Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007
ένα ποίημα:
"... τρυφερότητα
μικρή θετική έκπληξη
αρνητική ανάδραση
προς αποερήμωση
και οασισμό.
Λέξεις που μου κατεβαίνουν μετά από ενα ανάγνωσμα του Βόνεγκατ"
προς αποερήμωση
και οασισμό !
τι υπέροχο, καλή μου!
και να σας γράψω, ακόμα,
πως χτες, άκουσα σε βραδιά jazz,
την σπουδαία Sheila Jordan.
κι ήμουν καθισμένη στα βρεγμένα απ' τη θάλασσα,
Άγια σου ποδαράκια, αρχαίε Γιώργη μου.
φιλώ σας.
Σάββατο, Ιουλίου 28, 2007
A.K.
.
Η ήρεμη μεγαλοπρέπεια
Πετροχελίδονα ως την άκρια του ουρανού
Κι οι μουσικές, που ως εδώ μ` ακολουθούν λαχανιασμένες
Τζι τζι τζι, τζι τζι τζι, τζι τζι τζι
Στο καβαλέτο σου το ροζ, το ροδακινί, το κίτρινο, της ακακίας το πράσινο,
το γκρι σκοτεινό του 1500
Μικρές ποδηλατάδες στις ψηλοτάβανες βόλτες
Έχουν αντοχή οι πέτρες οι σκαμμένες.
Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2007
Για την Υβόννη
Donne-moi tes mains pour l'inquiétude
Donne-moi tes mains dont j'ai tant rêvé
Dont j'ai tant rêvé dans ma solitude
Donne-moi te mains que je sois sauvé
Τετάρτη, Ιουλίου 25, 2007
Τρίτη, Ιουλίου 24, 2007
σαν ένα δέντρο
με πράσινα φύλλα..."
Γ. Σεφέρης
Μ’ αρέσει όταν κοιμάσαι. Μ’ αρέσει τώρα το καλοκαίρι, να πίνω καφέ στη βεράντα με το χάραμα, με τη μάνικα να δροσίζω τους κρίνους της Julie, την ορτανσία, το νυχτολούλουδο, τη γαρδένια, την καμέλια, τη ροδιά, την ελιά, τη ματζουράνα, τα σκληρά μου γεράνια, να πλατσουρίζω ξυπόλυτη στα νερά, και να χω στο νου μου μην ξυπνήσεις, είναι νωρίς για σένα, εσύ κοιμήσου.
Μ’ αρέσει όταν κοιμάσαι. Να ξεκουράζεσαι θέλω. Ν’ αντέχεις. Ν’ αντέχεις τις μέρες και τις νύχτες τις άγρυπνες.
Το χειμώνα, μ’ αρέσει πρωί πρωί να φεύγω στη δουλειά, κι εσύ στο κρεβάτι ακόμα. Να ξεκουράζεσαι θέλω.
Μ’ αρέσει όταν κάνεις σιέστα, παραδομένο παιδί στη ζέστη, τα γόνατα μαζεμένα, κουλουριασμένο με ασφάλεια, στη γνωστή σιγουριά .
Μ’ αρέσει να μαι εδώ κι εσύ να κοιμάσαι, να σκέφτομαι κι εσύ να κοιμάσαι, να γράφω, να ψάχνω, ν΄αγωνιώ, κι εσύ να κοιμάσαι .
Μ’ αρέσει όταν κοιμάσαι. Να ξεκουράζεσαι θέλω. Ν’ αντέχεις.
Κι όταν μου πεις,
Δευτέρα, Ιουλίου 23, 2007
όμορφα περάσαμε !
ο σκύλος βόλτες, μέσα έξω.
η γάτα σάλτα, πάνω κάτω.
τα παιδιά να παίζουν play station.
εμείς καφέ στην αυλή και κουβέντα, μπούρου μπούρου, μπούρου μπούρου...
τι κουβέντα;
μμμμμμμ
για τα προσφιλή μας θέματα
και για τη ζωή...
μας κουτσούλησε κι ένα περιστέρι!
"ευτυχία" ! είπε η Abttha
μετά , θέλαμε να κάνουμε κοινή ανακοίνωση , εξ ου και προέκυψε το παρακάτω σχόλιο...
επιμένω ! ακαλαίσθητο το "ρε", μα ό, τι έγραψες, δεν σβύνει...
και μετά, μου χάρισε ένα υπέροχο βιβλίο,
που, όταν μπορέσω θα σας μεταφέρω λίγα ποιήματα.
αυτά τα ωραία.
- έλα, εσύ;
- εγώ!
- ποια εσύ ρε;
- εγώ, και παράτα μας, που θα μου πεις να σβήσω το ρε;!
δε σου κάνει;
ξέρεις ελευθερία μου πανάρχαια τι μ'αφήνεις να κάνω τώρα;
να γράψω ό,τι θέλω;
σε κοιτάζω που δεν τολμάς να με κοιτάξεις.
ξέρεις γιατί δεν τολμάς ;
όχι γιατί φοβάσαι, ή είσαι δειλή στα συναισθήματα.
γιατί κρυφά κάτω από το βλέμα σου ζει ένας κόσμος που βάφει το βλέμμα αλήθειες.
κι αν σε λέω ελευθερία, είναι γιατί αυτή, η ελευθερία, είναι το κυριότερο ρούχο με το οποίο ντύνεις τους ανθρώπους που βλέπεις.
καλημέρα ελευθερία,
είσαι σπίτι μου,
μ'άφησες να μπω στο βίρτουαλ το δικό σου.
---
- δεν έχεις υπογράψει βασικά.
- να υπογράψω;
- δε θέλεις;
- δεν μπορώ να μη θέλω.
άμπτθα, ένα πουκάμισο αδειανό, μ'ένα επίθετο. ε.κ.
=======
Κυριακή, Ιουλίου 22, 2007
Guillaume Apollinaire > Poèmes à L
XLIV - La nuit
La nuit
S'achève
Et Gui
Poursuit
Son rêve
Où tout Est Lou
On est en guerre
Mais Gui
N'y pense guère
La nuit
S'étoile et la paille se dore
Il songe à Celle qu'il adore
Nuit du 27 avril 1915
Οδυσσέας Ελύτης
Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Oι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται.
Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Kι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση. A ! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Aγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Kουμπώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα:
πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος !
Federico Garcia Lorca - extrait de Poésie I
Et la chanson de l'eau
Reste chose éternelle...
Toute chanson
est une eau dormante
de l'amour.
Tout astre brillant
une eau dormante
du temps.
Un noeud
du temps.
Et tout soupir
une eau dormante
du cri.
Constantine P. Cavafy (1913)
"I went"
I went
I did not restrain myself. I let go entirely and went.
To the pleasures that were half real
and half wheeling in my brain,
I went into the lit night.
And I drank of potent wines, such as
the valiant of voluptuousness drink.
Επήγα
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ' επήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κ' ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Ετσι πολύ ατένισα
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα·
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ' άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου... μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα...
"So much I gazed"
So much I gazed
So much I gazed on beauty,
that my vision is replete with it.
Contours of the body. Red lips. Voluptuous limbs.
Hair as if taken from greek statues;
always beautiful, even when uncombed,
and it falls, slightly, over white foreheads.
Faces of love, as my poetry
wanted them.... in the nights of my youth,
in my nights, secretly, met....
Constantine P. Cavafy (1917)
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Μέρες του 1903
Δεν τα ηύρα πιά ξανά - τα τόσο γρήγορα χαμένα...
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο... στο νύχτωμα του δρόμου...
Δεν τα ηύρα πιά - τ' αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα
και που κατόπιν με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πιά.
"Days of 1903 "
Days of 1903
I never found them again -- the things so quickly lost....
the poetic eyes, the pale
face.... in the dusk of the street....
I never found them again -- the things acquired quite by chance,
that I gave up so lightly;
and that later in agony I wanted.
The poetic eyes, the pale face,
those lips, I never found again.
Constantine P. Cavafy (1917)
Federico Garcia Lorca - extrait de Romancero gitan
Onde, où t'en vas-tu ?
Je m'écoule en riant
jusqu'au bord de la mer
Mer, où t'en vas-tu ?
Remontant le cours d'eau je cherche
la fontaine où me reposer.
Que fais-tu, toi, peuplier ?
Je ne veux rien te dire,
Je ne puis que trembler !
Où lancer mes désirs
par le fleuve et la mer ?
(Quatre oiseaux se sont posés
sans but sur le haut peuplier)".
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Κεριά
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα
-χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
"Candles"
Candles
The days of our future stand in front of us
like a row of little lit candles
golden, warm, and lively little candles.
The days past remain behind us,
a mournful line of extinguished candles;
the ones nearest are still smoking,
cold candles, melted, and bent.
I do not want to look at them; their form saddens me,
and it saddens me to recall their first light.
I look ahead at my lit candles.
I do not want to turn back, lest I see and shudder
at how fast the dark line lengthens,
at how fast the extinguished candles multiply.
Constantine P. Cavafy (1899)
καλή μέρα
κι εβδομάδα !
Καμιά φορά, τα πρωϊνά, πολύ νωρίς, μου μιλάν τα κοτσύφια. Άλλοτε, κι οι δεκαοχτούρες. Συχνά, σηκώνομαι αχάραγα , να προλάβω τις κουβέντες τους. Στέκομαι ακίνητη στο μπαλκόνι, κοντά στα πεύκα. Σιγά σιγά, προσεχτικά, εκείνα ζυγώνουν και μου μιλάνε. «Καταλαβαινόμαστε τώρα…»
Συνομιλητές ο άνθρωπος, τα κοτσύφια κι οι δεκαοχτούρες.
Κι ένας τζίτζικας, που ζεστάθηκε , κι έπειτα κι άλλος, κι άλλος, κι άλλοι πολλοί. Η ωραία συναυλία των τζιτζικιών. Και τις νύχτες, η άλλη συναυλία, τριζόνια μοναχικά, μικρά γρυλλάκια, αδίστακτοι ταραξίες του ύπνου. Και οι πυγολαμπίδες, μέσα στις φυλλωσιές , αστέρια στο χώμα του καλοκαιριού.
Ένας μικρόκοσμος. Tα σαλιγκάρια, χρειάζoνται μια προσοχή, μην τα πατήσεις. Tα μικρά περίεργα μολλυντήρια στο ταβάνι.
Αυτοί είναι εμένα οι δικοί μου.
Γι αυτό και δεν το συγχωρώ, πώς μπόρεσες και περιφρόνησες τον ψίθυρο ενός ανθρώπου.
Ίσως σου φάνηκε ο άνθρωπος, απ’ τον μικρόκοσμο, πιο μικρός.
Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007
«En passant»
Η δόξα των ανέμων
Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες τη στάχτη θα διδαχτεί απ' τους θεούς τη μαντική.
Μες τα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς. Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι σ' ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς.
Σ' ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ' αρνηθεί. Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι γιατί τι μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί.
Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια. Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό. Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω.
Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος - διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές. Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος να το φορέσουν των ανέμων εραστές.
Ποιμένες άγγελοι στα μοβ των αθανάτων πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή. Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή.
Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις. Η νομιμότητά σου εξωπραγματική. Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική.
Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων. Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών. Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον. Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών.
Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά.
"Il me faut surtout avoir des fleurs, toujours, toujours."
Claude Monet
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Claude Monet
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
.
.
.
Τετάρτη, Ιουλίου 18, 2007
Joyeux anniversaire
Joyeux anniversaire
Joyeux anniversaire Helene
Joyeux anniversaire !
tanti aguri a té
tanti aguri Elena
tanti aguri a té !
Quand il pleut sur Paris
C'est qu'il est malheureux
Quand il est trop jaloux
De ses millions d'amants
Hum Hum
Il fait gronder sur nous
Son tonnerr' éclatant
Mais le ciel de Paris
N'est pas longtemps cruel
Hum Hum
Pour se fair' pardonner
Il offre un arc en ciel
.
Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007
περιμένετε να βρούμε το sms,
από την ανταποκρίτριά μας, στο Παρίσι !
αρλέτα a dit:
Yves Montand
Tant de poètes ont écrit
Des couplets des refrains
Sur Paris
Que je n'sais plus quoi chanter
Pour vanter ta beauté
Mon Paris
Est-ce ceci ou cela
Autre chose ou bien quoi
Je n'sais pas
Pourquoi j'suis tellement ému
En passant dans une rue
De Paris
J'ai trouvé sur les quais en flânant
Un vieux livre jauni par le temps
J'y ai lu les souffrances et les joies
Que tu as connues tout' à la fois
Depuis le temps que tu vis
Tout's tes rues ont écrit
Leurs romans
Romans d'amours qui se nouent
Se dénouent et qui meurent
Doucement
On s'est battu sous tes murs
Chacun de tes pavés
A servi
A défendre la liberté
Qui s'était réfugiée
Dans Paris
C'est la peine de tous les hommes
Qui t'as fait comme tu es
Mon Paris
Ils ont bâti la Concorde
Notre-Dame, les Tuileries
Tout Paris
Ils ont pris la Bastille en chantant
Construit la Tour Eiffel en flânant
Les années ont passé doucement
Mais Paris a gardé ses vingt ans
La Seine a creusé son lit
Entre les quais tout gris
De ParisIl faut croire qu'elle s'y trouve bien
Puisqu'elle est encore là
Aujourd'hui
Coda : Est-ce ceci ou cela autre chose ou bien quoi
Je n'sais plus
Pourquoi j'suis tellement ému
En passant dans une rue
De Paris
Yves Montand
Rue Lepic
Dans l'marché qui s'éveill'
Dès le premier soleil,
Sur les fruits et les fleurs
Vienn'nt danser les couleurs
Rue Lepic
Voitur's de quatr' saisons
Offrent tout à foison
Tomat's roug's, raisins verts,
Melons d'or z'et prim'vèr's
Au public,
Et les cris des marchands
S'entremêl'nt en un chant
Et le murmur' des commer's
Fait comme le bruit d'la mer
Rue Lepic,
Et ça grouille et ça vit
Dans cett' vieill' rue d'Paris
Rue Lepic,
Il y a des cabots
Et des goss's à Poulbot,
Aux frimousses vermeil's
Qui s'prélassent au soleil
Mais surtout,
Il y a un' bell' fill'
Aussi bell' que l'été
Ell' marche en espadrill's,
Et rit en liberté
Rue Lepic,
Et la rue est tout' fièr'
De son beau regard clair
Et de sa bell' santé,
Et qui l'a enfantée
Et toujours
La fill' avec amour
À sa rue dit bonjour
Et la rue extasiée
La regarde passer
Et la rue
Monte, monte toujours
Vers Montmarter, là-haut,
Vers ses moulins si beaux
Ses moulins tout là-haut
Rue Lepic.
Paroles: Paul Eluard. Musique: Philippe Gérard 1969
Je t'aime pour toutes les femmes