Signature
A.K.
Κομμάτι από μυθιστόρημα
«Τέσσερις μέρες τώρα, τέσσερις νύχτες θα λεγα, εκείνη, έχει κακόν ύπνο. Όσο προλαβαίνει να κοιμάται δηλαδή…
Γενικά, καταλαβαίνει ότι της λείπει ο ύπνος. Το κατάλαβε προχτές στη χορωδία, όταν όλοι τραγούδαγαν κι εκείνη πάλευε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Μουρμούραγε, ψέλλιζε, δεν τραγούδαγε… Κάποια στιγμή, δεν μπόρεσε να το ελέγξει. Για δευτερόλεπτα, αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε και πετάχτηκε έντρομη. Καταντράπηκε. Κοίταξε γύρω, να δει αν κάποιος την είδε… δεν είναι και σίγουρη…
Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της, βγήκε έξω, στον αέρα, να ξυπνήσει. Στην πλακόστρωτη αυλή, με τις ροζ πλάκες και το συντριβανάκι στη μέση.
Το γνωρίζει καλά αυτό το κτίριο. Ωραίο, καινούργιο! Από χρόνια, τους το ζήταγε να γίνει. Να στεγαστούν μέσα κωφά παιδιά. Έρημο οικόπεδο, με μπάζα ήταν. Ότι δεν ήθελαν οι γείτονες, πήγαιναν και το πέταγαν εκεί μέσα.
Πολλοί το λιγουρεύονταν το οικόπεδο. Money, money, money, money, money. Δεν ήταν και μικρό… Άλλος ήθελε να φτιάξει μέσα το να, άλλος τ’ άλλο. Το διεκδίκησε με οργή τότε… «Θα γίνει κτίριο για κωφά, τους έλεγε. Θα περάσετε πάνω απ’ το πτώμα μου για να το πάρετε», τους χτύπαγε το χέρι στο τραπέζι. Όχι τόσο ότι τα λαμόγια φοβήθηκαν την ίδια. Τον κόσμο που αυτή θα ξεσήκωνε, φοβήθηκαν. Υποχώρησαν. Πήρε την άδεια. Ήταν εκεί, όταν η μπουλντόζα άνοιξε τον πρώτο λάκκο. Το χτισαν. Πριν το χτίσουν, την έστειλαν στη Γαλλία, να δει πώς είναι τα παρόμοια κτίρια.
Cote d’ Armor. Εκεί, ο νομός όλος, μαζεύει και εκπαιδεύει τους κωφούς σ’ έναν χώρο τεράστιο, δεν θυμάται πιά, πόσα στρέμματα, με πρότυπα σχολεία , οικοτροφεία, χώρους επαγγελματικής κατάρτισης, κήπους και θερμοκήπια, όπου εκπαιδεύουν ενήλικες κωφούς στην κηπουρική, ιατρεία, όπου τους εκπαιδεύουν στις πρώτες βοήθειες, κι ένα σωρό εργαστήρια, όπου μαθαίνουν κάθε λογής τέχνες.
Τα οικοτροφεία με ειδικά συστήματα, οπτικές ίνες, alarm, πόρτες ασφαλείας, κοινωνική πρόνοια κι έγνοια, για το παραμικρό, για το κάθε τι, βοηθάει πιά σε όλα η τεχνολογία, αν υπάρχουν ειδικοί να την χρησιμοποιήσουν, κεφάλαια να επενδυθούν κι ενδιαφέρον πραγματικό, όχι πασαλείμματα και δουλειές άρπα- κόλλα.
Όταν γύρισε απ’ τη Γαλλία, γεμάτη ιδέες και με εικόνες να χορεύουν μες στο κεφάλι της, προσγειώθηκε ανώμαλα… Παρ’ όλ’ αυτά, ήξερε πιά ακριβώς για τι πράγμα μίλαγαν, τι έπρεπε να γίνει, τι δεν γινόταν, τι έπρεπε να ζητάει στους μηχανικούς, το άπιαστο δηλαδή να ζητάει.
Τελικά, φτιάχτηκε ένα καλό κτίριο, μοντέρνο, με ελλείψεις μεν, μοντέρνο πάντως και αρκετά λειτουργικό.
Σε δυό χρόνια, χτίστηκε. Την φώναξαν τότε, να το παραλάβει. Πήρε κοντά ειδικούς, φίλους τεχνικούς, που ήξερε πως πάνω τους μπορεί να στηριχτεί.
Το περπάτησαν ίντσα-ίντσα, σπιθαμή τη σπιθαμή. Κατέγραψαν τα πάντα. Κακολειτουργίες, μικρές επικινδυνότητες, παραλείψεις, αβλεψίες, ατέλειες.
Τα δωσε πίσω να τα βελτιώσουν. Εδώ δεν παίζουμε… Το σύστημα είναι σκληρό, όμως εσύ, οφείλεις να σαι πιο σκληρός. Να το καβαλικεύεις. Κι αν στην πιάτσα βγάλεις όνομα σκληρής διαπραγμάτευσης, κι αυτοί κατόπιν, σε ζυγιάζουν αλλιώς…
Αυτό λοιπόν είναι το κτίριο που φιλοξενεί σήμερα τη χορωδία. Και στη ροζ αυλή του, βγήκε να τη χτυπήσει λίγο ο αέρας και να ξυπνήσει…
Είχε, πού να πάει για βοήθεια…Σούρνοντας τα πόδια, πέρασε απ’ το πλαϊνό πορτάκι και μπήκε στο δίπλα κτίριο.
Την περίμεναν. Το ήξερε πως την περίμεναν.
Έχει φίλους εκεί. Τους δυό νυχτοφύλακες.
«Τι έπαθες»; Τη ρώτησαν, σαν την είδαν.
«Φτιάξτε καφέ. Με πήρε ο ύπνος πάνω στην καρέκλα και ξεφτιλίστηκα»
Γελάσανε. «Έλα δω…Κάθισε. Θες νερό; Βάζω μπρίκι»
Ο Βαγγέλης έφτιαξε τον καφέ. Ελληνικό. Η Νατάσσα πήγε να βάλει φρέσκο νερό.
Άνοιξε σε λίγο το μάτι της. Ξαναπήρε το δρόμο της χορωδίας.
Κατόπιν, στο σπίτι, σκέφτηκε πως πρέπει ν’ αρχίσει λίγο περισσότερο να κοιμάται.
Να μη σκέφτεται στον ύπνο. Να χει και καλύτερη ποιότητα ύπνου.
Ποτέ άλλοτε, δεν είχε πρόβλημα ύπνου. Το απέκτησε, από τότε που αποφάσισε ότι θα ζήσει μαζί του.
Τον αγάπησε πολύ αυτόν τον άντρα. Νομίζει ότι δεν μπορεί να γίνει πιο πολύ.
Ότι δεν υπάρχει πιο πολύ... Τόσο…
Δε θέλει πιά να το συζητάει. Ξέρει, πως δεν ωφελεί να το συζητάει, μήτε να του γυρεύει τίποτα πιά, μήτε να του το λέει.
Δεν πρέπει να χει παρακάλια η αγάπη, κι ο χαλασμός, δεν πρέπει να χει όρια…
Τις προάλλες, η ξαδέρφη που είναι πάντα κοντά της, έφτιαξε μιά παρέα και πήγαν σε μια καλή μουσική σκηνή.
Τον ξανάκουσαν τον καλλιτέχνη το καλοκαίρι, μα από κοντά, στο μικρό χώρο, είναι πάντα αλλιώς…
Την εντυπωσίασε ο εαυτός της ο ίδιος… Για τρείς ώρες, όσο περίπου κράτησε η παράσταση, ο μουσικός την είχε καρφωμένη με τα μάτια στον τοίχο. Πιο καρφωμένη, δε γίνεται… Αν πίσω της είχε γκρεμό αντί για τοίχο, είναι βέβαιο, ότι απ’ το σπρώξιμο των ματιών του, θα πεφτε στον γκρεμό… το έβλεπε κι αυτή, της το πε η παρέα, πως μερικά τραγούδια, πήγαιναν κατ’ ευθείαν σε κείνην.
Την εντυπωσίασε ο εαυτός της ο ίδιος… Άλλοτε, πριν ένα χρόνο, θα τον φλέρταρε κι αυτή. Έτσι άγρια. Ασύστολα. Και ξεδιάντροπα. Δίχως κανέναν ενδοιασμό.
Τώρα, είναι αλλιώς... Αυτή, μέσα της, ανήκει αλλού.
Κράτησε τα μάτια της χαμηλά, και το νου της αλλού…
Γι αυτό έχει κόψει και τον ύπνο. Γιατί τις νύχτες, σκέφτεται εκείνον. Ασχολείται με πράγματα, που αρέσουν και σε κείνον… Τον περιμένει πάντα, να γυρίσει τα βράδια. Όσο αργά κι αν γυρίσει…
Και θυμώνει μαζί του . Θυμώνει γιατί εκείνος δεν τα μετράει σωστά. Εκείνη, τον αγάπησε πριν ακόμα τον δει, και πάντα έλεγε, ακόμα κι αν αυτός είναι τέρας, άσχημος σαν τον Κουασιμόδο, ακόμα πιο πολύ θα τον αγαπώ. Αυτή, δεν τον αγάπησε για την ομορφιά του , μήτε για τα λουλούδια που της πρόσφερε… μήτε γιατί της είπε εμπιστευτικά «σ’ αγαπώ».
Αυτή, για την ψυχή και το μυαλό του τον αγάπησε…
Έπειτα σκέφτεται, τι δικαίωμα έχει αυτή πάνω στη ζωή του, ώστε να θυμώνει μαζί του;
Κανένα...
Όμως ο έρωτας είναι τόσο κτητικός… Πιο κτητικό απ’ αυτόν, τι υπάρχει;»