Τρίτη 25 χάραμα
IV.
Πασχίζω με το μολύβι να φιλμάρω...
(ματαίως...)
Ωρα 07.15
ταξιδεύουμε από το φως στο σκοτάδι.
αναρωτιέμαι πώς γίνεται... ίσως γιατί πλέουμε προς τα δυτικά.
Σε μιά φωτεινή ζώνη μέσα βρίσκομαι. Μπροστά, πέρα, μακριά στο βάθος, οι γωνίες και τα κοίλα των βουνών, τυλιγμένα σε πυκνή ομίχλη. Τα νερά σκοτεινά, εκτός από τούτην την φωτεινή ζώνη, που σέρνει τον ήλιο πίσω της και του τόξου τα χρώματα.
Το ξέρεις, μου αρέσει το ξημέρωμα στη θάλασσα...
Φωτίζει σιγά σιγά, κι εμείς πάντα πλέουμε από το φως στο σκοτάδι.
Πλατειά άσπρα σύννεφα μαζεύτηκαν, κι αντιφεγγίζουν στην θάλασσα. Έτσι, το νερό γίνεται κι αυτό, πλατύ και άσπρο.
07.40
φώτισε πιά, όλος ο ορίζοντας.
Ένα γλαροπούλι φτερουγίζει πάνωθέ μας, έπειτα άλλο ένα, κι άλλο.
Το αστέρι, τεράστιο, υπέρλαμπρο, σηκώνεται μέσα από τα νερά.
Περνάμε ξυστά, μιά παλιόβαρκα που ψαρεύει.
Στην πλώρη γράφει το όνομά της "Λαμπρινή".
V.
Σωματείο Λεμβούχων και Καβοδετών.
Νταλίκες, νταλίκες... Volvo, Scania, Renault.
Βρωμάει πετρέλαια και καμμένα λάδια.
Intercooler. Στα τζάμια μεγάλες κόκκινες πινακίδες "Κρήτη", "Άγιος Νικόλας".
Πιό κάτω, με μικρά μαύρα γράμματα, ό,τι άρεσε στον οδηγό: "Dum spiro spero".
Φάτσα απέναντι, κεραμιδένιες στέγες. Terra cotta. Παλιό κόκκινο και παραθυρόφυλλα κυπαρισσί σκληρό.
Το κάστρο. D.O.M.
Σιδεριές σκουριασμένες, πετροχελίδονα, τιτιβίσματα.
Η θάλασσα πάντα...
VI.
Τετάρτη πολύ πρωί.
Βαρομετρικό χαμηλό.
Ταξιδεύουν φουριόζικα σύννεφα, μολυβένια.
Ο αέρας φυσάει δυνατά μες στις κορφές απ' τα κυπαρίσσια κι ανακατεύει άτσαλα τα μαλλιά μιάς γλυτσίνας.
Στο απέναντι περιβόλι φυτρώνουν άγρια Κορινθιακά κιονόκρανα
μωβ
και βατομουριές.
Πουλιά κυνηγημένα από τον άνεμο, ακροπατούν στα αγκάθια που αγαπώ.
Μικρές ντοματιές, πιπερίτσες, σταφύλια μαύρα χοντρόρογα.
Άνθρωποι εργατικοί ξεκινάνε.
Οι πρώτες ψιχάλες βρέχουν τη θάλασσα.
VII.
Τετάρτη αργά μες στο πρωί.
Διάλειμμα.
Βρήκα ευκαιρία να χαρώ λίγο τη θάλασσα. Είχα αυτήν την ανάγκη.
Έτσι, αποφάσισα ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα (εδώ που τα λέμε, απ' το σχολείο ακόμα, μα και στη δουλειά αργότερα, ως τα σήμερα, εκείνο που πιό πολύ απ' όλα μου αρέσει, είναι φυσικά, το διάλειμμα!)
Έδωσα μιά δρασκελιά και βγήκα στη θάλασσα.
Χωμάτινη θάλασσα, μπουμπουνιστή και φουρτουνιασμένη. Θαρρείς κι όλος ο βυθός έχει έρθει πάνω...
Για να φυλαχτώ απ' το μούσκεμα -το νερό τινάζεται ψηλά, σκάει στην προβλήτα και λούζει την άσφαλτο ίσαμε τη μέση-, αλλάζω πεζοδρόμιο. Περνάω απέναντι, που είναι στεγνά.
Παίρνω άκρη-άκρη, την σπιανάδα. Την πλατεία του τρομπονιού, του μαγικού σαξόφωνου και του αυλού. Έρημη κι αυτή μες στον παλιόκαιρο, μοναχά κάτι κουρνιασμένα περιστέρια και φύλλα που τα στριφογυρνάει ο άνεμος.
Δεν μπορώ να μαζέψω τα μαλλιά μου. Περνάω απέναντι, και μπαίνω στα σοκκάκια με τις τρελλές στον αέρα μπουγάδες.
Στα καντούνια είσαι πάντα κάπως πιό προφυλαγμένος. Εδώ μέσα, έκοψε λίγο ο χαλασμός...
Βολτάρω ήσυχα.
Μανάβικα, μικρά καφέ, παντοπωλεία. Κόβω ένα κλωνάκι αμπαρόριζα απ' τον περίβολο της Αγίας Παρασκευής, και το τρίβω στα δάχτυλά μου.
Να θυμηθώ να φυτέψω αμπαρόριζα.
Μπαίνω στο μαγαζί που πουλάει κασσέλες. Ξύλινες, σκαλιστές, ζωγραφισμένες στο χέρι. Μικρά αριστουργήματα. Το κορίτσι που έχει το μαγαζί, αρχίζει πρόθυμα να μου εξηγεί από ποιά περιοχή είναι το κάθε σχέδιο και τι συμβολίζει.
Ακούγεται ευχάριστα.
Έξω, στον δρόμο, σκοτεινιάζει κι άλλο.
Βγαίνω και περπατάω λίγο ακόμα. Εδώ, μυρίζει μαγειρευτό φαγητό. Κάτι σαν γιαχνί, με σέληνο σίγουρα. Έχει σπίτια τριγύρω και μερικά κατοικούνται.
Λίγο πιό πάνω απ' την καθολική μητρόπολη, κάθομαι κάτω απ' την μεγάλη γιασεμιά.
Έναν μικρό σκέτο καφέ, παρακαλώ.
Μαζεύονται γύρω μου περιστέρια.
Λίγο ακόμα...
Τέλος διαλλείμματος.
2 σχόλια:
όμορφο διάλειμμα, καλημέρα κοριτσάκι!
να ξανακάνεις διάλλειμμα...
ζορισμένη είμαι...
σκέφτομαι σοβαρά, να τα βροντήξω όλα, και να μπω σε διαρκές διάλειμμα...
Δημοσίευση σχολίου