Κυριακή, Απριλίου 27, 2014


doubting Thomas














ταπετσαρία - χρονολογείται από τον μεσαίωνα





βιτρώ








Caravaggio








Rubens




Rembrant






































24 
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ  Ἰησοῦς. 
25 
ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. 
ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, 
καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, 
καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω.

                                                                                                                Ιωάν. κ’













Κυριακή, Απριλίου 20, 2014

photo
quartier libre

Μονή της χώρας. Κωνσταντινούπολη.
Η μη συνήθης αναπαράσταση της Ανάστασης.

.
Εδώ ο Ιησούς ποδοπατά και σπάει τα μνήματα,
δεν ανασταίνεται ο ίδιος,
μα ανασταίνει τον Αδάμ και την Εύα !



 Χρόνια πολλά και καλά
σε όλους μας !






Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014




«Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταί ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, 
τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, ἐσκοτίζετο· 
καί ἀνόμοις κριταῖς σέ τόν δίκαιον κριτήν παραδίδωσι. 
Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τόν διά ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· 
φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν τήν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. 
Ὁ περί πάντας ἀγαθός, Κύριε, δόξα σοι».










Τρίτη, Απριλίου 15, 2014


Το Τροπάριο της Κασσιανής



Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,

την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,

οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.

Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,

ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.



Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,

ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,

κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,

ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.



Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,

αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,

ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,

τω φόβω εκρύβη.



Αμαρτιών μου τα πλήθη

και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,

ψυχοσώστα Σωτήρ μου;

Μη με την σήν δούλην παρίδης,

Ο αμέτρητον έχων το έλεος.



Μετάφραση Φώτη Κόντογλου

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,

σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά

πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:

Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι,

η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.



Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,

εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.

Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,

εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.



Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,

και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου

αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε,

από το φόβο της κρύφτηκε.



Των αμαρτιών μου τα πλήθη

και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση,

ψυχοσώστη Σωτήρα μου;

Μην καταφρονέσης τη δούλη σου,

εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος





Κωστή Παλαμά

 

Ἡ Κασσιανή

 

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!

Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ
Σοῦ φέρνω μύρα.

Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ
μὲ καίει, μὲ λιώνει.

Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ
τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ
τὰ δάκρυά μου.

Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!
Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.
καὶ σάρκα ἐπῆραν.

Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ
μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ
θὰ στὰ σφουγγίσω.

Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ
τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονῶ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.

Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός,
Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση.









Κυριακή, Απριλίου 13, 2014

"Ἤλθεν ὁ Σωτὴρ σήμερον, ἐπὶ τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, πληρῶσαι τὴν γραφήν, καὶ πάντες ἔλαβον ἐν ταῖς χερσὶ βαΐα, τοὺς δὲ χιτῶνας ὑπεστρώννυον αὐτῷ, γινώσκοντες, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν"



«Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, 
και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα. 
Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. 
Βλέπε ουν, ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθείς, 
ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς και της βασιλείας έξω κλεισθείς. 
Αλλά ανάνηψον κράζουσα· 
Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός ημών, 
διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς».




 «Τον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, 
και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ. 
Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, 
Φωτοδότα, και σώσον με».







Κυριακή, Απριλίου 06, 2014




 "...και πηδάω μέσα από την συνέλευσιν , και τον αρπάχνω, και τον πηγαίνω εις το κάθισμα του Προέδρου Σισίνη, και τον κάθισα στο σκαμνί. 
Είπα, τούτος δεν είναι άξιος ; ..."



“Εσυνάχθημεν την άλλην ημέρα έπειτα από την εκλογήν του Καποδίστρια 
ν’ αποφασίσωμεν πρόεδρον του Βουλευτικού, να ψηφοφορηθούν τα άτομα διά την προεδρίαν. 

Επετάονταν στη συνέλευσιν το όνομα του Ζαϊμη, την άλλην ημέραν το όνομα του Μπαρλά, άλλος τον Κουντουριώτη , άλλος το Πρασσά από την Ανδρούσα, και έγινε χασμωδία.
Την άλλην ημέρα πάλιν το ίδιο, είκοσι να ψηφοφορήσουν, την άλλην 16.

Είδα την χασμωδίαν και το παράξενο του κόσμου. Εσηκώθηκα ολόρθος: 
Σεβαστή Συνέλευσις, ημείς καθήμεσθε και φιλονεικούμεν διά Πρόεδρον του Βουλευτικού, 
και η πατρίς μας κινδυνεύει να χαθεί και έχομεν συνέλευσιν επτά μήνες, 
και πρόεδρος εις την Ανατολικήν Ελλάδα είναι ο Κιουταχής, 
και πρόεδρος της Πελοποννήσου ο Ιμπραϊμης,
και ημείς καθήμεθα και φιλονεικούμεν , και τώρα ήλθεν ο Μάης, και η Αθήνα κινδυνεύει, 
και η Πελοπόννησος κινδυνεύει...
εχάθηκεν ένας από τόσους Έλληνας πληρεξουσίους να κάμωμεν Πρόεδρον ; Όμως καθήμεθα και φιλονεικούμεν!

 Εκοίταξα τριγύρω μου και είδα ένα γεροντάκι, και εκάθετο με τους Κρητικούς, αλλ’ ούτε το όνομά του εγνώριζα, ούτε τον είδα, και πηδάω μέσα από την συνέλευσιν , και τον αρπάχνω, και τον πηγαίνω εις το κάθισμα του Προέδρου Σισίνη, και τον κάθισα στο σκαμνί. Είπα, τούτος δεν είναι άξιος ; Και όλη η συνέλευσις έβαλε την φωνήν : άξιος, άξιος, και εχειροκρότησε και ετελείωσε. Τον πατέρα  μου συγχωρούσαν...
Έτσι διαλύθηκε η  συνέλευσις.                                                 



τάδε έφη
ο Γέρος του Μοριά...