Τρίτη, Μαΐου 20, 2014

IX.





Βιβλιοθήκη Ελλήνων και ξένων συγγραφέων
.
ΛΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ Ποιητική Ανθολογία

Βιβλίο έκτο
.
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ

Εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑ  
Σελίδες 216  
ΔΡΧ.20

Παύλος Νιρβάνας


Άλπεις

Παράδεισος απάνω μου των Άλπεων τα χιόνια
κι η λίμνη κάτω μου έρωτας με τα γλαυκά νερά της.
 
Κι εγώ, παιδί της Αττικής, της ξενιτιάς διαβάτης,
κλαίω για τα ρόδα του Υμηττού, του Κολωνού τ’ αηδόνια.




Σαπφικό παράπονο

Πίσω απ’ τον λόφο έγειρεν ερωτικά η Σελήνη,
έσβησε η πούλια στον γλαυκό της Λέσβος ελαιώνα,
και τα γλυκά μεσάνυχτα στρώνουνε γάμου κλίνη...
Ω σαπφικό παράπονον: «Εγώ καθεύδω μόνα».






Κωνσταντίνος Χατζόπουλος


Δὲ γυρεύω ξένο

Δὲ γυρεύω ξένο, δὲ ρωτάω κρυφό,
δὲ γυρεύω χάρη.
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.


Καὶ δὲν ἦταν οὔτε ξωτικὰ
καὶ δὲν ἦταν χέρια
κι ἦταν ἕνα βράδυ πού ῾παιζαν θολὰ
στὸ γιαλὸ τ᾿ ἀστέρια.


Κι ἦρθε ἕνας ἀγέρας κι ἦρθ᾿ ἕνας βοριὰς
κι ἦρθ᾿ ἕνα σκοτάδι,
-ὢ ἀδερφή, χαμένο κάποιο θησαυρὸ
ποὺ θρηνοῦμ᾿ ὁμάδι.


Μὲς στὸ κῦμα ἀνοίγει δρόμο μυστικὸ
δείχνει τὸ φεγγάρι...
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχή,
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.

 



Ἄσ᾿ τὴ βάρκα...

Ἄσ᾿ τὴ βάρκα στὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ τρέχει,
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.


Ἂς ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿ εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿ ἀντάρτες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,
μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.


Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;


Ἄσε τότε τὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.


 
Το τραγούδι που κλαίει


(Καὶ θαμπὸ ἦρθε τὸ βράδυ)

Καὶ θαμπὸ ἦρθε τὸ βράδυ
καὶ θλιμμένο καὶ ἀχνό-
Σοῦ εἶναι ὁ πόνος μου χάδι
κι ἂς θαρρῇς δὲν πονῶ.


Καὶ τὸ θρύλο σου λέει
σιγαλὰ τοῦ βραδιοῦ,
καὶ τὸ λέει καὶ κλαίει
σὰν ἀχὸς τραγουδιοῦ,


σὰν καμπάνα ποὺ σπάζει
μὲ ἀργὸ θρῆνο σιγό
καὶ στὸ δρόμο μὲ κράζει,
καὶ σὲ κράζω κι ἐγώ.







Μιλτιάδης Μαλακάσης

Ἀγάπη

Ἂς μὴ γυρίζει ὁ λογισμὸς στὰ χρόνια ἐκεῖνα πίσω.
Κάλλιο μιὰ τέτοια θύμηση γιὰ πάντα νὰ χαθῇ,
Ποιὸς ξέρει, τώρα θἄτανε γραφτὸ νὰ σ᾿ ἀγαπήσω,
Καὶ τόσο ποὺ καμμιὰ ποτὲ δὲν ἔχει ἀγαπηθῇ.


Κι ἂν ἔφυγεν ἡ νιότη σου, ποὺ θλίβεσαι γιὰ δαὔτη,
Ὡς γιὰ πουλὶ ποὺ πέταξε μἄλλα μαζὶ πουλιά,
Περσότερο ἀπὸ μία ἄνοιξη τὸν ἔρωτά μου ἀνάφτει
Τοῦ χινοπώρου τἄγγιγμα στὰ ὡραῖα σου τὰ μαλλιά.


Κι ἀκόμα φτάνω ν᾿ ἀγαπῶ σ᾿ ἐσὲ μίαν ἄλλη εἰκόνα,
- Τ᾿ ὁρκίζομαι στὰ μάτια σου ποὺ τόσο λαχταρῶ, -
Τὸν ἥμερο κι ἀνέφελο καὶ τὸ γλυκὸ χειμῶνα,
Ποὺ στὸ χλωμό σου πρόσωπο μία μέρα θὰ θωρῶ.


Καὶ μάθε το, τὶς μελιχρὲς λαμπράδες τοῦ Δεκέμβρη,
Καὶ τὶς φεγγαροσκέπαστες τοῦ Γενναριοῦ ὀμορφιές,
Μήτε στὶς τρέλλες τ᾿ Ἀπριλιοῦ κανένας θὰ τὶς εὕρῃ,
Μήτε καὶ στὶς μονότονες τοῦ Μάη καλοκαιριές..







Λάμπρος Πορφύρας

Τὸ θέατρο

Δὲν ξέρω πῶς νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Μὰ ὁ δρόμος, χθὲς τὸ βράδυ,
μὲς στὴ σταχτιὰ τὴ συννεφιὰ σὰ θέατρο εἶχε γίνει.
Μόλις φαινόταν ἡ σκηνὴ στ᾿ ἀνάριο τὸ σκοτάδι
καὶ σὰ σκιὲς φαινόντανε μακριά μου οἱ θεατρίνοι.


Τὰ σπίτια πέρα κι οἱ αὐλὲς καὶ τὰ κλωνάρια ἀντάμα
ἔλεγες κι ἦταν σκηνικὰ παλιὰ καὶ ξεβαμμένα,
κι ἐκεῖνοι ἐβγαίναν κι ἔπαιζαν τ᾿ ἀλλόκοτό τους δράμα,
κι ἄκουγες βόγκους κι ἄκουγες καὶ γέλια εὐτυχισμένα.


Ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐβγαίνανε κι ἐσμίγαν κι ἐπαγαίναν
κι ἤτανε μιὰ παράσταση καὶ θλιβερὴ κι ὡραία.
Κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἡ νυχτιὰ καθὼς ἐπαρασταίναν,
κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἔριχνε τὴ μαύρη της αὐλαία.





Lacrimae rerum

Ἄμοιρη! τὸ σπιτάκι μας ἐστοίχιωσεν
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου τὴν θλιμμένη·
στοὺς τοίχους, στὸν καθρέφτη, στὰ εἰκονίσματα,
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου κάτι μένει.


Κάτι σὰ μόσκου μυρωδιά, κι ἁπλώνεται
καὶ τὸ φτωχὸ σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σὰ φάντασμα, θολὸ κι ἀνέγγιχτο,
κι ὅπου περνᾷ σιγὰ τὸ κάθε ἀγγίζει.


Ὄξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τὴ στέγη μας· καὶ τότε ἀντάμα
τὰ πράματα ποὺ ἁγιάσανε τὰ χέρια σου
ἀρχίζουν ἕνα κλάμα... καὶ ἕνα κλάμα...


Κι ἀπ᾿ τὴ γωνιὰ ὁ καλὸς τῆς Λήθης σύντροφος,
τ᾿ ἀγαπημένο μας παλιὸ ρολόι,
τραγουδιστὴς τοῦ χρόνου, κι αὐτὸς κλαίοντας
ρυθμίζει ἀργά, φριχτά, τὸ μοιρολόι...






Ἑσπερινός

Βουβὲς ψυχές, θλιμένες! Καὶ τ᾿ ἀπόβραδο
προσμένουν τὸ Χριστό μας, ἀπὸ πέρα,
ποιὸς ξέρει, ἀπὸ μακριά. Κι ἐκεῖνος ἔρχεται,
μὲς στὸ θολὸ τοῦ φθινοπώρου ἀγέρα.


Μὲ τ᾿ ἅγιο φῶς, ἀχνόφεγγο στεφάνι του,
μὲ τὰ θεϊκά, χαμηλωμένα μάτια,
μόνος. Καὶ τὰ ξερόφυλλα τοῦ στρώνουνε
χρυσὰ χαλιὰ στὰ ἔρμα μονοπάτια.


Τοῦ κάμπου τὰ στρουθιὰ καὶ τὰ πετούμενα,
ποὺ στὶς φωλιὲς κοπαδιαστὰ γυρίζουν,
ἄμα τὸν δοῦνε χαμηλώνουν πρόσχαρα,
χαμοπετοῦν καὶ τὸν καλωσορίζουν.


Ἀνάριο τὸ σκοτάδι, μισοδιάφανο,
μόλις ποὺ τὸν σκεπάζει στὴν καπνιά του,
καὶ τὰ γυμνὰ κλαδιὰ σὰ χέρια ὑψώνονται
καὶ δέονται στὸ ἄυλο πέρασμά του.


Δέονται σιωπηλά...Κι ἐκεῖνος ἔρχεται
καὶ σκύβει στὶς ψυχὲς ποὺ τὸν προσμένουν
σιγά...πονετικά. Κι ἀργὰ τὰ σήμαντρα
πονετικὰ κι αὐτὰ σιγοσημαίνουν.







Απόσπασμα από το "Δειλινό"

…………………………..

Αν με θυμάσαι θάρχομαι σα μια σκιά – ποιος ξέρει; –
ξενητεμένος ή νεκρός θάρχομαι εκεί που θάσαι,
σαν βλέπεις φύλλα, σύννεφα, πουλιών φτερά στ΄ αγέρι,
σαν βλέπεις καραβιών πανιά, στοιχειά... να με θυμάσαι.














 

Δεν υπάρχουν σχόλια: