Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27, 2008

Paul Verlaine

Il pleure dans mon coeur

Il pleure dans mon coeur
Comme il pleut sur la ville ;
Quelle est cette langueur
Qui pénètre mon coeur ?

Ô bruit doux de la pluie
Par terre et sur les toits !
Pour un coeur qui s'ennuie,
Ô le chant de la pluie !

Il pleure sans raison
Dans ce coeur qui s'écoeure.
Quoi ! nulle trahison ?...
Ce deuil est sans raison.

C'est bien la pire peine
De ne savoir pourquoi
Sans amour et sans haine
Mon coeur a tant de peine !


ένα από τα κλασσικά,
όμορφα ποιήματα
του Verlaine
κατόπιν υποδείξεως
του tsiailis world
έκανα στα γρήγορα
μιάν ελεύθερη απόδοση
-αδούλευτη είναι- :
.
.
Κλαίει μέσα μου η καρδιά

Κλαίει μέσα μου η καρδιά
Σαν βροχή, που πέφτει στην πόλη.
Πόση κούραση κρυμμένη στην καρδιά μου…

Α, σιγομουρμούρισμα της βροχής
στη γη και πάνω στις στέγες !
Α, τι είναι το τραγούδι της βροχής
για μια καρδιά μονάχη !

Αναίτια κλαίει
Αυτή η απελπισμένη καρδιά.
Κανείς δεν την πρόδωσε...
Αυτό το πένθος δεν έχει λόγο

Και το πιό πικρό είναι
Να μην ξέρεις γιατί,
Δίχως αγάπη, δίχως μίσος,
αυτή η καρδιά είναι τόσο θλιμμένη

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008

α.κ.
Ψ

Ψάθα
- οι παλιές καρέκλες από ψάθα, στο σπίτι του θείου Κώστα στην Κοκκινιά. Στην αυλίτσα με το δροσερό πηγάδι και τη γαζία, να πιπιλάς γλυκά τζίτζιφα. Στη μέση ο τεράστιος πεύκος με τις φωλιές των πουλιών, το τριμμένο ψωμάκι στο χώμα για τα σπουργίτια του χειμώνα, και η μπουκαμβίλια, χρώμα φούξια. Των παιδικών μας χρόνων ζαλωμένος ψάθα, να περνάει στο δρόμο, ο κάαρεκλάαας.
.
-κι ακόμα σήμερα, μιά ψάθα απλωμένη στην αμμουδιά , να μοσχοβολάει εξωτική καρύδα και ζεστασιά καλοκαιρινού σώματος, κάτω στον Άη Γόρδη ή στη Γλυφάδα ή στον Κοντογιαλό

Ψαθάκι
-ένα πλατύγυρο, που είχε αγοράσει στον πατέρα της, να το φορά στην ακροθαλασσιά (πρέπει να ψάξει, μήπως κάπου το βρει καταχωνιασμένο…).

Ψαλιδιά
-Ήτανε μια φρεγάτα, παιδιά, ήτανε μια φρεγάτα
γλάρο τη λέγανε, κάνε μια καντηλίτσα, γλάρο τη λέγανε, κάνε μια ψαλιδιά
.
-μια ψαλιδιά, που κάναμε τότε με τη Διώνη, στο σεντόνι της Τζούλη, κι έπειτα ψαλλιδίσαμε ένα άλλο σεντόνι για να την μπαλώσουμε, μήπως κι έτσι γλυτώσουμε την τιμωρία και το ξύλο

Ψάλλω
Εις το υπερώον της Ζωοδόχου Πηγής. La messe par Coeur.

Ψαλμός
-προς τον αρχιμουσικόν, με έγχορδα όργανα, κατά το Σεμινίθ. Ψαλμός του Δαυίδ.
Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου
.
-δια τον αρχιμουσικόν. Επί κρίνων. Των υιών Κορέ. Μασκίλ, άσμα αγάπης.
Σμύρνα και στακτή και κασία από των ιματίων σου
Από βάρεων ελεφαντίνων, εξ ών ηύφρανάν σε
(όλα τα ενδύματά σου ευωδιάζουν από σμύρναν και αλόην και κασίαν,
από ελεφάντινα ανάκτορα σε ευφραίνουν έγχορδα όργανα)
.
-ψαλμός του Δαυίδ, όταν ήτο εις την έρημον του Ιούδα.
Η ψυχή μου διψά διά σε, η σάρξ μου σε ποθεί, ως εις χώραν ξηράν, έρημον και άνυδρον.

Ψαλμουδιά
-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο κοσμοκαλόγηρος. Των γραμμάτων. Που όταν η ζωή με απελπίζει, όπου κι αν με βρίσκει το κακό, κι όποτε θολώνει ο νους , ακολουθώ την ακριβή οδηγία και μνημονεύω εκείνην τη μοναστική, μοναδική φωτογραφία, την τραβηγμένη στη Δεξαμενή. Τα σταυρωτά χέρια και τη γερμένη κεφαλή της αγιότητος.

Ψάλτης
-Ο δεξιός ψάλτης, ονόματι Χρήστος.

Ψαραγορά
-Η κλειστή ψαραγορά της Setoubal, με τα μπλε – άσπρα, ajulejos κεραμικά πλακάκια.
Και οι φουφούδες έξω από κάθε σπίτι – την σαρδέλαν ημών την επιούσιον δος ημίν σήμερον - να ψήνουν το μεσημεριανό, στα κάρβουνα . Mariscos.
.
-Οι πάγκοι με τα ψάρια και τα θαλασσινά, στην Viana do Castelo, στο Porto και στη Lisboa.
.
-Οι ψαραγορές του Ατλαντικού, μικρές πολιτείες, με τους πάγκους απλωμένους αρμύρα και φύκι, ως την άκρια της θάλασσας.
.
-Τα μύρια χοχλιδάκια της Βρετάνης.
.
-Η Βαρβάκειος ψαραγορά, να χτυπάει δυνατά παιδική φλέβα, στην καρδιά της Αθήνας.

Ψαράς
-ο πίνακας του Χαράλαμπου Καπτζή, στον τοίχο μου. Στο κεφάλι πλεκτό καλάθι, ψάρια γεμάτο, άσπρη φανέλα, τριχούλες στο στήθος και μάλλινο ζωνάρι υφαντό, πολύχρωμο.
.
-ο Λευτέρης μας.

Ψάρι
-απεκάλεσες χρυσόψαρο (ο αδιάντροπος της ζωής μας αόριστος)

Ψαροκάϊκο
-και σφουγγαράδικο μαζί. Εκ Δωδεκανήσου ορμώμενο. Στην Κάλυμνο, στη Λέρο, στη Σύμη, στη Ρόδο. Κατάδυση με βαριά πέτρα και κράτημα αναπνοής. Τα απέναντι παράλια και οι ιστορίες Παχωμίου για τους Τσέτες. Η μάχη με τα σκυλόψαρα, σώμα με σώμα. Τα φρούτα και οι καρποί απ’ τα σπλάχνα της θάλασσας, που τα ευλόγησε η προσπάθεια τ’ ανθρώπου. Η αλήθεια, σαν παραμύθι.

Ψαροκασέλα
-ο γεννημένος, η γεννημένη, το γεννημένο στον Πειραιά.
.
-συλλογή με πάσης φύσεως κουτιά - κασελάκια, ίσως εις ανάμνησιν υποσυνείδητη, της ψαροκασέλας.

Ψαροκεφαλή
-το νοστιμότερο απ’ το ψάρι.

Ψαρομάλλης
-καθρέφτης εμπειρίας ζωής, συσσωρευμένη σοφία, γοητεία γένους αρσενικού.

Ψαρόνι
-θαλασσινό μαυροπούλι, με φτερά π’ αστράφτουν στον ήλιο

Ψαροπούλα
- μονάχη, να προσμένει τον καπετάνιο.

Ψάχνω
-Στα χαλάσματα της άχαρης ζωής μου, στους βυθούς, στις παιδικές σου τούκες, σε βουνίσιες περπατησιές στο Βίκο μιά, στην Οίτη δυό, στις πλαγιές με τα edelweiss και τη χλωρίδα των Άλπεων , στα σκοτεινά παράθυρα , στα ραντεβού των κοιταγμάτων στην άκρια του φεγγαριού
.
Ψαχουλεύω
-στις λέξεις. Στις ανάσες. Στα κόμματα. Στις τελείες. Στα ερωτηματικά. Στα θαυμαστικά. Στις άνω τελείες. Στο γέλιο. Στο κόμπιασμα. Στο λυγμό. Στα ρουθουνίσματα. Στα βιολιά. Στις κιθάρες. Στα όμποε. Στις άρπες και στα Όργανα. Στον μπαγλαμά.

Ψεκαστήρας.
-χάλκινος. Εκείνο το βαθύ-χρυσό κόκκινο. Περασμένος στην πλάτη, με δυό καφετιά λουριά, δερμάτινα. Ραντίζουν οι μεγάλοι τον καρπό, δυό φορές, πριν φτάσει ο Αύγουστος. Κι εκεί στο τέλος του καλοκαιριού, μόλις μυρίσουν τα πρωτοβρόχια, απλώνουν τα τσουβάλια γύρω απ’ τα δέντρα και μαζεύουν το φρέσκο φιστίκι Αιγίνης. Το καθαρίζουν, το βουτάν σε νερό με ξυνό και χοντρό αλάτι, το περνάν με λαμαρίνες στο φούρνο, κι έπειτα, το φυλάν προσεκτικά, για τα βράδια τα χειμωνιάτικα.
Το πανηγύρι των παιδιών, να σκαρφαλώνουν στα δέντρα και να μαζεύουν τα φιστίκια νωπά ακόμα. Βαθύ, και πιο βαθύ μου ροζ, και δέρμα φιστικιού του Σεπτέμβρη, βελούδινο.

Ψελλίζω
-σαν μωρό που μαθαίνει. Μπουσουλιστά λόγια, άμαθα, ταμπουρωμένα στην ντροπαλοσύνη και στην πελώρια άγνοιά τους.

Ψέλνω
- «Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
………………….

Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,
δε σ'απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ'αφήσεις.»

Ψες
-δεν γνώριζα τίποτα. Tabula rasa. Ίσαμε που, δια μέσου βασάνων, άδικης καταφρόνιας, λυγμών, αγρυπνίας, σπουδής, ταπεινότητας, υπερηφάνειας κι υπομονής χρόνων, κατάφερα κι έμαθα το άλφα. Το κεφαλαίο.

Ψευδοπρόβλημα.
-Άκουσε !

Ψευδώνυμο
-οι πανάρχαιες συνοικίες της Αθήνας

Ψευτοδίλημμα
-Άκουσε !

Ψευτοζούμε
-Άκουσε !

Ψηλά
-ανάμεσα στα κλαδιά της μοναδικής μου μανταρινιάς , στο πυκνό καταπράσινο φύλλωμα, σα μικρό φεγγάρι ωριμάζει ο πολύτιμος καρπός. Μήτε κλεμεντίνες, μήτε διασταυρώσεις, μήτε ποικιλία γλυκιά κι ακούκουτση. Μόνο φρούτο ατόφιο, ζουμερό, ξυνούτσικο, μ’ αληθινή ευωδιά μανταρινιού. Και πολλά κουκούτσια.
.
-και πάντα, εκεί ψηλά στον Υμηττό, παράμ, παράμ.
.
-και χαρταετοί πολύχρωμοι, που αμόλησες μια χρονιά ψηλά, στον ουρανό του λόφου.

Ψηλαφίζω
-το παρθένο τραύμα στο στήθος.
Ανεξερεύνητη περιοχή του κορμιού.
Είναι το τέλος των εξερευνητών.

Ψηφιδωτά
-χαλίκια, βότσαλα άσπρα και μαύρα, μικρά μάρμαρα, χρωματιστό
γυαλί, οψιανός
.
-στην Πάφο, «η Έπαυλη του Αιώνα», και το λιμάνι πλάϊ, λουσμένο στη λιακάδα.
.
-Κόρντομπα, μακρινή και μόνη
.
-ο μάγος Klimt. Ο τρελούτσικος Gaudi κι ο τραυματισμένος δράκος.
.
-αγιά Σοφιά, Πέλλα, αρχαία ερείπια της Ολύνθου, Ραβέννα.

Ψίχα
-στο χέρι ζυμωμένη, με αλεύρι λευκό ή σταρένιο , μαστίχα κοπανισμένη, γλυκάνισο, ηλιόσπορους, καρύδια .

Ψιχάλισμα
-il pleut doucement sur la ville
comme il pleut dans mon coeur

Ψίχουλο
-«αγάπη, αγάπη
δεν μου χεις φέρει εμένα
μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός
για να δειπνήσω»

Ψυχή

Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2008

Π ρ ό σ κ λ η σ η
.



«Άλλαξε Ζωή , Μπες στο Κλίμα»!



Έτος προστασίας περιβάλλοντος ανακήρυξε το 2008
ο Δήμος της Αγίας Παρασκευής Αττικής,
με δράσεις, διοργάνωση εκδηλώσεων και κάλεσμα των Δημοτών
σε μικρές καθημερινές ενέργειες που θα μειώνουν την ρύπανση,
θα εξοικονομούν ενέργεια και νερό και
θα ανακυκλώνουν τα απορρίμματά τους.



Τη Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου

θα γίνει η μεγάλη εναρκτήρια εκδήλωση του Δήμου
στο Αμερικανικό Κολέγιο Ελλάδος,

στην Αγία Παρασκευή, στις 7.00 μμ.




ΑΛΛΑΞΕ ΖΩΗ, ΜΠΕΣ ΣΤΟ ΚΛΙΜΑ


μάθε !

εξοικονόμησε !

ανακύκλωσε !

φύτεψε !

περπάτα !




είστε καλεσμένοι

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2008

Sweatshop

Antoine de Saint-Exupéry




Ταχυδρομείο
του Νότου
.



Μετά, ήταν η νύχτα.
Η Σαχάρα ξεδιπλωνόταν –αμμόλοφο σε αμμόλοφο- κάτω από το φως του φεγγαριού.
Στα μέτωπά μας, αυτό το αόριστο φως που δεν φωτίζει τα αντικείμενα αλλά τα χωνεύει το ένα μέσα στο άλλο, έριχνε τρυφερές σκιές. Τα πόδια μας βούλιαζαν στη βελούδινη άμμο. Και βαδίζαμε, έτσι, ξεσκούφωτοι, απελευθερωμένοι από τον ήλιο.
Η νύχτα… αυτή η μάγισσα…


……………………

«Τα ταχτοποίησα όλα…». Χτες βράδυ στο διαμέρισμα : πακέτα βιβλία διπλωμένα μ’ εφημερίδες. Γράμματα καμένα, γράμματα ταξινομημένα, έπιπλα σκεπασμένα με καλύμματα . Το κάθε τι αποχωρισμένο, βγαλμένο από τη ζωή του. Κι αυτή η θύελλα της καρδιάς που δεν είχε πιά νόημα.
Έχει προετοιμαστεί για το αύριο, όπως ετοιμάζεται κανείς για ένα ταξίδι. Έχει ξεκινήσει για την αυριανή μέρα λες και θα ξεκινήσει για κάποια Αμερική. Τόσα και τόσα πράγματα ατέλειωτα ακόμη, εξακολουθούσαν να τον δένουν με τον ίδιο του τον εαυτό. Και ξαφνικά, βρίσκεται ελεύθερος. Ο Μπερνί σχεδόν φοβάται ανακαλύπτοντας πόσο ελεύθερος είναι, πόσο τρωτός.


……………………

Κάμαρα του πιλότου – αβέβαιο αραξοβόλι - πρέπει να σε ξαναφτιάχνουν συχνά.
…………………

Έπρεπε, μερικές φορές, την ίδια νύχτα, να λύσεις δυό μπράτσα από το λαιμό σου, να νανουρίσεις την πίκρα μιάς νέας κοπέλας –όχι να τη λογικέψεις, όλες είναι πεισματάρες- αλλά να την κουράσεις και κατά τις τρεις το πρωί, κοιμισμένη, να την ακουμπήσεις απαλά στα μαξιλάρια, υποταγμένη –όχι στην αναχώρησή σου αλλά στον πόνο της- και να πεις : «Να που το δέχτηκε. Κλαίει»


……………………

Ερχόμαστε από πολύ μακριά. Τα ρούχα μας έχουν βαρύνει από τη σκόνη του κόσμου, η ταξιδιάρα ψυχή μας αγρυπνάει πάνω στις στάχτες του ίδιου του εαυτού μας. Aγοράζουμε σε πόλεις άγνωστες, με σαγόνια σφιγμένα, με χέρια χωμένα σε χοντρά γάντια. Τα πλήθη κυλούν γύρω μας χωρίς να μας αγγίζουν. Φυλάμε για τις γνωστές πόλεις το άσπρο μας παντελόνι και το πουκάμισο του τέννις.
……………………

Ξαναγυρίζουμε δυνατοί, μεστωμένοι, με σιδερένιους μυώνες. Έχουμε παλαίψει, έχουμε υποφέρει, έχουμε διασχίσει στεριές χωρίς άκρη, έχουμε αγνοήσει πολλές γυναίκες, έχουμε παίξει τη ζωή μας κορώνα-γράμματα, μόνο και μόνο για να σβύσουμε από μέσα μας αυτό το φόβο για τις τιμωρίες και τους περιορισμούς που είχε κατατυραννήσει τα παιδικά μας χρόνια και για να μπορούμε να παρακολουθούμε ήρεμοι τον απολογισμό του κάθε Σαββατόβραδου.






μετάφραση :
Άννας Παπαδημητρίου
εκδόσεις :
Λυχνάρι

Τρίτη, Φεβρουαρίου 19, 2008

εξαιρετικό !
διαβάστε το, ολόκληρο.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 17, 2008






Προσωπική,
παιδική ενασχόληση χρόνων,
που ήρθε σήμερα,
συνειρμικά, απ’ το χιόνι.


Novissima verba


Η πρακτική,
της « petite voie » :
"Je sens que ma mission va commencer,
……..
de donner ma petite voie aux âmes"
(Derniers Entretiens, 17 juillet 1897)


κύκλους κάνει η ζωή...
γυρνάει, γυρνάει,
αναζητά
και πάλι καταλήγει
εκεί απ’ όπου άρχισε.
Σ’ αυτό που την προσδιόρισε εξ αρχής
πηγαίνει κοντά και προσκολλάται.
Έτσι, σαν ένα puzzl, κάθε κομματάκι παίρνει σιγά-σιγά τη θέση του...




Sainte Thérèse de l’Enfant Jésus
plus connue sous le nom
Sainte Thérèse de Lisieux
.
.
-Alençon, 2 janvier 1873 - Lisieux, 30 septembre 1897)
est une sœur carmélite morte de la tuberculose en 1897 à l'âge de 24 ans,
laissant une autobiographie,
"L’Histoire d’une âme" ( Une relation littéraire de ses expériences mystiques)
Elle y explique ce qu’elle appelle la « petite voie »,
une petite voie, selon elle,
toute droite,
faite d’humilité et
d’absolue confiance.


Divini amoris scientia



CHAPITRE VII

De la neige

Cependant l'époque de ma prise d'habit arriva. Contre toute espérance, notre bon père s'étant remis d'une seconde attaque, Monseigneur fixa la cérémonie au 10 janvier. L'attente avait été longue ; mais aussi, quelle belle fête ! Rien n'y manquait, pas même la neige.
Vous ai-je parlé, ma Mère, de ma prédilection pour la neige? Toute petite, sa blancheur me ravissait. D'où me venait ce goût pour la neige ? Peut-être de ce qu'étant une petite fleur d'hiver, la première parure dont mes yeux d'enfant virent la terre embellie fut son blanc manteau. Je voulais donc voir, le jour de ma prise d'habit, la nature comme moi, parée de blanc. Mais la veille, la température était si douce qu'on aurait pu se croire au printemps et je n'espérais plus la neige.
Le 10, au matin, pas de changement ! Je laissai donc là, mon désir d'enfant, irréalisable, et je sortis du monastère.
…………………………………………….

Après la cérémonie extérieure, quand je rentrai au monastère, Monseigneur entonna le Te Deum. Un prêtre lui fit remarquer que ce cantique ne se chantait qu'aux professions, mais l'élan était donné et l'hymne d'action de grâces se continua jusqu'à la fin. Ne fallait-il pas que cette fête fût complète, puisqu'en elle se réunissaient toutes les autres ?
Au moment où je mettais le pied dans la clôture, mon regard se porta d'abord sur mon joli petit Jésus, qui me souriait au milieu des fleurs et des lumières; puis, me tournant vers le préau, je le vis tout couvert de neige!
Quelle délicatesse de Jésus ! Comblant les désirs de sa petite fiancée, il lui donnait de la neige ! Quel est donc le mortel, si puissant soit-il, qui puisse en faire tomber du ciel un seul flocon pour charmer sa bien-aimée ?
Tout le monde s'étonna de cette neige comme d'un véritable événement, à cause de la température contraire; et depuis, bien des personnes instruites de mon désir parlèrent souvent, je le sais, « du petit miracle » de ma prise d'habit, trouvant que j'avais un singulier goût d'aimer la neige...
Tant mieux! cela faisait ressortir davantage encore l'incompréhensible condescendance de l'Epoux des vierges, de Celui qui chérit les lis blancs comme la neige.



HISTOIRE D'UNE AME
Ecrite par elle-même

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2008

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ

Έχει και η Ψυχή τον δικό της Κονιορτό - XVI


Oδυσσέας Ελύτης


Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που, εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο.
Oι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται.
Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη.
Kι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι.
Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων, μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση.
.
A ! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Aγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Kουμπώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος !
.
..........................
.
.
XVII
.
Θα φυτέψω αμπέλια - λέξεις.
Θα κτίσω Ανάκτορα μ' αυτά που μου δίνεις να αγαπώ.
Από την Ηγησώ θα φτάσω στην Αγία Αικατερίνη.
Γη και ειρήνη θα φέρω.
.
.

από
O μικρός ναυτίλος
Ίκαρος 1985
.
.
.
μεσάνυχτα σχεδόν
ίσως.
χιόνι πέφτει έξω
πυκνή, σταθερή ρίψη
ένα λευκό σύννεφο κάθισε πάνω στον αέρα

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2008

κι οι γλάροι
τα γοργόφτερα πουλιά
λευκό μπαλέτο στα σκοτάδια…
.
.

Μικρό ημερολόγιο ταξιδιού
.
- συνέχεια

στη θάλασσα

.
.
Τετάρτη 13 του Φλεβάρη – κουτσοφλέβαρου, 2008

Τα είπα γω, όσο ετοιμάζαμε το μπάρκο : «Άμαθη είμαι απ’ αυτά. Όλη μου τη ζωή στις στεριές την έζησα. Στο χώμα πατώντας, πολιτείες γυρνώντας. Βουνίσιο σκαρί είμαι. Σταθερό και σκληρό. Πώς θα ακολουθήσω, το δρόμο της μανιασμένης θάλασσας; Αν με πάρεις κοντά, βάρος θα σου είμαι... μπελάδες βάζεις στο κεφάλι σου. Δε μ’ αφήνεις εδωδά καλύτερα, μονάχη…»
.

Μα έχεις μιλήσει ποτέ, με καπετάνιο ξεροκέφαλο; Και με αποφασισμένο καπετάνιο; Και με καπετάνιο, που χει φάει τη φουρτούνα με το κουτάλι; Και που έχει μάθει να μη φοβάται το θάνατο;
Πώς θα μπορούσε λοιπόν, να φοβηθεί το φόβο μου;
- Προχωράμε ! απάντησε εκείνος, ήσυχα και στεγνά. Προχωράμε μαζί , στεριά, θάλασσα, δεν έχει να κάνει… τέλειωσε πιά, το "εδωδά καλύτερα, μονάχη". Μαζί προχωράμε.-
Άπλωσε έπειτα τις πλατειές φτερούγες του, και με σκέπασε.
Έτσι, για τον καλό καιρό και τον κακό, μπαρκάραμε.
.
Κι εγώ, να μη μπορώ, ανάθεμά με, να συνηθίσω τον άνεμο και το κύμα, σαν αγριεύουν !
Σα ζαβλακωμένο πουλί να πέφτω, κάθε λίγο, έτοιμο να παραδώσει την τελευταία πνοή του !

..............................
.
Τραμουντάνα γερή φύσηξε τις προάλλες.
Ο βοριάς σφύριζε άγρια, όλη μέρα, όλη νύχτα, στρίγγλιαζε μέσα στ’ άλμπουρα, και τράνταζε τα κατάρτια, ξέσκιζε τα πανιά, σήκωνε το κύμα βουνό, και το χωνε ως μέσα στο σώμα του κήτους.
Το τσούρμο βολόδερνε δεξιά-ζερβά.
Εμένα, την αλλιώς μαθημένη , λυγίσαν τα μέσα μου. Τρόμαξα. Ήρθε το τέλος, νόμισα.
Κι απ’ την τρομάρα μου θαρρώ, είναι που αρρώστησα.
Άρρωστη.
Κρύωνα , πόναγα, σα να μην ένιωθα χέρια και πόδια, στην υγρασία της θάλασσας.
Κουκουλωμένη ολημερίς, μες τα σκεπάσματα.
Τα μάτια μου έκλεινα, δάκρυα κυλούσαν, τα μάτια μου άνοιγα, δάκρυα κυλούσαν.

Μα πάνωθέ μου, ζεστά απλωμένες, πλατειές φτερούγες.
Και σταθερά ένα χέρι, ολημερίς στο τιμόνι, να δαμάζει τη θάλασσα.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2008

Tρίτη , 12 φλεβάρη , στις 7 το απόγευμα
.
βιβλιοπωλείο "Μικρός Κοραής"
.
.
Παπάγου 7 και Αριστοφάνους γωνία,
Xαλάνδρι
-πολύ κοντά στην πλατεία Δούρου-
.

Παρουσιάζεται το βιβλίο
της Καθηγήτριας
Κονδύλη Ελένης
.

.
Αραβικός Πολιτισμός
.
εκδόσεις ελληνικά γράμματα
.
.
είστε καλεσμένοι

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2008

le jardinier
νάρκισσος λευκός
ή ζαμπάκι
ή μανουσάκι
















άγρια κι ανοιξιάτικα






άνθισαν

λευκός κρόκος





υάκινθος

Σάββατο, Φεβρουαρίου 02, 2008

Πέντε η ώρα, που ξημερώνει...

.
Οδυσσέας Ελύτης

Άσμα Ηρωικό και πένθιμο...
..............................

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μέσ' στον ήλιο
Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά.
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πηε δειλά
Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Μα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Μόλις σταμάτησε για λίγο μέσ' στα δόντια ο θάνατος
Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!



Δ.

΄Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
Μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αυτί
Μοιάζει μπαξές που του 'φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπανε "γεια παιδιά " τα ματοτσίνορα
Κι ή απορία μαρμάρωσε . . .
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του ,
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες,
Ακούν με προσοχή.
'Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ' τα πέντε κέδρα
Χωρίς άλλα κεριά
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Κι ανάμεσ' απ' τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά τής μοίρας
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει ή θύμηση!
'Ω μην κοιτάτε ω μην κοιτάτε από που του-
Από που του 'φυγε ή ζωή.
Μην πείτε πως
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή
Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!



Ε

΄Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Κι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα τής μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μέσ' στη βροχή το δέντρo
Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν
-Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, που 'ναι το παλληκάρι;
Κι όλα τ' αιτόπουλ' απορούν που 'ναι το παλληκάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, που 'ναι ο γιος μoυ;
Κι όλες οι μάνες απορούν που να 'ναι το παιδί
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, που να 'ναι ο αδερφός μου
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν που να 'ναι ο πιο μικρός !
Πιάνουν το χιόνι, καιει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Πάν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Κοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!



ΣΤ

΄Ήταν ωραίο παιδί.
την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους τής στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
'Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να πάν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μέσ' στα μαλλιά του
Η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατζουνάει τον ήλιο,
Να βάφει τα λουλούδια,
'Η πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν . . .
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνειας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα . . .




………………………

Χυμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Τι να 'ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους - αχ αφήστε την -
Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαιει - αφήστε την -
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι


Θ

Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Καινούρια μάτια - Θέ μου -
Τι τώρα που θα πάν
Να σκύψουν τα κρινάκια τής αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει "γεια σας παιδιά!"




ΙΒ΄

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος.
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Και του μιλούν με μια ψιλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μέσ' στο λάδι του ήλιου
Θαύμα - Τι θαύμα, χαμηλά στη γη
Άσπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Και πιο βαθιά τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
.
.
.
.




δύσκολη μέρα


για τις μάνες


.


δεν έχει η γη


φωλιά να μονιάσεις


.


.


.


.


Λόρκα
.


από τον


Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας


.





«στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων»
.



“Τώρα για πάντα πια κοιμάται.


Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα


με δάχτυλα που δε λαθεύουν


το άνθος ανοίγουν του μυαλού του.


Και το τραγουδιστό του αίμα


κυλάει σε βάλτους και λιβάδια,


γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων,


άψυχο στέκει στην ομίχλη,


σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,


σα μια πλατιά, μια λυπημένη,


μια σκοτεινή γλώσσα,


ώσπου τέλμα


να γίνει από αγωνία, πλάι


στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων”.

-----------------------------

¡Que no quiero verla!


Δεν θέλω να το δω!


.




Το φεγγάρι απ' άκρη σ' άκρη.


Άτι από γαλήνια σύννεφα,


και η γκρίζα πλατεία του ύπνου


με ιτιές στους φράχτες.


.




Δεν θέλω να το δω!


.




Η μνήμη μου καίγεται.


Ειδοποιείστε τα γιασεμιά με τη διακριτική λευκότητά τους!


.




Δεν θέλω να το δω!


……….


.



Όχι! Δεν θέλω να το δω!


.



Por las gradas sube Ignacio
con toda su muerte acuestas


.



"Σκαλί σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το θάνατό του φορτωμένος"
.
.



Ανηφορίζει τα σκαλιά ο Ιγνάθιο


μ' όλο το θάνατό του φορτωμένος.


Αναζητούσε την αυγή


και η αυγή δεν ήταν.


Αναζητά τη σίγουρη γραμμή του εαυτού του


και τ' όνειρο τον αποπροσανατολίζει.


Αναζητούσε το θαυμάσιο κορμί του


και βρήκε το αίμα του ανοιχτό.


.




Μη μου λέτε να το δω!


……………


.



Τί απαλός με τα στάχυα!


Τί σκληρός με τα σπιρούνια!


Τί τρυφερός με τη δροσοσταλίδα!


Τί εκθαμβωτικός στη γιορτή!


Τί τρομερός με τις στερνές του σκοταδιού τις σημαιούλες!


Όμως κοιμάται πια για πάντα.


Ήδη τα βρύα και η χλόη με σίγουρα δάχτυλα


ανοίγουν το λουλούδι του κρανίου του.


Και το αίμα του έρχεται κιόλας τραγουδώντας :


τραγουδώντας στα λιβάδια και τους βάλτους,


γλιστρώντας από κέρατα κοκαλωμένα απ' το κρύο,


τρεκλίζοντας χωρίς ψυχή στην ομίχλη,


σκοντάφτοντας σε χιλιάδες οπλές


κόρνο μιας μακρινής, σκοτεινής, θλιμμένης γλώσσας,


για να σχηματίσει μια λιμνούλα αγωνίας


δίπλα στον Γουαδαλκιβίρ των αστεριών.


………….


.



Ω αύρα απ' το αίμα του Ιγνάθιο!


Ω αηδόνι απ' τις φλέβες του!


.




Όχι. Δεν θέλω να το δω!


.




Γιατί δεν υπάρχει κάλυκας να το τιθασεύσει,


δεν υπάρχουν χελιδόνια να το πιουν,


δεν υπάρχει πάχνη αυγής να το παγώσει,


δεν υπάρχει τραγούδι, ούτε κατακλυσμός με κρίνα,


δεν υπάρχει κρύσταλλο να το τυλίξει με ασήμι.


.




Όχι. Εγώ δεν θέλω να το δω!


.


.


.


.


.


τον θρήνο για τον Ιγνάθιο,


τον κοιμίζαμε για χρόνια στο προσκεφάλι μας...


γνωρίζω ότι υπάρχουν καλές μεταφράσεις,


και χρωστάω μιά στον εαυτό μου.


.


.


.


.


υπήρξε λόγος


και σήμερα αναρτήθηκαν


τα δύο υπέροχα ποιήματα


.


.


.


φίλος babis έγραψε :



Έγραψα σε ένα κείμενό μου ότι οι Έλληνες έχουμε τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού μας τραγουδιού μέσα στο αίμα μας.


Για του λόγου το ασφαλές, μάζεψα τους 15σύλλαβους από το άσμα.


.


.






-Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες


-Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου


-Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη,


-Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο


-Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;


-Έτσι καθώς τινάζεται μέσ' στη βροχή το δέντρo


-Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, που 'ναι το παλληκάρι;


-Κι όλα τ' αιτόπουλ' απορούν που 'ναι το παλληκάρι!


-Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, που 'ναι ο γιος μoυ


-Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, που να 'ναι ο αδερφός μου


-Πάν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα


-Κοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει'


-Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι


-Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες


-Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες


-Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατζουνάει τον ήλιο


-Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι


-Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του


.


.


.


κάνω χαρά μικρού παιδιού


όταν κάποιος φίλος ανταποκρίνεται έτσι !
ΔΕΝ ΠΑΡΑΒΙΑΖΩ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
.
.
.
.
(δεν χρησιμοποίησα
το σχήμα κλειδαρότρυπα
και τη λέξη dvd,
μόνο και μόνο
για να τα απαξιώσω...)