Παραμύθι 2ο
αρχή του παραμυθιού,
καλησπέρα σας !
Ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης ,
ήταν στρατιώτης σ’ όλη του τη μικρή, μολυβένια ζωή. Ήταν ένας άξιος, γενναίος στρατιωτάκος, που πήγε πολλές φορές στον πόλεμο. Χρόνια πριν, μόλις βγήκε από το χυτήριο, όπου ο κατασκευαστής μέσα στο φούρνο έχυνε σε φόρμες το μολύβι, κι έφτιαχνε μ’ αυτό φυσίγγια, σφαίρες , κάθε λογιώ βλήματα, ακόμα και μικρούς, μολυβένιους στρατιώτες, από τότε ακόμα, ο στρατιωτάκος μας, ήξερε, πως ο προορισμός του ήταν, κάποτε να μπει μπροστάρης σ’ έναν πόλεμο, για να ελευθερώσει τους φτωχούς ανθρώπους και να φέρει πίσω στις χώρες την ελευθερία και την ειρήνη.
Εγώ, είμαι φτιαγμένος για να μαι στρατιώτης της ειρήνης, έλεγε πάντα με καμάρι ο μικρός στρατιώτης, και χρόνια ολόκληρα, καθάριζε με επιμέλεια το όπλο και την παλάσκα του. Έπρεπε πάντοτε να είναι έτοιμος, με το τουφέκι πλάϊ στα ποδάρια του, και τη νύχτα κοιμόταν πάντοτε με τα άρβυλά του καλογυαλισμένα και τακτικά τοποθετημένα κάτω από το κρεβάτι του.
Κάθε πρωί, στη μολυβένια ζωή του, είχε ένα καθήκον στρατιωτικό να επιτελέσει.
Στις αρχές της στρατιωτικής του καριέρας, τα πολλά παραγγέλματα : «ηηημιανάπαυση ! αααανάπαυση ! προοοσχή ! παααρουσιάστε ! εεπ ώμου! κλίση επί δεεεξιά ! κλίση επ’ αριιιιστερά ! Μάααρρς ! Θέση βολής : άρρξατε πυυυρ ! Ανακατάληψη του λόφου !», όλ’ αυτά τον κούραζαν και τον τρόμαζαν λίγο. Με τα χρόνια όμως συνήθισε τη ζωή του στρατού, κι όλοι έλεγαν γι αυτόν «να, ένας μικρός, άτρωτος, μολυβένιος στρατιώτης» !
Ο λοχίας, ο λοχαγός, ο ταγματάρχης, ο συνταγματάρχης, ο ταξίαρχος, ο στρατηγός, πάντα είχαν μιά δουλειά για κείνον, στα πεδία της μάχης.
Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, πάρε την σάλπιγγα και σάλπισε επίθεση ! Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, παίξε μας κάτι με τη μαγική σου τρομπέτα, να ξεκουραστεί λίγο ο λόχος ! Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, προπορεύσου για να κάνεις κατόπτευση εδάφους ! Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, σκάψε αμπρί ! Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, κάνε τούτο, και κάνε εκείνο… Έτσι κύλησε ως τα σήμερα, στα πεδία των μαχών η μισή του ζωή. Ώσπου, κάποια μέρα, ο πόλεμος τελείωσε ! Οι γειτονικές χώρες, που χρόνια τρώγονταν μεταξύ τους, αποφάσισαν να συνάψουν εκεχειρία. Οι γραμματείς συνέταξαν κείμενα δίκαια για όλους, οι αρχηγοί έδωσαν σοβαροί τα χέρια, κάθισαν στις μπορντώ, βελούδινες πολυθρόνες του κυβερνείου, έβγαλαν τα στυλό με την πένα κι υπέγραψαν συμφωνίες.
Μετά απ’ αυτό, ο στρατηγός, ο ταξίαρχος, ο συνταγματάρχης, ο ταγματάρχης, ο λοχαγός, ο λοχίας, όλο το στράτευμα, πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Ο μικρός μας στρατιώτης ξεκίνησε κι αυτός πεζός να γυρίσει στο σπίτι του. Είχε όμως να κάνει πολλά χιλιόμετρα, ως να φτάσει. Μερόνυχτα περπάτησε, χωρίς να σταματήσει πουθενά. Ήταν το τέλος του φθινόπωρου, λίγο πριν μπει για τα καλά ο χειμώνας, όταν το κρύο τις νύχτες αρχίζει και τσούζει λίγο. Η στρατιωτική, μολυβένια στολή του είχε σχεδόν κουρελιαστεί και τ’ άρβυλά του είχαν τρυπήσει. Μ’ όλ’ αυτά, ο στρατιωτάκος, τυλιγμένος στη χακί του χλαίνη βάδιζε, βάδιζε ασταμάτητα. Στα μάτια του είχε πάντα μπροστά του την εικόνα της αγαπημένης του μικρής χορεύτριας, που ήξερε, πως τον περιμένει να επιστρέψει. Την μικρή του χορεύτρια σκεφτόταν κι έπαιρνε κουράγιο, και βάδιζε, ολοένα βάδιζε, περνώντας άλλοτε μέσα απ' τα χωράφια, άλλοτε απ' τα μονοπάτια των βουνών, κι άλλοτε διασχίζοντας τα χωριά των ανθρώπων.
Η μικρή χορεύτρια,
.
κι ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης, έκαναν χρόνια να συναντηθούν... Πολύς καιρός…
Εδώ που τα λέμε, η χορεύτρια δεν ήταν πιά πολύ μικρή –τα χρόνια του στρατιώτη είχε κι εκείνη-, και μήτε χόρευε πιά.
Μπαλαρίνα, ήταν άλλοτε.
Λεπτό κορμί, σφιχτό, γεροδεμένοι μυς, μπράτσα σκληρά, γάμπες δυνατές. Στροβιλιζόταν στη μουσική, σαν κύκνος ανάλαφρη και σα χιονονιφάδα.
Πουλί ταξιδιάρικο πάνω σε pointes. Είχε γυρίσει τον κόσμο, χορεύοντας.
Της άρεσε ο σύμπας κόσμος.
Της άρεσε η γης, οι θάλασσες, τα βουνά, τα πουλιά, τα ζώα, τα λουλούδια.
Η ζωή της άρεσε, τα γέλια και τα τραγούδια.
Αγαπούσε τους ανθρώπους, και άνθρωποι την αγάπησαν.
Η μικρή χορεύτρια, ήταν ένα γερό, ντόμπρο, αληθινό κορίτσι, που κοίταζε τους ανθρώπους κατευθείαν, ίσα στα μάτια.
Ίσως είναι γι αυτό, που την πρόσεξε ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης.
Μπορεί, για τούτο το αληθινό, το ίσο, το ντροπαλό της κοίταγμα . Μπορεί και για το διστακτικό βάδισμά της.
.Όταν συναντήθηκαν την πρώτη φορά, ήταν φθινόπωρο.
Οι κουμαριές, στην άκρια του χωριού είχαν γεμίσει κόκκινο καρπό, και τα βήματα του μικρού μολυβένιου στρατιώτη, που ζύγωναν, πνίγονταν πάνω σ’ ένα στρώμα φθινοπωρινά φύλλα, βαθύ κόκκινο, κίτρινο , ξερό καφετί
Απαντήθηκαν. Kοιτάχτηκαν λίγο σιωπηλοί. Αναμετρήθηκαν με τα μάτια. Έπειτα ξαφνικά, σαν κάτι να έγινε, ήταν πιά δύσκολο να σηκώσει ο καθείς τα μάτια του απ’ τον άλλο.
Έμειναν εκεί, σιωπηλά να κοιτάζονται.
Εκείνος, ένας στρατιώτης μολυβένιος, σκληροτράχηλος, αποσταμένος απ τους πολέμους, τυλιγμένος σφιχτά στην κάπα του, να μην τον διαπερνάει ο αγέρας.
Εκείνη, γυναίκα πιά, χωρίς λεπτό, γυμνασμένο κορμί, μονάχα γελαστά μάτια, που κοίταζαν κατ ευθείαν, όλο ίσια, τ’ άλλα μάτια.
Αργότερα, τους χειμώνες που ο μολυβένιος στρατιώτης έλειπε ξανά στον πόλεμο κι η μπαλαρίνα καθόταν μονάχη της τα βράδια πλάϊ στη φωτιά, έφερνε ξανά στο νου της εκείνη την πρώτη συνάντηση.
Σκεφτόταν καμιά φορά, ποιος έδωσε πρώτος στον άλλον το χέρι του και ποιος είπε την πρώτη κουβέντα, μα δεν θυμάται ξεκάθαρα. Τι σημασία έχει εξ άλλου;
Σημασία έχουν αυτά που ειπώθηκαν.
.
«H ζωή για τη σύντροφο ενός μολυβένιου στρατιώτη, της είπε εκείνος, δεν είναι διόλου εύκολη»
«Δεν φοβάμαι» είπε απλά η μπαλαρίνα
.
«Θα λείπω διαρκώς στον πόλεμο, είπε εκείνος. Θα πρέπει να μένεις μονάχη σου πολύν καιρό»
«Αν πρέπει να πας στον πόλεμο, θα πας, απάντησε η μπαλαρίνα. Θα μένω μονάχη μου πολύν καιρό»
. «Σπάνια θα μπορούμε να ιδούμε μαζί να χαράζει το ξημέρωμα, σπάνια θα μπορούμε ολονυκτίς ο ένας πλάϊ στον άλλο, να κουβεντιάζουμε ήσυχα, για τα μικρά, απλά πράγματα», είπε ξανά, ο μολυβένιος στρατιώτης.
«Θα κουβεντιάζουμε όταν επιστρέφεις, απάντησε η μπαλαρίνα, κι αυτό, είναι ικανό, να τα αναπληρώνει όλα.
Κι όσο για το ξημέρωμα, θα βάλουμε οι δυό μας ένα σημάδι.
Όταν εσύ λείπεις στον πόλεμο, τα πρωινά, θα κοιτάζουμε την ίδια στιγμή την ανατολή. Έτσι, εκεί πέρα, στον ορίζοντα, θα συναντιέται η ματιά μας, και θα ναι σα να με κοιτάζεις και σα να σε κοιτάζω κι εγώ. Το ίδιο θα κάνουμε και τις νυχτιές, που έχει πανσέληνο»
. «Οι μικροί μολυβένιοι στρατιώτες , είπε πάλι ο στρατιώτης, έχουν μερικές φορές ανάγκη, να λεν στις μπαλαρίνες τι κάνουν στον πόλεμο, αν φοβήθηκαν στη μάχη, αν κουράστηκαν απ’ το βάδισμα, αν κινδύνεψαν να τους αιχμαλωτίσει ο εχθρός, ή, για ποιόν καινούργιο πόλεμο ετοιμάζονται.
Κι ακόμα, οι μπαλαρίνες, έχουν μερικές φορές ανάγκη, να λεν στους μολυβένιους στρατιώτες, αν χόρεψαν καλά, αν τις αγάπησε ο κόσμος, αν μπόρεσαν πραγματικά όπως ο κύκνος να γείρουν το κεφάλι μέσα στις φτερούγες, αν ευχαρίστησαν τους ανθρώπους, που πήγαν να τις δουν να χορεύουν.
Θα είναι σκληρό, που δεν θα μπορούμε κάθε στιγμή να μιλάμε γι αυτά»
«Καταλαβαίνω, απάντησε η μπαλαρίνα. Eίναι σκληρό ένας θαρραλέος, μικρός μολυβένιος στρατιώτης να μη μπορεί κάθε στιγμή να μοιραστεί τους φόβους του και να εμπιστευθεί τα σχέδια του πολέμου του.
Κι είναι σκληρό, μια μπαλαρίνα να μη μπορεί κάθε στιγμή να μοιραστεί κοντά του την αγωνία, τη χαρά και τη θλίψη της.
Ως να γυρίσεις απ’ τον πόλεμο, είπε πάλι η μπαλαρίνα, να, τι θα κάνουμε :
Εσύ,
τα βράδια, μόλις ακουμπάς πλάϊ το όπλο σου, μόλις γυαλίζεις τα στρατιωτικά σου άρβυλα και τα ακουμπάς κάτω απ’ το ράντζο, ή, όταν είσαι στη μάχη, πριν πλαγιάσεις στο αμπρί πάνω στη χλαίνη σου, θα βγάζεις απ’ το τσεπάκι σου το μολύβι, και κάθε βράδυ, θα μου γράφεις δυό λέξεις.
Έπειτα, θα τις λες μεγαλόφωνα. Εγώ θα τις ακούω. Θα μου τις φέρνει ο άνεμος. Θα μου τις φέρνουν τα μικρά κοτσύφια. Θα καταλαβαίνω.
.
Εγώ πάλι,
θα πάψω να είμαι μια χορεύτρια. Θα πάψω πιά, να τριγυρίζω μοναχή τον κόσμο.
Θα μείνω εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, να περιμένω εσένα.
Θα μείνω εδώ, στην άκρη του χωριού, να σου φτιάξω έναν κήπο.
Θα σκάβω τον κήπο σου, θα τον ξεχορταριάζω, θα φυτεύω κάθε εποχή τα νέα φυτά, θα κλαδεύω, θα σκαλίζω, θα ποτίζω, και κάθε φορά που επιστρέφεις, θα βρίσκεις δοχεία γεμάτα με φρέσκα λουλούδια.
Θα κάνω και κάτι άλλο. Κάθε Χριστούγεννα ή κάθε Πρώτη του Χρόνου, θα σου γράφω ένα παραμύθι. Θα είναι ένα παραμύθι, που θα χει αλήθειες μέσα. Τις μέρες μου θα χει μέσα, και τις νύχτες που σε περίμενα να ρθείς.»
.
Αυτά είναι όσα ειπώθηκαν.
Κι έπειτα, ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης έφυγε ξανά για τον πόλεμο.
.
Χρόνια πέρασαν…
Ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης, στις μάχες.
Κι η μπαλαρίνα, κηπουρός.
Δεν ήταν εύκολο γι αυτήν. Ο καιρός ήταν σκληρός.
Κάποτε, είχε πολύ κακές μέρες. Τρομαχτικές. Καταστροφές έγιναν.
Εκείνη φύτευε αγόγγυστα, κλάδευε και ξεχορτάριαζε σκυφτή ολημερίς, μες την παγωνιά και την υγρασία. Τα χέρια της ξύλιαζαν, τρυπιόντανε στ’ αγκάθια, πλήγιαζαν, άμαθη ήταν απ’ αυτά. Τα δάκρυά της έτρεξαν ποτάμι. Αγόγγυστα δάκρυα, δάκρυα πικρά, δάκρυα ώρες, δάκρυα μερόνυχτα, δάκρυα μήνες, δάκρυα χρόνους.
Ξεφύτρωναν κάποτε τα νεαρά φυτά. Κι ερχόταν πίσω τότε μια νεροποντή και τα πνιγε.
Κι έπειτα ένας δυνατός άνεμος και τα ξερίζωνε. Παγωνιές τα καίγαν. Δύσκολοι οι καιροί.
.
Εκείνος , στην τρομαχτική μοναξιά του πολέμου.
Να αναμετριέται με τη ζωή και το κουράγιο του, κάθε μέρα. Και κάθε νύχτα αποσταμένος, πριν κοιμηθεί, να της χαράζει στο χαρτί δυό λέξεις.
.
Την τελευταία χρονιά, το τελευταίο του γράμμα έλεγε :
«Ο πόλεμος τελείωσε. Επιστρέφω»
.
Την πήραν τη γραφή τα μικρά μαύρα κοτσύφια με τα κίτρινα ράμφη τους και την τιτίβιζαν ολούθε.
.
Την πήρε τη γραφή ο άνεμος και της την έφερε, την ώρα που εκείνη φρόντιζε την κόκκινη τριανταφυλλιά.
Αχ ! έκανε εκείνη, γιατί ξαφνιάστηκε και τσιμπήθηκε απ’ τ’ αγκάθια. Κόκκινο το αίμα έτρεξε στα χέρια της. Το κόκκινο της μεγάλης χαράς. Αυτής, που ακολουθεί μετά απ’ την μεγάλη απελπισία.
...............................................
Τα βελανίδια στο δάσος, είχαν πάρει το καφέ, ώριμο χρώμα τους, κι οι αγριόχοιροι σκάλιζαν με το μακρύ τους ρύγχος τις ρίζες της βελανιδιάς και τα ξέθαβαν. Συχνά, ξέθαβαν και μαύρα μανιτάρια και μουσούνιζαν από ευχαρίστηση τρώγοντάς τα.
Τα κάστανα είχαν σκάσει απ’ το αγκαθωτό κουκούλι τους, κι οι χωρικοί ήσαν έτοιμοι να τα μαζέψουν, να τα χουν τροφή για το χειμώνα.
Και τα καρύδια ήσαν έτοιμα. Ξεστύφεψαν. Γλύκυναν. Ώριμα για συγκομιδή.
. Ήταν τότε, που ακούστηκε ξανά πάνω στα φύλλα, το σταθερό περπάτημα του μικρού μολυβένιου στρατιώτη.
Ο κήπος άνθιζε.
Η φύση μες στο χειμώνα γελούσε.
Ευλογία υπήρχε στον τόπο.
Το ίδιο βράδυ, η μπαλαρίνα, πήρε ένα μικρό, ξύλινο, γαλάζιο κασελάκι, έστρωσε μέσα προσεχτικά διπλωμένο το λευκό κορμάκι του χορού με τα τούλια, τύλιξε προσεχτικά τις pointes γύρω-γύρω με τις ροζ κορδέλες τους , έπειτα, έκλεισε το κασελάκι και το απόθεσε κάτω από το κρεβάτι του μικρού, μολυβένιου στρατιώτη, ακριβώς πλάϊ στα σκονισμένα του στρατιωτικά άρβυλα.
Κι αρχή Καλός μας Χρόνος !