Με το
.
ήθος
.
του
.
Παπαδιαμάντη
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Χωρίς στεφάνι
.
.
Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή έναν καιρόν νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον. Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της καλλίτερ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν' ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην, ήτις είναι συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα.
Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον, οπού έκαμνε το πάτωμα ν' αστράφτη και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.
Ηρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε τη φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαφε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Υστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φορές τ' αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά τις κουλούρες, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν' ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας, διά να ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ηθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμιάς υψηλής και χονδρής ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ' εφοβείτο, μήπως γυρίσουν και την κοιτάξουν.
Την Μεγάλην Παρασκευήν, όλην την ημέραν, ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολολούσε τα νιάτα της, και τα φίλτατά της, όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ, πριν αρχήση η Ακολουθία, ν' ασπασθή κλεφτά κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν.
Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλλειπε το θάρρος και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.
Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή, μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων, εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων, εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής, ο επίτροπος, προέτρεχεν να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του να εξέλθη εις τον εξώστην με τη ματαιουμένην από έτους εις έτους ελπίδα, ότι οι ιερείς θα απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν' αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του, τότε και η πτωχή αυτή, Χρηστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου, εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.
Και την Κυριακήν το πρωί, βαθιά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, όπου επέστρεφαν τρέχουσαι, φρου φρου, από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας, έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι' όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως.
Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε τη φθαρείσαν νεότητά της.
Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην, τη Δευτέραν Ανάστασιν καλούμενην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον - τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις τη βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα.
Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασης είναι για τες κυράδες, η δευτέρα για τες δούλες. Η Χρηστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την εκκλησίαν, μήπως την κοιτάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν να μη την ιδούν. Διότι οι κυράδες την εκοίταζαν, οι δούλες την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αύτη ήτο η τύχη της.
Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλαιοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.Οι δούλες με τας κορδέλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά κι αριστερά, και εφλυάρουν προς αλλήλας χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Οι παραμάννες ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα, με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά του προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη, εντός του ναού και κατετρόμαζον τις δούλες. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσεν, αλλ' αυτοί έφευγον από την μίαν πλαγινήν θύραν κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους, κι έρραινον με ανθόνερον τες παραμάννες.
Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάννες εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τα αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελαίων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος, και το κόκκινον και πράσινον φως, το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησιάρχου καλογήρου, τρέχοντος, μέσα - έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων, σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη.
Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στριμμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω, παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους.
Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το εν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το εν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε τη μικράν απαλήν χείρα του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους.
Αλλ' η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής, ο επίτροπος, δεν ηγάπα ν' ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών, πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις, διά να επιπλήττη πτωχήν τινα μητέρα του λαού, διότι είχε κλαυθμυρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα, να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα, διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της.
Τότε η Χρηστίνα η Δασκάλα ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της - και το εσκέψθη όχι ως δασκάλα, αλλ' ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον - ότι, καθώς, αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είναι και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα, διά τους κλαυθμυρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού, διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν τη θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως, διότι κλαίουν; Εως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;
Εκ του μικρού τούτου περιστατικού έλαβεν αφορμήν η Χρηστίνα να ενθυμηθή, ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην εν βρέφος ήρχιζε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά, το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν.
«Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν».
Τοιαύτα ανελογίζετο η Χρηστίνα, σκεπτόμενη, ότι καμμία μήτηρ δε θα ήτο τόσον αφιλότιμος, ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν' ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον διά θαύματος θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είναι κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, τη χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της την υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας! Ούτω εφρόνει η Χρηστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χρηστίνα η Δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε, διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε, δεν ήτο σύζυγός της. Ησαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι. Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα! Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.
Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, εις των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Αμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να τη διορίση, της είπεν.
- Ελα να ζήσουμε μαζύ, και αργότερα θα σε στεφανωθώ.- Πότε;- Μετ' ολίγους μήνας, μετά εν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον. Εκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμα είχε μαύρα τα μαλλιά κι αυτή είχεν ασπρίσει. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ. Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς. Η ταλαίπωρος αυτή, μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμενεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν και άλλας δυσμόρφους συντρόφους, και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιά της.Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τ' άνθη του παραδείσου εν συντροφία με τ' αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή. Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Τη Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ' αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν. Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισήρπεν εις τον ναόν, διά ν' ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζύ με τες δούλες και τες παραμάννες.
Αλλ' Εκείνος, όστις ανέστη «ένεκα ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα, και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν.
.
.
.
.
.
μπαίνουμε
στην Μεγάλη Εβδομάδα...
.
.
.
.
.