολούθε λεμονιές φορτωμένες
Να μας θυμίζουν το Γαλατά
Κι όταν λέω «μας»
Το ξέρεις πιά,
Για σένα και για μένα λέω.
Κι όταν κοιτάζω τα μικρά σου, γαλάζια παράθυρα
Είναι που βλέπω τη θάλασσα μέσα σου.
Αγαπώ τα μονοπάτια των χαμομηλιών
Γιατί ευωδιάζουν
Και γιατί είναι μονοπάτια
Που έχουν πιά τον προορισμό τους.
Και πόσες φορές
Δε σου μίλησα για τούτα τα παλιά
Δίπατα και μονόπατα πετρόχτιστα
Με τις κεραμιδένιες στέγες,
Για τα κατώγια τους
Και τις απλωμένες λουλακί μπουγάδες στις αυλές.
Για τούτα τα φωνακλάδικα βατράχια
Στην άκρια του βάλτου με τα νούφαρα.
Για τις βιολέτες μάτσα,
Τα ταπεινά λάπατα,
Τις τσουκνίδες – κίονες,
Τις λαχανίδες,
Τα φρέσκα κουκιά στα περβόλια,
Τις κληματόβεργες δεμάτια
Και τα μικρά, ατίθασα χόρτα
-σου ζήτησα κάποτε : μην αφήσεις κανέναν να στα πατήσει
Πόσες φορές
Δε σου μίλησα για τις ελιές τις φρεσκοκλαδεμένες,
Τους μαύρους κότσυφες μες στα χωράφια,
Στους φράχτες τις άγριες βατομουριές
Με τα μύρια αγκάθια τους,
Το δάσος με τους ευκάλυπτους
Και τα τριφύλλια χάμω
Και πάντα μαζί δεν καμαρώναμε
Τις φωλιές του χειμώνα
Χτισμένες μέσα στα γυμνά κλαδιά;
Πάντα μαζί δεν καμαρώναμε
Τον καπνό να σηκώνεται
Απ’ τις παλιές καμινάδες;
Πάντα μαζί δεν καμαρώναμε
Τα βαριά, άσπρα σύννεφα να ταξιδεύουν;
Και πάντα μαζί δεν γελάγαμε σαν παιδιά
Με τις πρώτες μας, ανοιξιάτικες φράουλες;
Στο τείχος στο Καστράκι
Οι αρχαίες τρύπες
Έγιναν φωλιές νεοσσών.
Στη Νικόπολη
Αφρίζει το κύμα
Κι απάνω στον αφρό
Ξεκουράζονται οι γλάροι.
Στον ήλιο υψωμένο υπερήφανα
Βενετσιάνικό μου καμπαναριό
εσύ
Και παλιακό μου κόκκινο
Emblême αρχαίας ομορφιάς
εσύ
Καμαρωτό μου φουρούσι μαρμάρινο,
Στο χέρι σμιλεμένο μου ακροκέραμο
εσύ
Παλιάς εστίας ακριβό μου ρόπτρο
εσύ
Και στοργική φωλιά χελιδονιού μου
Μολυβένιε μου ουρανέ, εσύ
Και σύννεφά μου
Βαριά σκαριά ταξιδιάρικα
Μικρό μου εφηβικό κυπαρίσσι, εσύ
Και κορμέ της γέρικης, σοφής ελιάς μου
Κοτρώνι σκληρό στο χώμα μου , εσύ
Και φύλακα της γης – ξερολιθιά μου
Η contra fossa της ζωής μου , εσύ
Και Ενετική μου fortezza, απάτητη.
Δευτέρα 10 Μάρτη του 08
-η πρωτονήστιμή σου-
ώρα 05.38
σκοτεινός πάνω ο ουρανός
σκοτεινή έξω η θάλασσα
ας περιμένουμε το ξημέρωμα, όσο γίνεται ψύχραιμα…
ώρα 10.00
άκρια στη θάλασσα.
βαδίζω.
σκέφτομαι το παράπονο της παπαρούνας.
βαδίζω.
σκέφτομαι.
στο μεταξύ, φωτογραφίζω
την ανυπάκουη θάλασσα
τις καστρόπορτες της σιγουριάς
τα περιστέρια της αγάπης
τα παλιά σημάδια της ομορφιάς, της τέχνης και του πνεύματος
τα καμπαναριά
και τις μπουγάδες στα σοκάκια.
ώρα 12.00
λιακάδα στο Πεντοφάναρο.
Αμαρτωλό μου τσίπουρο,
εγώ σε ονοματίζω νηστήσιμο !
Ήλιος με σύννεφα.
Εσύ, εγώ, ο ήλιος και τα σύννεφα.
Τρίτη 11 Μάρτη του 08
Ταξίδι
Ανάμεσα σε χρώματα.
Τα κίτρινα, τα πράσινα, τα μωβ, τα καφέ,
Αυτά με φέρνουν σήμερα
Ταξίδι
Ανάμεσα σε σύννεφα.
Η καταιγίδα, το χαλάζι, η ομίχλη,
Οι χοντρές σταγόνες της βροχής,
Ο άνεμος κι οι μπόρα
Η μηδενική ορατότητα
Αυτά με φέρνουν σήμερα
Τα ποτάμια που φούσκωσαν
Οι ξεχειλισμένοι χείμαρροι
Οι λίμνες με τα σύννεφα πεσμένα πάνω τους
Τα βυθισμένα στον ουρανό βουνά
Οι αδιάβατοι δρόμοι
Αυτά με φέρνουν σήμερα
Οι Ελληνικές νταλίκες της Ε 95 και της Ε 65
Με τα φορτία απάνω άδετα,
Τα ψυγεία Β Sofia
Τα φορτηγά με τις τέντες ν’ ανεμίζουν στη βροχή
Οι μπετονιέρες αρχόντισσες του σκοτεινού μου φόβου
Τα ΚΤΕΛ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΑΡΤΑ, ΠΡΕΒΕΖΑ, ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ
Και οι ευχές των φίλων μας
Αυτά με φέρνουν σήμερα
Οι επικίνδυνες προσπεράσεις
Οι τριτοκοσμικές ασφαλτοστρώσεις
Τα μπετονένια διαχωριστικά παραπέτα
Το «καβαλάμε τη λευκή διαχωριστική, να μας οδηγεί στην ομίχλη»
Οι αφύλαχτες διαβάσεις των τρένων
Οι λακκούβες με τα λασπόνερα
Τα φώτα θυέλλης
Αυτά με φέρνουν σήμερα
Προς εσένα.
Πέμπτη, Μαρτίου 06, 2008
Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2008
Πνευματική Διαθήκη
Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2008
«Ζω και αναπνέω μέσα στη ζωγραφική»,
έλεγε ο Ασσαντούρ Μπαχαριάν,
που έζησε πραγματικά μέσα στη ζωγραφική και μέσα στην ιστορία της εποχής του.
Η «Ωρα» παίζει καθοριστικό ρόλο.
Το 1969 μετατρέπεται σε καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο.
Από το 1970 έως το 1988 εξέδιδε ετησίως τον τόμο Χρονικό, που αφορούσε στην καλλιτεχνική δραστηριότητα κάθε χρονιάς.
Το 1983 ίδρυσε με την ιστορικό τέχνης Δ. Τσούχλου το Κέντρο Γραμμάτων και Τεχνών «Άποψη».
Παρουσίασε έργα του σε περισσότερες από τριάντα ατομικές εκθέσεις (1961-1990) και πήρε μέρος και σε ομαδικές.
Έχει εκδόσει πολλά βιβλία.
Πέθανε το 1990.
Σημαντικό τμήμα επίσης του έργου του είναι
χτες, Κυριακή...
χαλκογραφία του Υμηττού
17ος αι.
Aτομικά και κοινωνικά δικαιώματα
Τα βουνά, είναι απ’ τις μεγάλες μανίες μου και λατρείες μου.
Το βουνό.
Ο Υμηττός.
Τα χω ξαναπεί, δε θέλω να πω πολλά σήμερα.
Για τα μονοπάτια του, που ανεβοκατεβαίναμε παίζοντας παιδιά, για τις τούμπες στις πέτρες του και τα σκισμένα μας γόνατα, για τα μοναστηράκια του και τα κελιά, όπου κρυβόμασταν στο κρυφτό, για τον χαρταετό μας, που πετούσαμε στις κορφούλες του, για τα σαλιγκάρια, τα μυρμήγκια, τις χελώνες, τους λαγούς, τις αλεπούδες, το τσακάλι (μέχρι το 72 ή 74-75 ίσως), τις πασχαλίτσες, τα μικρά φίδια, το θυμάρι, τα μωβ και λευκά ίρις, τις άγριες ανεμώνες και τις κυκλαμιές, τα αγριολούλουδά του…
Σήμερα, στην αναδάσωση ενός μικρού κομματιού του Υμηττού μας, κάθισα σ’ ένα βραχάκι, και κοίταζα γύρω μου το χώμα.
Το χώμα, να ξέρετε, είναι μια ισχυρή αγάπη.
Όλα τα βρήκα έτοιμα να ανθίσουν.
Οι μαργαρίτες είναι έτοιμες.
Οι παπαρούνες είναι έτοιμες.
Κι οι άγριες μικρές ορχιδέες.
Τα μωβ μου είναι σε πλήρη άνθιση.
Δεν λέω άλλες κουβέντες, μα θέλω να μοιραστώ μαζί σας ετούτην την ομορφιά, της χλωρίδας του Υμηττού μας.
είναι από τoυς 2 παρακάτω εξαιρετικούς διαδικτυακούς τόπους,
που προτείνω να επισκεφθείτε :
http://floraattica.blogspot.com/
και
www.vrilisos.gr/s_fysiolatrika.htm
λευκή ίρις στον Υμηττό.
πίσω της διακρίνουμε μικρά μωβ λουλουδάκια,
που υπάρχουν παντού στο βουνό την άνοιξη.
πιό πολλά είναι τα λευκά ίρις, υπάρχουν όμως και μωβ.
παιδιά, τα μαζεύαμε και τα πηγαίναμε στον επιτάφιο.
δεν ξέρω πώς λέγονται...
τα λέμε λοιπόν, κρινάκια.
ίσως δεν τα βλέπουμε πιά, πολύ συχνά...
κρόκοι
με καρδιά πορτοκαλλί κόκκινο
και το βαρύ πυροβολικό !
πανέμορφη !
χρόνια πριν,
σε κάποιο σημείο που κατεβαίναμε
προς την πλευρά της συνοικίας Παπάγου,
η πλαγιά ήταν γεμάτη
άγριες, λευκές, μικρές ορχιδέες.
δεν ξέρω να υπάρχουν πιά...
Σάββατο, Μαρτίου 01, 2008
να είναι περιστέρι;
Μεσημέρι Σαββάτου, πρώτη του μήνα Μαρτίου του oκτώ, στην κάθοδο της λεωφόρου Μεσογείων.
Στο ύψος της Εθνικής Άμυνας, εκεί όπου τα αυτοκίνητα κοντοστάθηκαν για λίγο μπλοκαρισμένα, ένα περιστέρι στον αέρα, μ’ ορθάνοιχτα τεντωμένα στα πλάγια τα φτερά του , σαν μικρό αεροπλάνο, ζυγιάστηκε λίγο, κι έπειτα κάθισε βαριά - βαριά πάνω στην κορφή του κυπαρισσιού, μέσα απ’ τη μάντρα του επιτελείου στρατού.
Το περιστέρι κάθισε με φόρα, ακριβώς πάνω στη μύτη του μεγάλου δέντρου, κι όπως ακούμπησε πάνω βαριά, η κορφή του κυπαρισσιού στην αρχή ξαφνιάστηκε λίγο, μπαλαντσάρισε, λύγισε μερικές φορές αριστερά, δεξιά, αριστερά, δεξιά, κι έπειτα άρχισε ρυθμικά να μεταδίδει μια παλμική κίνηση σ’ ολάκερο το δέντρο, που το διαπερνούσε σα ρίγος, από πάνω, προς τα κάτω.
Κι ήταν περίεργο, να βλέπεις ένα μεστωμένο δέντρο να τρέμει έτσι και να καμώνεται, σα στολισμένο χριστουγεννιάτικο, με χνουδωτή, περιστερένια κορφή.