Σάββατο, Νοεμβρίου 30, 2019




από το βιβλίο του Ζαν Ζενέ, 
"Το εργαστήρι του Αλμπέρτο Τζακομέττι", 
σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδ. ύψιλον,
κάτι τι που μου αρέσει αληθινά κι είναι πάντα άξιο προσοχής!


"η ομορφιά
δεν εκπορεύεται από πουθενά αλλού, παρά από κείνη τη μοναδική, τη διαφορετική σε κάθε άνθρωπο, την κρυμμένη ή ορατή πληγή, που φυλάει καθένας μας, εντός του, που την περιφρουρεί 
και που σ’ αυτήν προστρέχει όταν θέλει να εγκαταλείψει τον κόσμο, για μια πρόσκαιρη αλλά βαθιά μοναξιά. Τούτη λοιπόν η τέχνη, πόρω απέχει απ’ αυτό που λέγεται “miserabilisme”."


"... αυτή η μοναξιά,
όπως την καταλαβαίνω εγώ, δεν σημαίνει αθλιότητα, αλλά, μυστική βασιλεία, δεν σημαίνει βαθιά έλλειψη επικοινωνίας, αλλά, λίγο-πολύ, αμυδρή επίγνωση μιάς απροσμάχητης μοναδικότητας."





"...πού κρύβεται η μυστική πληγή 
όπου, προσφεύγει καθένας μας, 
όταν επιβουλεύονται την έπαρσή του, 
όταν τον πληγώνουν;"

από το έργο του Ζαν Ζενέ "Σκοινοβάτης", μετάφραση Χριστόφορου Λιοντάκη








Πέμπτη, Νοεμβρίου 28, 2019


Εκπομπή "ΣΤΑ ΑΚΡΑ",
προσκεκλημένη η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου.

Αξίζει τον κόπο - κατά τη γνώμη μου - να δει κανείς ολόκληρη τη συνέντευξη.


https://webtv.ert.gr/ert1/sta-akra/20noe2019-sta-akra-maria-eythymioy/

Κουβέντες, που μόνο πνευματική και ψυχική ανάταση και αυτογνωσία μπορούν να προκαλέσουν!

Και τόνωση του πατριωτισμού και της - επί χρόνια ρακένδυτης - εθνικής μας αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας... 

άμα πιά!...








Σάββατο, Νοεμβρίου 09, 2019

επετειακό...

Ήταν ένα παράξενο τείχος

Ήταν ένα παράξενο τείχος
σαν τη λωρίδα του Mobius
είχε μία πλευρά μονάχα
η άλλη δεν φαινόταν:
η αόρατη πλευρά
του φεγγαριού.
Μερικοί όμως έτρεχαν 
κόντρα στις σφαίρες,
να κόψουν το αγκαθωτό νήμα
του τερματισμού
με το στήθος τους, να δώσουν
μιά σπρωξιά στη μπάλα
κατεδάφισης:
το εκκρεμές του αόρατου
ρολογιού.
Στις 9/11/ 89,
στο ημερολόγιό μου
έχω γράψει:
"Η Νατάσσα άλλαξε
ένα δόντι μπροστινό
κι η Λίζα γιά πρώτη
φορά στάθηκε στην κούνια
όρθια μόνη της".


Βέρα Ανατόλιεβνα Πάβλοβα

μετάφραση
Γιώργος Τσακνιάς





Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2019





Οδυσσέα Ελύτη, «Η πορεία προς το μέτωπο»

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. 
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959)

Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002










Κυριακή, Αυγούστου 04, 2019

πολύ καλό το άρθρο του  

Εκπαιδευτικές επιλογές και διεθνής θέση της Ελλάδας


https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/205818_ekpaideytikes-epiloges-kai-diethnis-thesi-tis-elladas






Δευτέρα, Μαρτίου 25, 2019







Σε μαύρο και στενό καιρό
Θεός να τα φυλάει
τα Ελληνόπουλα !