Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007
Και σχίστηκε η θάλασσα και ξεπετάχτηκε πύρινη κολώνα αρχαία
και πάνω της ακούμπησε τον οφθαλμό του
ο μόνος τρόπος για να δεις την Ελλάδα
κανείς δεν την ένοιωσε έτσι το ταπεινό εκκλησάκι
το αυγό της Ανάστασης
η γλάστρα με το δροσαχί
αυτή η ομορφιά η τόσο λιτή που αγγίζει την τελειότητα.
το να διαβάζεις Ελύτη
είναι σαν να πλέεις προς Δήλο.
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2007
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2007
Τετάρτη απόγεμα
Μικρές εικόνες
σκέψεις pele-mele
κι όμορφες πινακίδες δρόμου.
Βρέχει ραγδαία κι ασταμάτητα.
Στα χωράφια, τ' άσπρα βαμπάκια σούρνονται βουτηγμένα στις λάσπες.
Ας βρέξει, ας βρέξει,
να φυτρώσει πράσινο χνούδι απέναντι,
στα βουνά τα ρημαγμένα απ' τις φωτιές.
Μικρή ταμπέλα δρόμου,
που μ’ αρέσει :
-γίδα βραστή
100 m.
φρέσκο ψάρι
400 m.
τα φύλλα των πλατανιών, δεν έπεσαν ακόμα στη γη.
είναι έτοιμα όμως. κατακίτρινα.
υπάρχει γύρω τόση ομίχλη,
που θάλασσα κι ορίζοντας έχουν γίνει ένα.
Μικρή ταμπέλα δρόμου,
που μ’ αρέσει :
-Εκβολές του Αχέροντα
-Camping
(όσο πίσω θυμάμαι τα καλοκαίρια, μ' ένα γιλιό στην ράχη)
-Γέφυρα Δέσπως
(η Δέσπω κάνει πόλεμο, με νύφες και μ' αγγόνια)
-Δήμος Ζαλόγγου
-Αρχαία Νικόπολις
Πικροδάφνες σ' όλο το μήκος, διόλου πικρές,
μα μιά χαρά, φουντωτές-φουντωτές μου φαίνονται.
Το βρεγμένο χώμα ευωδιάζει.
ευωδιάζουν και οι μυρτιές.
Οι ελιές φορτωμένες ευλογημένο καρπό.
Μικρή ταμπέλα δρόμου,
που μ’ αρέσει :
-Λευκάδα
Βρέχει με το τουλούμι. κακή ορατότητα.
ακριβώς έξω απ' την βάση του Άκτιου, το οδόστρωμα έχει λάδια.
το αμάξι στην στροφή χάνει την επαφή με τον δρόμο. γλυστράει και σε κλάσματα δευτερολέπτου, απογειώνεται.
πάμε γραμμή για τη θάλασσα. έχω πλήρη αίσθηση του κινδύνου, το μυαλό είναι πιό γρήγορο από το συμβάν, βλέπω τον γκρεμό να ρχεται προς το μέρος μας. είμαι σχετικά ψύχραιμη.
δεν θα το πίστευες, ποιά είναι η σκέψη, που την πιστεύω για τελευταία σκέψη μου.
σταματάμε απότομα, με τον αριστερό μπροστινό τροχό να γυρνάει στον αέρα.
Νυχτώνει.
Μικρή ταμπέλα δρόμου,
που μ’ αρέσει :
-Αρχαίο Θούριο.
Σχεδόν όλη η Ιόνια διαδρομή, απ' τη μιά η θάλασσα, από την άλλη βουνά.
πράσινα, φρεσκοπλυμμένα, οι κορφές τους τυλιγμένες στην ομίχλη.
όσο βραδιάζει, η ομίχλη σκεπάζει και τη θάλασσα.
Μπροστά μου, έξω από το Αγρίνιο, ξεπροβάλλει ένα σπουδαίο φεγγάρι.
λες να ναι απόψε πανσέληνος ή του λείπει μιά φετούλα, κάτω αριστερά;
για λίγο χώνεται μες στα σύννεφα. ξεπροβάλλει πάλι, και πάλι. παίζει.
Μικρή ταμπέλα δρόμου,
που μ’ αρέσει :
-Ποταμός Αχελώος
-Κλεισσούρα
-Μεσολόγγι
-Αρχαία Καλυδόνα
-Εύηνος ποταμός
Εδώ ο καιρός δεν κατέβηκε ακόμα. Όλα στεγνά.
Απέναντι, τα φώτα της Πάτρας.
Η κρεμαστή γέφυρα που θαυμάζω.
Ρίο.
Απέναντι πιά, τα φώτα της Ναυπάκτου.
Τετάρτη απόγεμα.
Λίγες σκέψεις στο ταξίδι της επιστροφής,
ενώ κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο...
Πολλές φορές θλίβομαι, που δεν μπορώ με χρώματα να περιγράψω τη φύση γύρω μας.
Μήτε τις εκρήξεις του κίτρινου πάνω στα βουνά και στις άκριες των δρόμων να περιγράψω, μήτε να εξηγήσω το πόσο σοβαρό είν' το πράσινο, μήτε του γαλάζιου τα παιχνίδια, μήτε του μαύρου την ολότητα, μήτε το πάθος του κόκκινου, μήτε την τρυφεράδα του ροζ, ή του λευκού την καθαρότητα.
Λυπάμαι ακόμα, που δεν τα καταφέρνω στις φόρμες. Στα "γεωμετρικά στερεά", που έμαθε φέτος στην πρώτη τάξη, απ' την πρώτη μέρα, ο Μιχαήλ Άγγελος.
Τι κρίμα, σκέφτομαι, να χει κανείς τόση ανημπόρια στα χέρια και στα λόγια...
Να ζωγραφίζεις...
Να γράφεις...
Να μελοποιείς...
Πώς να μπορέσεις να κάνεις και χωρέσουν τα θαυμαστά της φύσης, μέσα στα σχέδια που φτιάχνει ο άνθρωπος;
Ό, τι ζωγράφος και να σαι, όσο ευλογημένος, πού, μα πού να τα χωρέσεις; !
Μονάχα άμα είσαι τρελός και με κομμένο αυτί, μονάχα τότε, είσαι σίγουρος πως αποτυπώνεις μεγάλο μέρος απ' το φως, την ομορφιά και την γύρω σου αλήθεια, πάνω στα καβαλέττα ...
Κι έπειτα, μονάχα αν είσαι ολωσδιόλου κουφός, ίσως τότε μόνο, μπορείς να ακούς τις μουσικές των αγγέλων, κι έπειτα να τις αποτυπώνεις, για να ψέλνουν μαζί τους κι οι άνθρωποι...
Και με τι λόγια να μιλήσεις, για του κέντρου του κόσμου τις χιλιετίες, καταπώς διαβήκαν μέσα στο φως και στα σκοτάδια, μα να τα πεις με έναν τέτοιο τρόπο, που όσοι διαβάζουν, χωρίς δυσκολία να κατανοούν, και μονομιάς, αυτόματα μες στην ψυχή τους, να αποκρυπτογραφούν όλα τα μυστικά νοήματα...
Κι όποιος έχει το κουράγιο και την σοφία, ώστε να κάνει τέτοια προσφορά στους ανθρώπους, αυτός ο ίδιος αρμόζει, μου φαίνεται, να ορίσει και το όνομα των καιρών.
Που πάει να πει,
Ελληνοχώρα να ονομαζόμαστε, μα και Ελυτοχώρα.
IV.
Πασχίζω με το μολύβι να φιλμάρω...
(ματαίως...)
Ωρα 07.15
ταξιδεύουμε από το φως στο σκοτάδι.
αναρωτιέμαι πώς γίνεται... ίσως γιατί πλέουμε προς τα δυτικά.
Σε μιά φωτεινή ζώνη μέσα βρίσκομαι. Μπροστά, πέρα, μακριά στο βάθος, οι γωνίες και τα κοίλα των βουνών, τυλιγμένα σε πυκνή ομίχλη. Τα νερά σκοτεινά, εκτός από τούτην την φωτεινή ζώνη, που σέρνει τον ήλιο πίσω της και του τόξου τα χρώματα.
Το ξέρεις, μου αρέσει το ξημέρωμα στη θάλασσα...
Φωτίζει σιγά σιγά, κι εμείς πάντα πλέουμε από το φως στο σκοτάδι.
Πλατειά άσπρα σύννεφα μαζεύτηκαν, κι αντιφεγγίζουν στην θάλασσα. Έτσι, το νερό γίνεται κι αυτό, πλατύ και άσπρο.
07.40
φώτισε πιά, όλος ο ορίζοντας.
Ένα γλαροπούλι φτερουγίζει πάνωθέ μας, έπειτα άλλο ένα, κι άλλο.
Το αστέρι, τεράστιο, υπέρλαμπρο, σηκώνεται μέσα από τα νερά.
Περνάμε ξυστά, μιά παλιόβαρκα που ψαρεύει.
Στην πλώρη γράφει το όνομά της "Λαμπρινή".
V.
Σωματείο Λεμβούχων και Καβοδετών.
Νταλίκες, νταλίκες... Volvo, Scania, Renault.
Βρωμάει πετρέλαια και καμμένα λάδια.
Intercooler. Στα τζάμια μεγάλες κόκκινες πινακίδες "Κρήτη", "Άγιος Νικόλας".
Πιό κάτω, με μικρά μαύρα γράμματα, ό,τι άρεσε στον οδηγό: "Dum spiro spero".
Φάτσα απέναντι, κεραμιδένιες στέγες. Terra cotta. Παλιό κόκκινο και παραθυρόφυλλα κυπαρισσί σκληρό.
Το κάστρο. D.O.M.
Σιδεριές σκουριασμένες, πετροχελίδονα, τιτιβίσματα.
Η θάλασσα πάντα...
VI.
Τετάρτη πολύ πρωί.
Βαρομετρικό χαμηλό.
Ταξιδεύουν φουριόζικα σύννεφα, μολυβένια.
Ο αέρας φυσάει δυνατά μες στις κορφές απ' τα κυπαρίσσια κι ανακατεύει άτσαλα τα μαλλιά μιάς γλυτσίνας.
Στο απέναντι περιβόλι φυτρώνουν άγρια Κορινθιακά κιονόκρανα
μωβ
και βατομουριές.
Πουλιά κυνηγημένα από τον άνεμο, ακροπατούν στα αγκάθια που αγαπώ.
Μικρές ντοματιές, πιπερίτσες, σταφύλια μαύρα χοντρόρογα.
Άνθρωποι εργατικοί ξεκινάνε.
Οι πρώτες ψιχάλες βρέχουν τη θάλασσα.
VII.
Τετάρτη αργά μες στο πρωί.
Διάλειμμα.
Βρήκα ευκαιρία να χαρώ λίγο τη θάλασσα. Είχα αυτήν την ανάγκη.
Έτσι, αποφάσισα ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα (εδώ που τα λέμε, απ' το σχολείο ακόμα, μα και στη δουλειά αργότερα, ως τα σήμερα, εκείνο που πιό πολύ απ' όλα μου αρέσει, είναι φυσικά, το διάλειμμα!)
Έδωσα μιά δρασκελιά και βγήκα στη θάλασσα.
Χωμάτινη θάλασσα, μπουμπουνιστή και φουρτουνιασμένη. Θαρρείς κι όλος ο βυθός έχει έρθει πάνω...
Για να φυλαχτώ απ' το μούσκεμα -το νερό τινάζεται ψηλά, σκάει στην προβλήτα και λούζει την άσφαλτο ίσαμε τη μέση-, αλλάζω πεζοδρόμιο. Περνάω απέναντι, που είναι στεγνά.
Παίρνω άκρη-άκρη, την σπιανάδα. Την πλατεία του τρομπονιού, του μαγικού σαξόφωνου και του αυλού. Έρημη κι αυτή μες στον παλιόκαιρο, μοναχά κάτι κουρνιασμένα περιστέρια και φύλλα που τα στριφογυρνάει ο άνεμος.
Δεν μπορώ να μαζέψω τα μαλλιά μου. Περνάω απέναντι, και μπαίνω στα σοκκάκια με τις τρελλές στον αέρα μπουγάδες.
Στα καντούνια είσαι πάντα κάπως πιό προφυλαγμένος. Εδώ μέσα, έκοψε λίγο ο χαλασμός...
Βολτάρω ήσυχα.
Μανάβικα, μικρά καφέ, παντοπωλεία. Κόβω ένα κλωνάκι αμπαρόριζα απ' τον περίβολο της Αγίας Παρασκευής, και το τρίβω στα δάχτυλά μου.
Να θυμηθώ να φυτέψω αμπαρόριζα.
Μπαίνω στο μαγαζί που πουλάει κασσέλες. Ξύλινες, σκαλιστές, ζωγραφισμένες στο χέρι. Μικρά αριστουργήματα. Το κορίτσι που έχει το μαγαζί, αρχίζει πρόθυμα να μου εξηγεί από ποιά περιοχή είναι το κάθε σχέδιο και τι συμβολίζει.
Ακούγεται ευχάριστα.
Έξω, στον δρόμο, σκοτεινιάζει κι άλλο.
Βγαίνω και περπατάω λίγο ακόμα. Εδώ, μυρίζει μαγειρευτό φαγητό. Κάτι σαν γιαχνί, με σέληνο σίγουρα. Έχει σπίτια τριγύρω και μερικά κατοικούνται.
Λίγο πιό πάνω απ' την καθολική μητρόπολη, κάθομαι κάτω απ' την μεγάλη γιασεμιά.
Έναν μικρό σκέτο καφέ, παρακαλώ.
Μαζεύονται γύρω μου περιστέρια.
Λίγο ακόμα...
Τέλος διαλλείμματος.
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2007
ΙΙΙ.
Ξύπνησα στις πεντέμιση απ' την παγωνιά της θάλασσας.
Κοιτάζω απ' το μεγάλο παράθυρο, το πελαγίσιο. Τίποτα.
Νύχτα πάνω στη νύχτα. Έρεβος.
Μήτε στεριά, μήτε ουρανός, μήτε θάλασσα. Μιά στρογγυλάδα γύρω. Μιά σφαίρα στρογγυλή και μαύρη. Όχι μαύρη! Σαν ανυπαρξία...
Έν αστέρι μονάχο, ένα μοναδικό, με βοηθάει να προσδιορίσω τη θέση του ορίζοντα
και τη θέση μου.
ΙΙ.
Καθώς τούτη η άγκυρα
έδεσα.
Σκέφτομαι τι δύναμη έχει η άγκυρα
και τα βράχια στο βυθό ριζωμένα.
Πώς δένουν ατσάλι και πέτρα σκέφτομαι,
και σκοτεινός βυθός
να κρύβεσαι,
να ρχομαι εγώ ύστερα
να σε ψάχνω
Ι.
Όρθια
στην κουπαστή ενός Ιόνιου Σεπτέμβρη.
Ήθελα απόψε
λίγη δροσιά να στείλω
και μιάν ανήμερη ανάσα μου.
Νυχτερινές του Πουνέντε κουβέντες
Πάθος βαλκάνιο
να σε συνεπάρει.
Κανέναν δεν καταλαβαίνω απόψε
Κανείς δεν θέλω να με καταλάβει
Οι άνθρωποι γύρω με τις μαντήλες
διαθέτουν μιαν εύθραυστη αξιοπρέπεια.
Μακραίνει ο κάβος
κι εγώ στα χέρια σφιχτά
τους στίχους
που φορές μου διαβάζεις
κι ένα πλεχτό, να σκεπάσω τους ώμους.
Ακολουθώ σιωπηρή
το μπλε παιδικό μου τετράδιο,
ένα καλά ξυσμένο μολύβι,
το ήσυχο κύμα,
τα φώτα στις πλαγιές της πόλης
που απομακρύνονται...
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2007
Και
ΦΥΣΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
«Το Μανιφέστο της Σιωπής».
né le 22 mars 1923 à Strasbourg
et mort le 22 septembre 2007 à Paris,
est un acteur et mime français.
Marcel Mangel passe son enfance à Strasbourg jusqu'à l'âge de 15 ans, lorsque sa famille d'origine juive polonaise, est contrainte de quitter son domicile après l'entrée de la France dans la Seconde Guerre mondiale et l'invasion allemande. Son père, un boucher casher, sera arrêté en 1944 par la Gestapo et assassiné à Auschwitz. Marcel rejoint la Résistance française en 1942 à Limoges (c'est alors qu'il prend le patronyme de Marceau, il raconte l'avoir « pris dans la Résistance à cause du vers de Hugo : « Hoche sur l'Adige, Marceau sur le Rhin. » J'étais né dans le Bas-Rhin et je voulais bouter les Allemands hors de France »[1]) puis Charles de Gaulle et les Forces françaises libres et, grâce à son excellente maîtrise de l'anglais, devient agent de liaison avec l'armée du général Patton.
Il se marie trois fois et a quatre enfants.
Son art du mime ou plutôt du « mimodrame » consiste à donner forme à ses pensées (tragiques) au travers des gestes. « La parole n'est pas nécessaire pour exprimer ce qu'on a sur le cœur ». Il crée le personnage de Bip, être sensible et poétique, inspiré de Deburau et de Charlie Chaplin, qui lui permet d'explorer la vie et la société moderne et de mettre en lumière leur côté tragique.
Le mime Marceau devient au fil des années un des artistes français les plus connus dans le monde, notamment aux États-Unis où il crée une vraie révolution théâtrale dans les années 1950, avec notamment son mouvement de la « marche contre le vent », à l'origine du moonwalk de Michael Jackson.
Il poursuit son œuvre gestuelle à travers les plus grandes scènes du monde. Il crée en 1978 une école de mime à Paris, où il enseigne afin d'assurer la relève. Une école internationale de mimodrame pour perpétuer la « grammaire » réinventée par Étienne Decroux et cinquante années d’expérience.
Marcel Marceau devient membre de l'Académie des beaux-arts (section des membres libres) le 27 février 1991.
Il meurt le 22 septembre 2007 à Paris. Il sera inhumé au cimetière du Père-Lachaise.
Η γλώσσα της κίνησης
… Η σκηνή δεν είναι παράρτημα της φιλολογίας ή μια σύνθεση από τέχνες με την προοπτική του «συνόλου μιάς δουλειάς». Είναι μία μοναδική στιγμή που υπάρχει η σχέση του «δούναι και λαβείν» μεταξύ θεατή και καλλιτέχνη. Μια ζωντανή εμπειρία όπου το σώμα του καλλιτέχνη αποκαλύπτει τον εσωτερικό του κόσμο. Μόνο το σώμα «βλέπει» και μπορεί να «δεί». Μόνο το σώμα μπορεί να προσδιορίσει την κατάσταση του καλλιτέχνη και να δώσει αλήθεια στο κείμενο ή την κίνηση. Ο καλλιτέχνης δεν παρουσιάζει, ούτε μεσολαβεί σε μια ιδέα, αλλά ενσαρκώνει την ιδέα και την παρουσιάζει στον κόσμο μέσα από το σώμα του. Το σώμα είναι η «ουσία» της σκηνής.
…. δεν μας απασχολεί μόνο η ακρίβεια στην σκηνή, αλλά η αποκάλυψη και αφύπνιση του καλλιτέχνη, να εκφραστεί πραγματικά μέσα από φυσική, συναισθηματική ισορροπία, βγάζοντας μέσα από την γνώση του σώματος την «απλότητα». Την «απλότητα» που είναι η μεγαλύτερη δυσκολία.
Η γλώσσα της κίνησης, είναι αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε.
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ' ανταμώσω,
κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα
χωρίς να γνωρίζω κανέναν
κι ούτε κανένας με γνώριζε.
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007
Στίχοι: Σταμάτης Κραουνάκης
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση: Σταμάτης Κραουνάκης
Ούτε μια στιγμή δε μ' άφησες να παίξω
Ούτε μια στιγμή τα χείλια μου να βρέξω
Άρχισα κι εγώ να σου γυρναώ τις πλάτες
και να συναντώ αγγέλους υπνοβάτες
...................................................................
Έλεγε η καρδιά, αν βρεις αγάπη χτύπα
Στο 'πα μια βραδιά που είχα γίνει σκνίπα
Πόσο σ' αγαπώ
Δωσ' μου τα φιλιά που μου κρατάς, εκείνα
Τα εφηβικά τα γιασεμιά, τα κρίνα
Πέρασα πολλά για να 'ρθω ως εσένα
Φίλα με, διπλά σου τα 'χω φυλαγμένα
Πόσο σ' αγαπώ
Ήταν η στιγμή που ήθελα να φύγω
Κι ήρθαν κι οι λυγμοί στα μάτια λίγο λίγο
Έρωτας μπορεί ν' αντέξει αυτή τη γύμνια
Που να συγχωρεί του κόσμου την ασχήμια
Πόσο σ' αγαπώ
Δωσ' μου τα φιλιά που μου κρατάς, εκείνα
Τα εφηβικά τα γιασεμιά, τα κρίνα
Πέρασα πολλά για να 'ρθω ως εσένα
Φίλα με, διπλά σου τα 'χω φυλαγμένα
Πόσο σ' αγαπώ...
τα εφηβικά τα γιασεμιά, τα κρίνα...
να φτάσω ως εσένα...
φίλα με, διπλά σου τα 'χω φυλαγμένα
Πόσο σ' αγαπώ
II
Au-dessus de l'île on voit des oiseaux
Bandit ! Voyou ! Voleur ! Chenapan !
Qu'est-ce que c'est que ces hurlements
Bandit ! Voyou ! Voyou ! Chenapan !
C'est la meute des honnêtes gens
διώκονται από τον Παράδεισο
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2007
Κατά και έχω, κατέχω. Ή κάτι τι έχω, κατέχω.
Κατέχω τι.
Κάτοχος, λόγου χάριν, ενός δελτίου ταυτότητος.
Ή, κάτοχος μικρής αγροικίας, στα πόδια αρχαίου αγίου, στηλιτεύοντος τον δράκο
Κάτοχος ίσως, μιάς σοφίτας, στην ανοιχτή αγκαλιά του ουρανού, ανάμεσα σε περιστέρια, σαξόφωνα, πετροχελίδονα και σπούργιτες
Κάτοχος μικρής κρυστάλλινης βιτρίνας, με κοράλλια λευκά, σε ολονυκτίες συναγμένα, στης Εξόδου τη θάλασσα
Κάτοχος μικρών, τραυματισμένων, αρχαίων θραυσμάτων, από πηλό μελανόμορφο και άσπιλο μάρμαρο Πεντέλης
Κάτοχος αργυρού, ασύμμετρου νομίσματος απεικονίζοντος κεφαλήν άρχοντος Σαμοθράκης
Κάτοχος βιβλίων σκονισμένων, σημειώσεων δεκαετιών σκοροφαγωμένων, κοντυλοφόρων εκατονταετίας, δίσκων αγαπημένου βινυλίου, μικρών εικόνων χειροποίητων «η άκρα ταπείνωσις», «ιδού ο νυμφίος», τεχνική βυζαντίου, χρυσός κι αυγοτέμπερα.
Κάτοχος γλάστρας φυτεμένης με «φαιδρά πορτοκαλέα» και κάτοχος μιάς στίβας ξύλων, που τα χει σμιλέψει η θάλασσα
Κάτοχος μεγάλων χαλικιών που ονομάζονται κροκάλες
Και δυό μικρών, αποστεωμένων ιππόκαμπων
Kι έπειτα,
Κατά συνήθη έκφραση,
Kάτοχος του μηδέν, μηδέν, μηδέν.
I
El Río Guadalquivir
wadi al kabir
αλ ουάντι αλ καμπίρ = γουανταλκιμπίρ = ο μέγας ποταμός
LE GUADALQUIVIR
.
-μικρό αφιέρωμα
στο μεγάλο ποτάμι
που είδε
η abttha-
.
Le Guadalquivir prend sa source dans la Sierra de Cazorla, dans le sud est de l´Espagne.
Il chemine pendant 602 km, généralement en direction du sud ouest.
Il traverse Córdoba et Séville et se jette dans l´océan atlantique ( golfe de Cadiz )
Le nom de ce fleuve vient de l´arabe wadi al kabir, nom donné par les souverains maures à partir du 8ème siècle et qui signifie grand fleuve.
Fleuve alimenté par de l´eau de pluie en hiver et par la fonte des neiges de la Sierra Nevada en été.
wadi al kabir
arrose Seville
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007
El Río Guadalquivir
wadi al kabir,
αλ ουάντι αλ καμπίρ = γουανταλκιμπίρ = ο μέγας ποταμός
στην Ανδαλουσία
Λόρκα :
"Είσαι ο καθρέφτης μιάς Ανταλουθία
που υποφέρει πάθη γιγάντια και σωπαίνει,
πάθη που τα λικνίζουν οι βεντάγιες
κι είναι κάτω απ' τις μαντίλιες που σκεπάζουν τους λαιμούς,
που δονιούνται από αίμα, από χιόνι,
κι απ' τις κόκκινες των βλεμάτων γρατσουνιές"...
Guadalquivir
ρωμαϊκή γέφυρα
μακρινή και μόνη..."
El Rio Guadalquivir
στην Cordoba
οι αρχαίοι δρόμοι
του Guadalquivir...
ηλιοβασίλεμα στον Guadalquivir
Επειδή είσαι φως της ζωής
...........................................
αστέρι στις όχτες
του ερωτεμένου ρυακιού.
Γιατί να μην είμαι ωσάν κι εσέ, καρπέ,
όλο πάθος πάνω στον κάμπο !
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007
οι φίλοι που διαλέγουμε
ή
μας διαλέγουν,
είναι ως αδέρφια...
αν μέναμε κοντά,
σήμερα, στα γενέθλιά σου,
θα καλούσαμε όλους αυτούς που αγαπούμε...
γέλια και τραγούδια ...
θα σου έστρωνα το μοναστηριακό μου τραπέζι
με άσπρο λινό τραπεζομάντηλο, στη μέση κέντημα από βελονάκι, με κλωστή βαμβακερή - entre deux.
απάνω θα βάζαμε κουταλάκια ασημένια, a l' ancienne, που μ' αρέσουν
ποτήρια κρυστάλλινα
και καράφες
με μπουμπούκια λευκά,
σαν τις σκέψεις
και βέβαια,
τούρτα θα είχαμε
* βλέπεις; με ελάχιστα κεράκια - όσα μας αντιπροσωπεύουν :)
και τριαντάφυλλα βελούδα - πριγκηπικά :)
για σένα,
που με αντέχεις...
που με ακούς...
που με καταλαβαίνεις...
που μου μιλάς...
που με μαλλώνεις...
που με εμπιστεύεσαι...
που ξέρεις τα μυστικά μου
που ξέρεις τον αγώνα και τις αγωνίες μου
που σκουπίζεις τα δάκρυά μου
που όταν σε κουράζω, δεν μου το λες
μήπως γουστάρεις καλύτερα,
την ημέρα των γενεθλίων σου,
αντί για μοναστηριακά, λινά και δαντέλλες,
ασήμια, κρύσταλλα, τούρτες και πριγκηπικά τριαντάφυλλα
να πάμε να σουρώσουμε
και να τα σπάσουμε σε κανα μπαράκι; :)
εσύ, ό, τι πεις !
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2007
μικρή απάντηση
σε σημείωμα που έλαβα...
μέρες είχα να κλάψω.
στεγνή
στεγνή
άχαρη
τίποτα γύρω
σαν ορφάνια...
donna sola
in questo popoloso deserto
(αν τα γράφω σωστά...)
δουλειά, το κεφάλι κάτω και δουλειά, δουλειά.
απόψε,
πήρα ένα mail, με τα λόγια φίλου:
"θέλω να τους γράψω
έστι δίκης οφθαλμός,
μα φοβάμαι
να το γράψω"
έτσι,
το πήρα απ' το χέρι σου εγώ,
το γραψα εγώ
κι ύστερα
κάθισα κι έκλαψα.
κάθισα κι έκλαψα, γιατί δεν θέλω να φοβάσαι.
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΟΒΑΣΑΙ
αν φοβάσαι, να το λες
να μου το λες
να το ακουμπας.
Μα δεν θέλω να φοβάσαι.
το αίσθημα του φόβου είναι ταπεινωτικό. μας ταπεινώνει.
είναι κατώτερο, θαρρώ συναίσθημα.
απ' αυτά που εξευτελίζουν τα μέσα μας. απ' αυτά που τσακίζουν την ανθρωπιά μας.
θαρρώ, πρέπει ν' αρνούμαστε να φοβόμαστε , ειδικά την εξουσία, την κάθε καταπίεση και μορφή εξουσίας.
αρνούμαι πιά, να φοβάμαι την κακότητα, την αλαζονεία, την ψευτιά και την εξουσία.
κάποτε, φοβόμουν τον θάνατο.
τώρα πιά, θαρρώ πως είναι λάθος συναίσθημα.
να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας τον φόβο...
με την ιδεολογία μας, να τρομοκρατούμε τους ιδεολογικούς τρομοκράτες.
να μην τους επιτρέπουμε να μας τρομοκρατούν.
λιοντάρια να μας κάνει η αδικία. και να μας βρίσκουν όρθιους, μπροστά τους.
έτσι λέω.
Έστι Δίκης Οφθαλμός
χαμόγελο
φιλίας
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2007
Έκτωρ - Ανδρομάχη
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παππάς
Από το Τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη
στον Έκτορα που κίναε για τη μάχη
φώναξε με φωνή φαρμακωμένη:
«Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,
όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.
Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,
στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει»
Έτσι κι εμένα η κόρη του Γαβρίλη
σαν έφευγα στις 20 τ' Απρίλη
μου φώναξε ψηλά από το μπαλκόνι:
«Στρατιώτη αν θες τη μάχη να κερδίσεις,
μια κοπελίτσα κοίτα ν' αγαπήσεις.
Όποιος το γυρισμό του όρκο δεν κάνει,
στρατιώτη μου, τον πόλεμο το χάνει»
...η Ανδρομάχη "δάκρυ χέουσα", του κρατά σφιχτά το χέρι και του λέει τρυφερά :
...Έκτορα, τώρα εσύ πατέρας μου και σεβαστή μου μάνα
κι αδέρφι,
εσύ και λεβεντόκορμος στη κλίνη σύντροφός μου
...αν είναι να σε χάσω
ν’ ανοίξει η γη να μπω καλύτερα χίλιες φορές
Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδας, Αγάπης
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2007
Παρασκευή 14/9
Το ίδιο απόγευμα της Norma.
Ηριδανός ποταμός, κοίτη θολοσκέπαστη.
Ένας βασικός άξονας, που πορεύεται μέσα στην Αθήνα, κι εκβάλλει στον Ιλισσό.
Στον Ιλισσό, που παιδάκια, χαζεύαμε την κοίτη του. Πριν το ανόμημα τον μετατρέψει σε λεωφόρο.
Θυμάμαι ακόμα το μαρμαράδικο μες στο ποτάμι, στο ύψος ίσως κοντά στο Γουδί.
Το μαρμαράδικο, μάρμαρα λευκά Πεντέλης, να παίρνουν όψεις. Κεφάλι, μπούστος, κορμός, χέρια λευκά περιστέρια. Κι ένα φτωχόσπιτο μέσα στην κοίτη, στο ύψος περίπου του Χίλτον. Αυτή η θύμηση με τυραννάει ακόμα. Το ποτάμι, που έγινε λεωφόρος. Καμιά φορά, το βλέπω στον ύπνο μου. Σε όνειρα αρχαία.
Ηριδανός.
Ιλισσός.
Ένα μικρό μισοσπασμένο αγγείο, σφηνωμένο ανάμεσα στα χαλάσματα.
Βγάζω ένα νόμισμα, το ακούω που κάνει γκλιν στα αρχαία κεραμίδια, και κάνω ευχή να έρθεις.
Exit. Πιο κει, ο γνωστός μανάβης με φρούτα εποχής. Ροδάκινα, και σταφίδα, που βαστάει ακόμα.
Η άκρια της Ρωμαϊκής αγοράς. Κορινθιακά κιονόκρανα, ν’ ακουμπάν σε ρωμαϊκές κολόνες. Το τζαμί, που αναστηλώθηκε κι ευτυχώς έγινε μουσείο.
Ανεβαίνουμε. Φολκλόρ, ρούχα, καλάθια, κοσμήματα, γύψινες απομιμήσεις, χειροποίητες κατασκευές, στην άκρη του δρόμου πρεζόνια, ένα μαυράκι φορτωμένο τον μπόγο του να τρέχει κυνηγημένο.
Κούλου ουάχαντ. Μυρωδιά Ανατολής. Τεντωμένες αισθήσεις.
Η βιβλιοθήκη του Αδριανού, στη γωνία ένας μουρμούρης μπαγλαμάς παίζει τα δυό σου χέρια, που πήρανε βεργούλες και με δείρανε, οδός Ταξιαρχών, λιθόστρωτο.
Βγαίνουμε στην Χατζιδάκειο Ρωμαϊκή αγορά - αυτά είναι συνθήματα αναγνώρισης, δικά μου.
Εδώ γύρω, βλέπεις ακόμα στα σπίτια λίγα ακροκέραμα.
Κάτω, στο βάθος, ανάμεσα στους λόφους, ανάβει μιά δύση.
Ακολουθούμε, όπως πάει ο δρόμος. Οδός Διοσκούρων. Η ακίνητη καμπάνα μιάς μικρής Αγίας Παρασκευής.
Καθόμαστε στο μαρμάρινο στρογγυλό τραπεζάκι.
Το αστεροσκοπείο της Αθήνας, φωτισμένο.
Το Θησείο πιο κάτω, φωτισμένο.
Πλάϊ και δίπλα μας, η αρχαία σκουριά, που και που κυπαρίσσια, ελιές, λίγες πικροδάφνες, δυό φοίνικες.
Είναι η ώρα, που απέναντι, ακριβώς πίσω απ’ τα βουνά, βαθύ πορτοκαλόχρωμα.
Πιο δω, συνεχίζει διαδοχικά, βαθύ κίτρινο, κίτρινο ξεπλυμένο, ξεπλυμένο γαλάζιο, φωτεινό γαλάζιο, σκοτεινιασμένο γαλάζιο πάνω μας. Και ακακίες.
Σκοτείνιασε, όχι ομοιόμορφα.
Κάτω, η νύχτα της πόλης.
Οι λόφοι δεν ξεχωρίζουν πιά, παρά μόνο από ένα φως στην κορφή τους.
Που και που, ρίχνω πίσω μου μια ματιά στον βράχο. Δεν με νοιάζει που δεν τον βλέπω, μόνο θέλω να είναι εκεί. Ξέρω πως είναι εκεί. Μερικές χιλιάδες χρόνια. Σταθερός.
Ο σερβιτόρος λέει πολλές κουβέντες. Μας τραβάει στα γρήγορα μια διάλεξη, για την επικινδυνότητα της κόκα κόλα. Συγκατανεύουμε κουνώντας το κεφάλι, για να τελειώνει την παρλάτα... Μόλις έφυγε, γέλια. Αποφασίσαμε να τον αποκαλούμε «ο μπούρου - μπούρου»
Ήρθε το παγωτό!
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2007
Λάμπρος Πόρφυρας
Δέηση για την ψυχή του Παπαδιαμάντη
Χριστέ μου,
δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήσει απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
Κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήσει όπως εζούσε
σε μία μεριά, πού, τάχατες, να μοιάζει το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
να χει σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά, σκιαθίτικα καΐκια.
Να ναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ' οι νιές, οι πεθαμένες
-αυτές, που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν' ανθίζουν οι γαζίες.
Κ' ύστερα ακόμα να ναι ελιές, και να ναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι, και το φώς τ' αχνό να προσκυνάνε,
να τόνε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
και την καμπάνα τους, μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδεί και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή, κοντά στ' ακροθαλάσσι !
αχ, έτσι αθώα, κ' έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά, μαζί μ' αυτόν ν' αγιάσει.
στην abttha.
Λούζεται η αγάπη μου
Στίχοι: Federico Garcia Lorca & Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς
Λούζεται η αγάπη μου
στο Γουαδαλκιβίρ,
και τ' άνθη παίρνουν ευωδιά
απ'το γλυκό κορμί της
Τρέξε πέτα χελιδόνι
φέρ' της Βενετιάς βελόνι
να κεντήσει στο μαντίλι
τη χαρά της να μου στείλει
Μεταξωτά η αγάπη μου
μαντίλια μου κεντά
κι όλο φιλάει την κλωστή
και βυσσινιά τη βάφει
Τρέξε πέτα χελιδόνι
φέρ' της Βενετιάς βελόνι
να κεντήσει στο μαντίλι
τη χαρά της να μου στείλει